Αναζητώντας θερινές εικόνες μέσα από τις περιγραφές σπουδαίων της γραφής που ύμνησαν το ελληνικό καλοκαίρι, το μαργαριταρένιο τιρκουάζ και το βαθύ μπλε της θάλασσας, τα μελτέμια, την ομορφιά και την αναλογία της Ακρόπολης.
Τα τελευταία χρόνια η Αθήνα μετατρέπεται σε ένα τεράστιο Airbnb, οι γειτονιές χάνουν τα μπακάλικα, τους φούρνους και τα τσαγκάρικά τους και στη θέση τους ανοίγουν καφέ και μπαρ, η Σαντορίνη βουλιάζει από τουρίστες κρουαζιέρας που θέλουν να φωτογραφήσουν το ηλιοβασίλεμα. Τι είναι πλέον το περίφημο ελληνικό καλοκαίρι και ποιοι το χαίρονται;
Με αυτές τις σκέψεις αναζητήσαμε καλοκαιρινές εικόνες της Ελλάδας του 20ού αιώνα μέσα από τα κείμενα επισκεπτών. Πώς ήταν η θερινή ραστώνη του Λόρενς Ντάρελ και του Χένρι Μίλερ στην Κέρκυρα και πώς είδε για πρώτη φορά το θέατρο της Επιδαύρου ο Ζακ Λακαριέρ;
«Η είσοδος στο λιμάνι είναι υπέροχη. Ο ίδιος ο Πειραιάς είναι μια πολύ όμορφη μικρή πόλη. Ανεβήκαμε με αυτοκίνητο στην Αθήνα, διαδρομή που διαρκεί 3/4 της ώρας. Ωραίο θέαμα. Οι μενεξεδένιοι λόφοι στο βάθος είναι μαγευτικοί» γράφει ο Καβάφης. Χωρίς να χάνει χρόνο βγαίνει στους δρόμους της Αθήνας, την οποία βρίσκει πολύ όμορφη. Μεταξύ των περιπάτων στο κέντρο, το Φάληρο και στην Κηφισιά επισκέπτεται μαζί με τον αδερφό του την Ακρόπολη. «Είδα τον Παρθενώνα, το Ερέχθειο, τα Προπύλαια, τη θέα των Αθηνών από την Ακρόπολη, το Μουσείο της Ακρόπολης. Θεσπέσια, θεσπέσια!». Μόνο μειονέκτημα βρίσκει την έλλειψη σκιάς στους δρόμους, λόγω του πλάτους και του χαμηλού ύψους των σπιτιών, και όπως σημειώνει: «Είναι αδύνατον να κυκλοφορεί κανείς πεζή κάτω από τον δυνατό ήλιο του Ιουνίου μεταξύ 10 π.μ. και, φαντάζομαι, 5 μ.μ.».
Η περιήγηση του Φέρμορ
Στη «Ρούμελη» διαβάζουμε: «Οι Σαρακατσάνοι με γέμιζαν ανέκαθεν με δέος. Τους πρωτοείδα χρόνια πριν, όταν διέσχιζα πεζός τη Βουλγαρία με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. […] Ταξιδεύοντας στην ελληνική Μακεδονία την επόμενη χρονιά, τους είδα ξανά και ξανά, και μέχρι που έμεινα μια νύχτα σε μια από κείνες τις καλύβες τους τις γεμάτες καπνό. Αργότερα τους συνάντησα πολλές φορές, παντού στη βόρεια Ελλάδα: στους κάμπους τον χειμώνα και στα βουνά το καλοκαίρι». Γοητεύεται από εκείνους και ζει μαζί τους στον κόσμο των παγανών, των ξωτικών, των πνευμάτων, των λυκάνθρωπων. Μεταξύ των εύστοχων παρατηρήσεών του και αυτή: «Η έκλειψη της Ρωμιοσύνης θα συμπαρασύρει μερικούς παλιούς κακούς τρόπους αλλά και πολλά πολύτιμα και σεβαστά. Υπάρχει κάτι πατερναλιστικό και άδικο στην αντίδραση εναντίον της. Διεκδικεί ό,τι είναι ενάρετο στην αγροτική Ελλάδα κι ό,τι είναι οπισθοδρομικό, δεισιδαιμονικό, ανενδοίαστο, απαίδευτο ή άξεστο το τσουβαλιάζει στα ρωμαίικα πράγματα. Αυτό δημιουργεί μια άνοστη εικόνα της Ελλάδας, περιορίζοντας την αγροτική ζωή σε ακίνδυνο φολκλόρ και καταντώντας τον χωριάτη μια κούκλα εύζωνα».
Ο Ντάρελ βρήκε τον εαυτό του
Η αγάπη του Ντάρελ για την Κέρκυρα ξεχείλιζε στα γράμματα που έστελνε στον Χένρι Μίλερ, ο οποίος εκείνη την περίοδο ζούσε στο Παρίσι. Ετσι το καλοκαίρι του 1939, αψηφώντας τα μηνύματα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Αμερικανός συγγραφέας ταξίδεψε στην Ελλάδα φιλοξενούμενος του Ντάρελ. Κατά την παραμονή του συνδέθηκε με τον Κατσίμπαλη, τον Σεφέρη, τον Αντωνίου, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Τσάτσο. Οι εμπειρίες του από εκείνη την περίοδο περικλείονται στον «Κολοσσό του Μαρουσιού» (Μεταίχμιο, μτφρ. Ι. Καρατζαφέρη) που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1941.
Από τις πιο ωραίες περιγραφές του Μίλερ αποτελεί η επίσκεψη της παρέας στο σπίτι του Κατσίμπαλη στο Μαρούσι, όπου είχαν πάει για να θαυμάσουν τη δύση του ήλιου. «Για πρώτη φορά με τα ίδια μου τα μάτια απολάμβανα τη λαμπερότητα του αττικού τοπίου, παρατηρώντας με όλο και μεγαλύτερη χαρά πως εδώ κι εκεί πάνω στο γυμνό καφετί λιβάδι, ανάμεσα σε ανώμαλους και εκκεντρικούς όγκους, άνδρες και γυναίκες, μόνες, έρημες φιγούρες, περιφέρονταν στο καθαρό φως που έσβηνε. Και για κάποιο λόγο μου φάνηκαν ατόφια ελληνικές, καθώς περπατούσαν όπως κανένας άλλος λαός δεν περπατάει, κόβοντας ξεκάθαρα μοτίβα με τους αιθέριους ελιγμούς τους, μοτίβα παρόμοια με αυτά που είχα δει νωρίτερα εκείνη την ημέρα σε αγγεία στο μουσείο».
Ανθρώπινη κλίμακα
Ο Ζακ Λακαριέρ επίσης αγάπησε βαθιά τη χώρα μας. Την ονειρευόταν όταν ήταν παιδί και τη γνώρισε από κοντά σε μια σειρά ταξιδιών από το 1947 έως το 1966. Στο «Ελληνικό καλοκαίρι» (εκδ. Χατζηνικολή, μτφρ. Ι. Δ. Χατζηνικολή) μεταφέρει τις εμπειρίες του από τον Αθω, την Επίδαυρο, τις Μυκήνες, την Αρκαδία, τους Δελφούς και τα νησιά. Αυτό που ίσως δεν είναι πολύ γνωστό για τον Γάλλο συγγραφέα και ελληνιστή είναι πως υπήρξε επί σειρά ετών και ερασιτέχνης ηθοποιός και έπαιξε δεκάδες φορές σε αρχαίες τραγωδίες. Στο βιβλίο θυμάται τη μέρα του 1947 όταν βρέθηκε στην Επίδαυρο με τον θίασο αρχαίου θεάτρου της Σορβόννης για να παίξουν Σοφοκλή και Αισχύλο.
Οπως εξομολογείται, το να παίξεις στην Επίδαυρο μέρα μεσημέρι μπροστά σε δέκα χιλιάδες θεατές είναι εμπειρία τρομακτική αλλά σωτήρια, που όλοι οι ηθοποιοί θα έπρεπε να δοκιμάσουν έστω μια φορά στη ζωή τους. «Οσα κι αν έχουμε μάθει στις πρόβες μας και τις παραστάσεις μας σε κλειστούς χώρους, θα σωριαστούν μέσα σ’ ένα λεπτό μπροστά σ’ αυτήν τη μεγάλη έκταση, τη γύμνια, τη στοιχειωμένη άβυσσο αυτού του θεάτρου και κυρίως μπροστά στα χιλιάδες τα μάτια που είναι στυλωμένα απάνω μας. […] Από την κορυφή του θεάτρου ο ηθοποιός φαίνεται μικροσκοπικός, περιορίζεται σε έναν χειρονομούντα “ομούνκουλο”. Από κάτω, η εντύπωση είναι ακόμα πιο σαφής. Οι κερκίδες φαίνονται ν’ απευθύνονται όχι προς ανθρώπινα όντα, αλλά στην πλάση ολόκληρη. Νιώθεις μυρμήγκι τη στιγμή που θα ’πρεπε να γενείς γίγας. Και αυτή την αλλαγή ποιος μπορεί να μας τη διδάξει;».
Οι Σπέτσες του Φόουλς
«Εφθασα πάλι στη ράχη. Η θάλασσα είχε ένα μαργαριταρένιο τιρκουάζ χρώμα, τα μακρινά βουνά ένα σταχτί μπλε στην άπνοη ζέστη. Ξεχώριζα την τρεμουλιαστή πράσινη κορώνα των πεύκων γύρω από το Μπουράνι. Ηταν σχεδόν μεσημέρι όταν ήρθα από τα δέντρα στα βότσαλα της παραλίας με το εκκλησάκι. Ηταν έρημη. […] Πέρα, μακριά κατά το νοτιά, ένα φαρδύ καΐκι πέρασε υπόκωφα σέρνοντας πίσω του έξι πυροφάνια, σαν αγριόπαπια τα παπιά της. Το κύμα που άνοιγε η πλώρη έκανε σκούρες πτυχές με ιριδισμούς στη βουτυρένια γαλανή επιφάνεια της θάλασσας, και αυτό ήταν όλο το απομεινάρι του πολιτισμού όταν οι βάρκες εξαφανίστηκαν πίσω από τη δυτική στεριά» γράφει ο Φόουλς στον «Μάγο», ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα.
Από το Λονδίνο στο Αιγαίο
Η Τσάρμιαν Κλιφτ ζούσε με τον επίσης συγγραφέα σύζυγό της Τζορτζ Τζόνστον στο μεταπολεμικό Λονδίνο όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 πήραν τα παιδιά και τις γραφομηχανές τους και αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή σε έναν τόπο πιο φωτεινό. Η πρώτη τους απόπειρα να ζήσουν στην Ελλάδα ήταν στην Κάλυμνο, ένα μέρος δύσκολο και φτωχικό που συχνά θρηνούσε για τους σφουγγαράδες που χάνονταν στα βάθη της θάλασσας. «Φτάσαμε στην Κάλυμνο πάνω στο μικρό γκρίζο καΐκι Αγγελικώ, καβατζάροντας το ακρωτήρι της Χαλής μ’ έναν δυνατό πουνέντη να φυσάει μανιασμένος από τα δυτικά, ένα μαύρο μπαλωμένο τριγωνικό πανί να χτυπάει πάνω από τα κεφάλια μας και το σκαρί γεμάτο γαλοπούλες και μανταρίνια, στάμνες και κοφίνια και τις αναπόφευκτες μαυροφορεμένες γριές που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του σκηνικού πάνω σε κάθε αιγαιοπελαγίτικο καΐκι» περιγράφει.
Η ελληνική περιπέτεια της Κλιφτ συνεχίζεται στην Υδρα όπου μετακομίζει με την οικογένειά της στις αρχές του 1956. Εκεί μαζί με τον Λέοναρντ Κοέν, τον Αξελ Γένσεν και άλλους επισκέπτες θα δημιουργήσουν μια ομάδα ανθρώπων που θα αφήσει ιστορία στο νησί. Από το βιβλίο της «Καθάρισέ μου έναν λωτό» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Φ. Πίπη) στο οποίο γράφει για την παραμονή της εκεί «κλέβουμε» εικόνες του Αυγούστου: «Και μέρα με τη μέρα η ζέστη δυναμώνει. […] Πέτρα και άσφαλτος, τοίχοι και βράχια έχουν ποτίσει από τον ήλιο. Στο σκοτάδι ολόκληρη η Χώρα λαμπυρίζει στο φόντο των άνυδρων μαύρων βουνών σαν σκόρπια στοίβα από ξασπρισμένα κόκαλα».