Η Ομάδα Παρακολούθησης της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κρούει για δεύτερη φορά τον κώδωνα του κινδύνου στην κυβέρνηση Μητσοτάκη σχετικά με την διαφθορά που επικρατεί στην Ελλάδα.
Στην πολυάριθμη λίστα των κακώς κειμένων από πλευράς χειρισμού ζητημάτων, που άπτονται στην ελευθερία του Τύπου και στον τρόπο που διαφυλάσσονται τα ανθρώπινα δικαιώματα παντοιοτρόπως, εστιάζουν συνεχώς οι κατηγορίες από το εξωτερικό για την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Αυτή τη φορά ο πρόεδρος της προαναφερόμενης ομάδας του Ευρωκοινοβουλίου εγκαλεί ξανά τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και τον υπουργό Δικαιοσύνης Τσιάρα, για το γεγονός ότι παρά τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης με αφορμή την δολοφονία Καραϊβάζ, όχι μόνο δεν έπραξε το ελάχιστο για την εξιχνίαση της εν λόγω υπόθεσης, αλλά επέτρεψε δια της παραλείψεως να μαίνονται οι απειλές κατά της ελευθερίας και της ασφάλειας των δημοσιογράφων στην Ελλάδα.
Προφανώς, οι λόγοι για τους οποίους ως χώρα εκτιθέμεθα επί μονίμου βάσεως, παραμένουν στον επίκεντρο των αναφορών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για ακόμα μία φορά, αφού σχετίζονται, πέραν της πρόσφατης υπόθεσης της Ολλανδή δημοσιογράφου Μπέγκελ, με τις αποκαλύψεις για παρακολουθήσεις πολιτών μεταξύ των οποίων καταγράφονται για ακόμη μια φορά και Έλληνες δημοσιογράφοι την ώρα του καθήκοντος.
Πιο συγκεκριμένα ο Πρωθυπουργός και ο υπουργός Δικαιοσύνης καλούνται από κοινού να δώσουν εξηγήσεις, καθώς είχαν διαβεβαιώσει με επιστολή τους ήδη από τις 28 Απριλίου 2021, για τις υποτιθέμενες προσπάθειες να βελτιωθεί η κατάσταση που αφορά στην προστασία των ουσιωδών ελευθεριών των δημοσιογράφων.
Χαρακτηριστικό της αντιμετώπισης πάντως, από πλευράς Πρωθυπουργού, σε ό,τι αφορά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είναι το γεγονός ότι, όταν η Sopfie in ΄t Veld, τότε πρόεδρος της Ομάδας Παρακολούθησης της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ευρωκοινοβουλίου, είχε αποστείλει επιστολή για το θέμα στον πρωθυπουργό, δεν ασχολήθηκε ο ίδιος, αναθέτοντας στον υπουργό Δικαιοσύνης να απαντήσει, γεγονός όμως που προκάλεσε τη δυσφορία των Βρυξελλών.
Η επιστολή ενδεικτικά ανέφερε ως εξής:
«Θα μας ενδιέφερε να λάβουμε μία λεπτομερή επισκόπηση της κατάστασης σχετικά με την πορεία των ερευνών, στον βαθμό που δεν επηρεάζονται από το απόρρητο».
Κρίσιμης σημασίας πάντως, είναι το γεγονός ότι αφορμή για την δυσφορία των Βρυξελλών την πρώτη φορά που εγκαλούσαν τον Μητσοτάκη και το επιτελείο του, ήταν η στοχοποίηση του Documento. Οι τακτικές του πρωθυπουργού άλλωστε, δεν ώθησαν μονάχα στη φίμωση των ΜΜΕ και στη δραστηριοποίηση της Πολιτείας κατά των συνταγματικών δικαιωμάτων όσων δημοσιογράφων διαφωνούν με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης, αλλά και στις τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικα με δικαιολογία την αναπαραγωγή fake news αφενός και στις λαθροχειρίες που αποκαλύφθηκαν αναφορικά με τη λίστα Πέτσα αφετέρου.
Εκείνες τις λίστες που γέμιζαν δώρα, δημοσιογραφικά μέσα που… τελικά δεν υπήρχαν καν, αποκλείοντας σκοπίμως άλλα, όπως το Documento.