Αναζητώντας θερινές εικόνες μέσα από τις περιγραφές σπουδαίων της γραφής που ύμνησαν το ελληνικό καλοκαίρι, το μαργαριταρένιο τιρκουάζ και το βαθύ μπλε της θάλασσας, τα μελτέμια, την ομορφιά και την αναλογία της Ακρόπολης.
Η πολυτάραχη ζωή του Ζαν Ζενέ περιλαμβάνει και ένα διάστημα, από το 1957 έως το 1960, κατά το οποίο είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Σε συνέντευξή του το 1981 είχε μιλήσει για την περίοδο αυτή, την οποία θυμόταν με τρυφερότητα. «Τα τέσσερα χρόνια που πέρασα στην Ελλάδα ήταν ασφαλώς τα τέσσερα πιο ηλιόλουστα χρόνια της ζωής μου. Ανακατεμένα με σκοτάδι.
Ο Καπότε στην Πάρο
Ενα μήνα μετά, σε επιστολή του προς τον Αμερικανό κριτικό λογοτεχνίας Νιούτον Αρβιν, περιγράφει την παριανή διασκέδαση: «Εδώ στα νησιά οι άντρες χορεύουν μαζί – δεν βλέπεις ποτέ γυναίκα στις ταβέρνες. Ολα εντελώς αθώα ωστόσο – ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Αλλά η Αθήνα! Δεν
μπορείς να περπατήσεις ένα τετράγωνο χωρίς να σου την πέσουν δέκα φορές!». Στις 10 Αυγούστου γράφει στον Αμερικανό μυθιστοριογράφο και βιογράφο Ντόλαντ Γουίνταμ: «Το καλοκαίρι βρίσκεται στο απόγειό του εδώ – τα σύκα είναι ώριμα, τα σταφύλια σκάνε, τα πεπόνια ανοίγουν με ένα άγγιγμα». Ωστόσο δεκαοκτώ μέρες μετά ξαναγράφει στον Γουίνταμ, αυτήν τη φορά σχεδόν τηλεγραφικά: «Ο Τζακ έσωσε ένα γατάκι που κάποιοι άκαρδοι άνθρωποι είχαν ρίξει στη θάλασσα και το έκανε να ζήσει – ένα θαύμα!». Οι επιστολές περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Τρούμαν Καπότε: Η αλληλογραφία του» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Μ. Γκανά).
Διαβάστε ακόμα: Το ελληνικό καλοκαίρι των Καβάφη, Ντελίλο, Καπότε και Λε Κορμπυζιέ (μέρος Α’)
Η αυτογνωσία του Λίβι
Οπως και για άλλους επισκέπτες, η Ελλάδα ήταν για τον Λίβι τόπος αυτογνωσίας. Κατά την παραμονή του προσέκρουσε αρκετές φορές στην καθημερινότητα η οποία διέφερε αρκετά από τις προσδοκίες που είχε όταν ξεκινούσε το ταξίδι. Η μεγαλύτερη απογοήτευσή του ήταν η περίοδος της χούντας την οποία έζησε. Στις ανέμελες καλοκαιρινές του εμπειρίες συγκαταλέγεται η επαφή του με την ελληνική κουζίνα: «Μου ταιριάζει η τροφή της Μεσογείου. Τα χωράφια μύριζαν ρίγανη και τα βουνά τσάι. Μου άρεσε το τυρί και το κρασί και τα φρέσκα αυγά, και πεινούσα. Μου άρεσαν τα μπαρμπούνια και ο χυμός του λεμονιού και τα καλαμαράκια και το χταπόδι αλλά και το γουρουνόπουλο γάλακτος. Επινα μπόλικη ρετσίνα για να μάθω την κλίμακα της διαφοράς ανάμεσα στην καλύτερη, που είναι φρέσκια και ορεκτική και νόστιμη, και στη χειρότερη, που είναι σαν μπογιά από το πλοίο των Βαλκανικών πολέμων του 1912».
Τα χρόνια που έμεινε στην Ελλάδα ταξίδεψε σε πολλές περιοχές, μεταξύ των οποίων και η Μονεμβασιά: «Κοιμόμουν στη βενετσιάνικη προκυμαία, κολυμπούσα συνέχεια, μάθαινα να ξεχωρίζω το ένα κρασί από το άλλο, συνήθιζα το κόλιαντρο στον καφέ, σκαρφάλωνα εδώ και εκεί στον βράχο. Η θάλασσα ήταν βαθιά μπλε, ο ήλιος μπρούτζινος και ο θόρυβος των κυμάτων ερχόταν από διάφορες κατευθύνσεις μεμιάς».
Τα μελτέμια του Αυγούστου
«Για πολύ καιρό κρατήθηκα μακριά απ’ την Ακρόπολη. Με φόβιζε, θαρρείς, αυτός ο σοβαρός και σιωπηλός βράχος. Προτιμούσα να περιδιαβάζω στη σύγχρονη πόλη, ανοργάνωτη, βοερή. Το βάρος και η σπουδαιότητα αυτών των λαξεμένων μαρμάρων υπόσχονταν να κάνουν τη γνωριμία πολύ περίπλοκη. Τόσο πολλά συγκλίνουν εκεί πάνω. Είναι αυτά που διασώσαμε απ’ την παραφροσύνη. Ομορφιά, αξιοπρέπεια, τάξη, αναλογία. Είναι ηθικό το καθήκον που σε δένει με μια τέτοια επίσκεψη. […] Ωστόσο εγώ όλο και ανέβαλλα την επίσκεψη. Τα ερείπια ορθώνονταν πάνω απ’ το κυκλοφοριακό βουητό της πολιτείας, σαν ένα μνημείο καταδικασμένο στην απαντοχή» γράφει στο βιβλίο.
Από τα «Ονόματα» ξεχωρίζουμε και το παρακάτω απόσπασμα, μια ανάσα δροσιάς σε ένα καλοκαίρι που η θερμοκρασία χτύπησε αρκετές φορές κόκκινο. «Πήρα ένα καράβι που ύστερα από δυο σκάλες έπιασε στον Κούρο. Ενα άσημο κυκλαδίτικο νησί. Η γυναίκα μου κι ο γιος μου ζούσαν εκεί σ’ ένα μικρό άσπρο σπίτι με γεράνια μέσα σε άδειους τενεκέδες λαδιού στην άκρη της στέγης του. […] Το μελτέμι άρχισε να φυσομανά, τούτος ο βασανιστικός άνεμος του καλοκαιριού. Ασπρο το νερό, άστραφτε στο πέλαγος. […] Η πρώτη αντάρα του ανέμου έφθασε κατρακυλώντας μέσα στο απομεσήμερο, κύματα κάποιας απόμακρης, άγριας ορμής, κάνοντας το πάτωμα να τρέμει ελαφρά. Οι ξύλινες κάσες των παραθύρων να τρίζουν κι η σκόνη απ’ τους σοβάδες στα ενδιάμεσα των τοίχων να κυλά ψιθυριστά κι ανήσυχα».