Αναζητώντας θερινές εικόνες μέσα από τις περιγραφές σπουδαίων της γραφής που ύμνησαν το ελληνικό καλοκαίρι, το μαργαριταρένιο τιρκουάζ και το βαθύ μπλε της θάλασσας, τα μελτέμια, την ομορφιά και την αναλογία της Ακρόπολης.
Η πολυτάραχη ζωή του Ζαν Ζενέ περιλαμβάνει και ένα διάστημα, από το 1957 έως το 1960, κατά το οποίο είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα. Σε συνέντευξή του το 1981 είχε μιλήσει για την περίοδο αυτή, την οποία θυμόταν με τρυφερότητα. «Τα τέσσερα χρόνια που πέρασα στην Ελλάδα ήταν ασφαλώς τα τέσσερα πιο ηλιόλουστα χρόνια της ζωής μου. Ανακατεμένα με σκοτάδι.
Στην περίπτωση αυτή σκοτάδι ήταν αν θέλετε το σκοτάδι των χαμάμ, το σκοτάδι των κινηματογράφων με τη φανταρία, κάτι φαντάρους αληθινά πολύ θεριακωμένους. Αγάπησα την Ελλάδα και για έναν άλλο λόγο που θα σας πω. Ηταν και είναι η μόνη χώρα στον κόσμο όπου ο λαός λάτρεψε, τίμησε τους θεούς του και συνάμα τους χλεύασε. […] Οι Ελληνες διακωμώδησαν τους εαυτούς τους και ταυτόχρονα τους θεούς τους. Αυτό το βρίσκω καταπληκτικό» λέει στο κείμενο που περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο «Σελίδες για την Ελλάδα του 20ού αιώνα» (εκδ. Ολκός, μτφρ. Β. Μέντζου)
Ο Καπότε στην Πάρο
Το καλοκαίρι του 1958 ο Τρούμαν Καπότε μόλις είχε ολοκληρώσει το «Πρόγευμα στο Τίφανις» και είχε συμφωνήσει τη δημοσίευσή του στο τεύχος Ιουλίου του περιοδικού «Bazaar». Ψάχνοντας να κλείσει σπίτι σε ελληνικό νησί μαζί με τον σύντροφό του Τζακ Ντάνφι κατέληξε στην Πάρο και τη Βίλα Μελτέμι στην Παροικιά. Από εκεί έστελνε γράμματα στους φίλους του μακαρίζοντας την τύχη του για τον τόπο που τον φιλοξενούσε. «Ποτέ κανένα μέρος δεν μας άρεσε περισσότερο. Απόλυτα όμορφο. Μόνο ήλιος, θάλασσα και ηρεμία. Ούτε ένας τουρίστας. Η πόλη είναι κάτασπρη –με μπλε αυλές και τοίχους καλυμμένους με αναρριχητικά φυτά και βεράντες που για σκεπή έχουν κληματαριές– σαν μια καθαρή κοραλλένια Κάσμπα. Και είναι δροσερά. Καμιά φορά βάζει και λίγη ψύχρα – κοιμόμαστε με κουβέρτα. Το φαγητό είναι αρκετά καλό, τα κρασιά υπέροχα» γράφει τον Ιούνιο στον Βρετανό φωτογράφο, ζωγράφο και σχεδιαστή μόδας Σέσιλ Μπίτον.
Ενα μήνα μετά, σε επιστολή του προς τον Αμερικανό κριτικό λογοτεχνίας Νιούτον Αρβιν, περιγράφει την παριανή διασκέδαση: «Εδώ στα νησιά οι άντρες χορεύουν μαζί – δεν βλέπεις ποτέ γυναίκα στις ταβέρνες. Ολα εντελώς αθώα ωστόσο – ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Αλλά η Αθήνα! Δεν
μπορείς να περπατήσεις ένα τετράγωνο χωρίς να σου την πέσουν δέκα φορές!». Στις 10 Αυγούστου γράφει στον Αμερικανό μυθιστοριογράφο και βιογράφο Ντόλαντ Γουίνταμ: «Το καλοκαίρι βρίσκεται στο απόγειό του εδώ – τα σύκα είναι ώριμα, τα σταφύλια σκάνε, τα πεπόνια ανοίγουν με ένα άγγιγμα». Ωστόσο δεκαοκτώ μέρες μετά ξαναγράφει στον Γουίνταμ, αυτήν τη φορά σχεδόν τηλεγραφικά: «Ο Τζακ έσωσε ένα γατάκι που κάποιοι άκαρδοι άνθρωποι είχαν ρίξει στη θάλασσα και το έκανε να ζήσει – ένα θαύμα!». Οι επιστολές περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Τρούμαν Καπότε: Η αλληλογραφία του» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Μ. Γκανά).
Διαβάστε ακόμα: Το ελληνικό καλοκαίρι των Καβάφη, Ντελίλο, Καπότε και Λε Κορμπυζιέ (μέρος Α’)
Η αυτογνωσία του Λίβι
Ο Πίτερ Λίβι, συγγραφέας, κλασικός φιλόλογος και καθηγητής Ποίησης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα το 1963 με στόχο να ακολουθήσει βήμα προς βήμα την ιστορική διαδρομή του Παυσανία, το έργο του οποίου μετέφρασε στα αγγλικά. «Οταν πρωτοπήγα στην Ελλάδα νόμιζα πως ανακάλυπτα τα πάντα με μιας, πέντε πράγματα τη μέρα. Η πείνα μου για τα μνημεία της αρχαιότητας, τα μουσεία, τους ανθρώπους, το φως και τη σκιά, για τα βουνά, τα δάση, τα νησιά και τις θάλασσες, μου φαινόταν αχόρταγη. […] Ηταν το φως, το φυσικό φως του ήλιου, ήταν οι βουνοπλαγιές μυρωμένες από θυμάρι και οι πεδιάδες με τα καψαλισμένα αγκάθια. Ηταν τα συντρίμμια των μαρμάρινων αρχιτεκτονημάτων. Ηταν η άνοιξη στην Πύλο και στο Σούνιο και τα βουνά της Κρήτης. Ηταν οι καρβουνιάρηδες στα πευκοδάση και τα γαϊδούρια και οι κατσίκες και οι ανεμώνες στα λιοστάσια. Ηταν το φθινόπωρο στην Ολυμπία, ο χειμώνας στα βουνά της Αρκαδίας, κάθε χρόνο η χιονοστιβάδα από αγριοκυκλάμινα στο λόφο του Κρόνου. Μα πάνω απ’ όλα ήταν οι άνθρωποι» γράφει στον «Λόφο του Κρόνου» (Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, μτφρ. Αντ. Μακρυδημήτρης).
Οπως και για άλλους επισκέπτες, η Ελλάδα ήταν για τον Λίβι τόπος αυτογνωσίας. Κατά την παραμονή του προσέκρουσε αρκετές φορές στην καθημερινότητα η οποία διέφερε αρκετά από τις προσδοκίες που είχε όταν ξεκινούσε το ταξίδι. Η μεγαλύτερη απογοήτευσή του ήταν η περίοδος της χούντας την οποία έζησε. Στις ανέμελες καλοκαιρινές του εμπειρίες συγκαταλέγεται η επαφή του με την ελληνική κουζίνα: «Μου ταιριάζει η τροφή της Μεσογείου. Τα χωράφια μύριζαν ρίγανη και τα βουνά τσάι. Μου άρεσε το τυρί και το κρασί και τα φρέσκα αυγά, και πεινούσα. Μου άρεσαν τα μπαρμπούνια και ο χυμός του λεμονιού και τα καλαμαράκια και το χταπόδι αλλά και το γουρουνόπουλο γάλακτος. Επινα μπόλικη ρετσίνα για να μάθω την κλίμακα της διαφοράς ανάμεσα στην καλύτερη, που είναι φρέσκια και ορεκτική και νόστιμη, και στη χειρότερη, που είναι σαν μπογιά από το πλοίο των Βαλκανικών πολέμων του 1912».
Τα χρόνια που έμεινε στην Ελλάδα ταξίδεψε σε πολλές περιοχές, μεταξύ των οποίων και η Μονεμβασιά: «Κοιμόμουν στη βενετσιάνικη προκυμαία, κολυμπούσα συνέχεια, μάθαινα να ξεχωρίζω το ένα κρασί από το άλλο, συνήθιζα το κόλιαντρο στον καφέ, σκαρφάλωνα εδώ και εκεί στον βράχο. Η θάλασσα ήταν βαθιά μπλε, ο ήλιος μπρούτζινος και ο θόρυβος των κυμάτων ερχόταν από διάφορες κατευθύνσεις μεμιάς».
Τα μελτέμια του Αυγούστου
Το 1978 ο Ντον Ντελίλο έλαβε την υποτροφία Guggenheim Fellowship, με τα χρήματα της οποίας ταξίδεψε στη Μέση Ανατολή και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Από το 1979 και για τρία χρόνια ζούσε στο Κολωνάκι. Κατά την παραμονή του εδώ ο Αμερικανός συγγραφέας έγραψε το έβδομο μυθιστόρημά του «Τα ονόματα» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, μτφρ. Ν. Παπαγιάννη), στο οποίο η Ελλάδα γίνεται το σταυροδρόμι συνάντησης διάφορων ανθρώπων. Η χώρα άσκησε βαθιά επιρροή στην προσωπικότητα και τη γραφή του Ντελίλο, όπως ανέφερε σε αρκετές μεταγενέστερες συνεντεύξεις του.
«Για πολύ καιρό κρατήθηκα μακριά απ’ την Ακρόπολη. Με φόβιζε, θαρρείς, αυτός ο σοβαρός και σιωπηλός βράχος. Προτιμούσα να περιδιαβάζω στη σύγχρονη πόλη, ανοργάνωτη, βοερή. Το βάρος και η σπουδαιότητα αυτών των λαξεμένων μαρμάρων υπόσχονταν να κάνουν τη γνωριμία πολύ περίπλοκη. Τόσο πολλά συγκλίνουν εκεί πάνω. Είναι αυτά που διασώσαμε απ’ την παραφροσύνη. Ομορφιά, αξιοπρέπεια, τάξη, αναλογία. Είναι ηθικό το καθήκον που σε δένει με μια τέτοια επίσκεψη. […] Ωστόσο εγώ όλο και ανέβαλλα την επίσκεψη. Τα ερείπια ορθώνονταν πάνω απ’ το κυκλοφοριακό βουητό της πολιτείας, σαν ένα μνημείο καταδικασμένο στην απαντοχή» γράφει στο βιβλίο.
Από τα «Ονόματα» ξεχωρίζουμε και το παρακάτω απόσπασμα, μια ανάσα δροσιάς σε ένα καλοκαίρι που η θερμοκρασία χτύπησε αρκετές φορές κόκκινο. «Πήρα ένα καράβι που ύστερα από δυο σκάλες έπιασε στον Κούρο. Ενα άσημο κυκλαδίτικο νησί. Η γυναίκα μου κι ο γιος μου ζούσαν εκεί σ’ ένα μικρό άσπρο σπίτι με γεράνια μέσα σε άδειους τενεκέδες λαδιού στην άκρη της στέγης του. […] Το μελτέμι άρχισε να φυσομανά, τούτος ο βασανιστικός άνεμος του καλοκαιριού. Ασπρο το νερό, άστραφτε στο πέλαγος. […] Η πρώτη αντάρα του ανέμου έφθασε κατρακυλώντας μέσα στο απομεσήμερο, κύματα κάποιας απόμακρης, άγριας ορμής, κάνοντας το πάτωμα να τρέμει ελαφρά. Οι ξύλινες κάσες των παραθύρων να τρίζουν κι η σκόνη απ’ τους σοβάδες στα ενδιάμεσα των τοίχων να κυλά ψιθυριστά κι ανήσυχα».