Το ελληνικό καλοκαίρι των Καβάφη, Ντελίλο, Καπότε και Λε Κορμπυζιέ (μέρος Α’)

Το ελληνικό καλοκαίρι των Καβάφη, Ντελίλο, Καπότε και Λε Κορμπυζιέ (μέρος Α’)

Αναζητώντας θερινές εικόνες μέσα από τις περιγραφές σπουδαίων της γραφής που ύμνησαν το ελληνικό καλοκαίρι, το μαργαριταρένιο τιρκουάζ και το βαθύ μπλε της θάλασσας, τα μελτέμια, την ομορφιά και την αναλογία της Ακρόπολης.

Τα τελευταία χρόνια η Αθήνα μετατρέπεται σε ένα τεράστιο Airbnb, οι γειτονιές χάνουν τα μπακάλικα, τους φούρνους και τα τσαγκάρικά τους και στη θέση τους ανοίγουν καφέ και μπαρ, η Σαντορίνη βουλιάζει από τουρίστες κρουαζιέρας που θέλουν να φωτογραφήσουν το ηλιοβασίλεμα. Τι είναι πλέον το περίφημο ελληνικό καλοκαίρι και ποιοι το χαίρονται;

Με αυτές τις σκέψεις αναζητήσαμε καλοκαιρινές εικόνες της Ελλάδας του 20ού αιώνα μέσα από τα κείμενα επισκεπτών. Πώς ήταν η θερινή ραστώνη του Λόρενς Ντάρελ και του Χένρι Μίλερ στην Κέρκυρα και πώς είδε για πρώτη φορά το θέατρο της Επιδαύρου ο Ζακ Λακαριέρ;

Ο Κ.Π. Καβάφης ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 1901. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, που διήρκεσε από τις 13 Ιουνίου έως τις 5 Αυγούστου, ο 38άχρονος ποιητής σημείωνε καθημερινά στα αγγλικά τις εντυπώσεις του στο ημερολόγιό του. Στο βιβλίο «Το πρώτο μου ταξίδι στην Ελλάδα» (εκδ. Πατάκη, μτφρ. Χ. Βλαβιανός) που μόλις κυκλοφόρησε μαθαίνουμε ότι ο Καβάφης ξεκίνησε από την Αλεξάνδρεια με τον αδερφό του Αλέξανδρο με το ατμόπλοιο «El Kahira». Αναγκάστηκαν να αποβιβαστούν στη Δήλο, όπου πέρασαν δύο μέρες σε καραντίνα προς αποφυγή μετάδοσης της επιδημίας πανώλης που θέριζε εκείνη την εποχή. Επειτα από αυτή την ταλαιπωρία, που έγινε μεγαλύτερη λόγω ζέστης, έφτασαν στον Πειραιά.

«Η είσοδος στο λιμάνι είναι υπέροχη. Ο ίδιος ο Πειραιάς είναι μια πολύ όμορφη μικρή πόλη. Ανεβήκαμε με αυτοκίνητο στην Αθήνα, διαδρομή που διαρκεί 3/4 της ώρας. Ωραίο θέαμα. Οι μενεξεδένιοι λόφοι στο βάθος είναι μαγευτικοί» γράφει ο Καβάφης. Χωρίς να χάνει χρόνο βγαίνει στους δρόμους της Αθήνας, την οποία βρίσκει πολύ όμορφη. Μεταξύ των περιπάτων στο κέντρο, το Φάληρο και στην Κηφισιά επισκέπτεται μαζί με τον αδερφό του την Ακρόπολη. «Είδα τον Παρθενώνα, το Ερέχθειο, τα Προπύλαια, τη θέα των Αθηνών από την Ακρόπολη, το Μουσείο της Ακρόπολης. Θεσπέσια, θεσπέσια!». Μόνο μειονέκτημα βρίσκει την έλλειψη σκιάς στους δρόμους, λόγω του πλάτους και του χαμηλού ύψους των σπιτιών, και όπως σημειώνει: «Είναι αδύνατον να κυκλοφορεί κανείς πεζή κάτω από τον δυνατό ήλιο του Ιουνίου μεταξύ 10 π.μ. και, φαντάζομαι, 5 μ.μ.».

Η περιήγηση του Φέρμορ

Τριάντα δύο χρόνια μετά ο 18άχρονος Πάτρικ Λι Φέρμορ ξεκίνησε να διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Το ταξίδι του Βρετανού ταξιδιώτη συνεχίστηκε στις περιοχές των Σαρακατσάνων, στα μοναστήρια των Μετεώρων και τα χωριά των Κραβάρων. Οι πολύτιμες καταγραφές του για τη σύγκρουση αρχαίου και σύγχρονου κόσμου στον ελλαδικό χώρο, τη μοναστική ζωή καθώς και την καθημερινότητα και τις τελετές των Σαρακατσάνων περιλαμβάνονται στο βιβλίο «Ρούμελη» (Μεταίχμιο, μτφρ. Μιχ. Μακρόπουλος), το οποίο εκδόθηκε το 1966 και μαζί με τη «Μάνη» του συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα βιβλία ταξιδιωτικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

Στη «Ρούμελη» διαβάζουμε: «Οι Σαρακατσάνοι με γέμιζαν ανέκαθεν με δέος. Τους πρωτοείδα χρόνια πριν, όταν διέσχιζα πεζός τη Βουλγαρία με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. […] Ταξιδεύοντας στην ελληνική Μακεδονία την επόμενη χρονιά, τους είδα ξανά και ξανά, και μέχρι που έμεινα μια νύχτα σε μια από κείνες τις καλύβες τους τις γεμάτες καπνό. Αργότερα τους συνάντησα πολλές φορές, παντού στη βόρεια Ελλάδα: στους κάμπους τον χειμώνα και στα βουνά το καλοκαίρι». Γοητεύεται από εκείνους και ζει μαζί τους στον κόσμο των παγανών, των ξωτικών, των πνευμάτων, των λυκάνθρωπων. Μεταξύ των εύστοχων παρατηρήσεών του και αυτή: «Η έκλειψη της Ρωμιοσύνης θα συμπαρασύρει μερικούς παλιούς κακούς τρόπους αλλά και πολλά πολύτιμα και σεβαστά. Υπάρχει κάτι πατερναλιστικό και άδικο στην αντίδραση εναντίον της. Διεκδικεί ό,τι είναι ενάρετο στην αγροτική Ελλάδα κι ό,τι είναι οπισθοδρομικό, δεισιδαιμονικό, ανενδοίαστο, απαίδευτο ή άξεστο το τσουβαλιάζει στα ρωμαίικα πράγματα. Αυτό δημιουργεί μια άνοστη εικόνα της Ελλάδας, περιορίζοντας την αγροτική ζωή σε ακίνδυνο φολκλόρ και καταντώντας τον χωριάτη μια κούκλα εύζωνα».

Στη «Μάνη» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Μ. Μακρόπουλος) ο Φέρμορ περιδιαβαίνει τον πέτρινο και άνυδρο τόπο της νότιας Πελοποννήσου και αποτυπώνει εικόνες που δεν είχε την ευκαιρία να δει αλλού. Εντυπωσιάζεται από τη σκληράδα της φύσης, τη σιωπή των κατοίκων, ανατρέχει στη βυζαντινή ιστορία, στις ντόπιες παραδόσεις, μελετά τα νεκρικά έθιμα και προσπαθεί να κατανοήσει το έθιμο της βεντέτας μέσω του οποίου διευθετούνται οι διαφορές. «Το καθετί στην Ελλάδα σε απορροφά και σε ανταμείβει. Δεν υπάρχει βράχος ή ρυάκι δίχως μια μάχη ή έναν μύθο, ένα θαύμα ή μια ιστορία των χωρικών, μια δεισιδαιμονία» γράφει. Από αυτό το σπουδαίο βιβλίο ξεχωρίζουμε την περιγραφή της Καρδαμύλης. «Η αύρα από τον κόλπο τη δροσίζει το καλοκαίρι, το μεγάλο παραπέτασμα του Ταΰγετου εμποδίζει τους εισβολείς αγέρηδες απ’ τον βορρά και την ανατολή και καμία τραμουντάνα δεν την αγγίζει. Είναι σαν εκείνα τα περίκλειστα Ηλύσια Πεδία του κόσμου, όπου λέει ο Ομηρος ότι η ζωή είναι ευκολότερη για τους ανθρώπους· όπου καθόλου χιόνι δεν πέφτει, κανένας δυνατός αέρας δεν φυσά, ούτε βρέχει, αλλά μονάχα ο μελωδικός δυτικός άνεμος φυσάει για πάντα από τη θάλασσα φέρνοντας δροσιά σ’ αυτούς που ζουν εκεί».

Ο Ντάρελ βρήκε τον εαυτό του

Το 1935 ο Λόρενς Ντάρελ είχε την ιδέα να μετακομίσει με τη σύζυγο και τη μητέρα του στην Κέρκυρα προκειμένου να αποφύγουν τον αγγλικό χειμώνα. Τα έξι χρόνια που έμεινε στο νησί ήταν καθοριστικά για την πορεία και την εξέλιξή του ως συγγραφέα. «Σε άλλες χώρες μπορεί ν’ ανακαλύψεις τοπία, παραδόσεις κι έθιμα· η Ελλάδα έχει κάτι σκληρότερο να σου προσφέρει – την ανακάλυψη του εαυτού σου» εξομολογείται στη «Σπηλιά του Πρόσπερου» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Λ. Καλοβυρνάς), όπου σκιαγραφεί το πορτρέτο της Κέρκυρας, την οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μεταξύ των καλοκαιρινών εικόνων που αποτυπώνει είναι και αυτή: «Νύχτες μπλε, γεωμετρικές· φεγγάρι τρυφερό και πλάνο· ο θόλος τ’ ουρανού σαν αποτύπωμα αγκαλιάς την ώρα που ανατέλλει η σελήνη – λες κι αναβλύζει από τα στήθια σου, τόσο αγνή και λαμπερή. Κι αν καθίσεις να την αγναντέψεις για ώρα και σιγά σιγά παγώσεις, οι ανθρώπινες διαστάσεις του κόσμου σου επιβεβαιώνονται μεμιάς και πάλι».

Η αγάπη του Ντάρελ για την Κέρκυρα ξεχείλιζε στα γράμματα που έστελνε στον Χένρι Μίλερ, ο οποίος εκείνη την περίοδο ζούσε στο Παρίσι. Ετσι το καλοκαίρι του 1939, αψηφώντας τα μηνύματα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Αμερικανός συγγραφέας ταξίδεψε στην Ελλάδα φιλοξενούμενος του Ντάρελ. Κατά την παραμονή του συνδέθηκε με τον Κατσίμπαλη, τον Σεφέρη, τον Αντωνίου, τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα, τον Τσάτσο. Οι εμπειρίες του από εκείνη την περίοδο περικλείονται στον «Κολοσσό του Μαρουσιού» (Μεταίχμιο, μτφρ. Ι. Καρατζαφέρη) που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1941.

Η παραμονή του στην Κέρκυρα ήταν περίοδος στην οποία ήρθε σε επαφή με τον κόσμο με τρόπο που δεν του είχε συμβεί μέχρι τότε. «Οι Ντάρελ κι εγώ κατασκηνώσαμε σε μια αμμουδιά αντίκρυ στη θάλασσα. Εδώ ο χρόνος απουσίαζε εντελώς. Το πρωί μας ξυπνούσε ένας τρελός βοσκός που επέμενε να περνάει το ποίμνιό του πάνω από τα ξαπλωμένα μας κορμιά. Από έναν γκρεμό ακριβώς πίσω μας εμφανιζόταν ξαφνικά μια τρελή μάγισσα που τον καταριόταν. Κάθε πρωινό ήταν μια έκπληξη: ξυπνούσαμε από βελάσματα και κατάρες που τ’ ακολουθούσαν ξεσπάσματα από γέλια» αφηγείται.

Από τις πιο ωραίες περιγραφές του Μίλερ αποτελεί η επίσκεψη της παρέας στο σπίτι του Κατσίμπαλη στο Μαρούσι, όπου είχαν πάει για να θαυμάσουν τη δύση του ήλιου. «Για πρώτη φορά με τα ίδια μου τα μάτια απολάμβανα τη λαμπερότητα του αττικού τοπίου, παρατηρώντας με όλο και μεγαλύτερη χαρά πως εδώ κι εκεί πάνω στο γυμνό καφετί λιβάδι, ανάμεσα σε ανώμαλους και εκκεντρικούς όγκους, άνδρες και γυναίκες, μόνες, έρημες φιγούρες, περιφέρονταν στο καθαρό φως που έσβηνε. Και για κάποιο λόγο μου φάνηκαν ατόφια ελληνικές, καθώς περπατούσαν όπως κανένας άλλος λαός δεν περπατάει, κόβοντας ξεκάθαρα μοτίβα με τους αιθέριους ελιγμούς τους, μοτίβα παρόμοια με αυτά που είχα δει νωρίτερα εκείνη την ημέρα σε αγγεία στο μουσείο».

Ανθρώπινη κλίμακα

Το καλοκαίρι του 1939 ταξίδεψε στην Ελλάδα και ο Λε Κορμπυζιέ. Οι παρατηρήσεις του στα «Κείμενα για την Ελλάδα» (εκδ. Αγρα, μτφρ. Λ. Παλλαντίου) είναι πολύτιμες. «Τα σπίτια των ανθρώπων –χτισμένα από ποιον άραγε;– είναι διαφορετικά στα διάφορα σημεία της Ελλάδας, στην Ηπειρο, στη Μακεδονία, στην Αττική ή στα νησιά. […] Από τα ελληνικά χωριά και τα σπίτια τους, ο άνθρωπος παίρνει ένα μάθημα αρμονίας που τον εδραιώνει, αυτόν και τη σκέψη του, στη σοφία ή στην απορρύθμισή του. Εδώ η αρμονία. Εδώ η ανθρώπινη κλίμακα. Πρέπει να ξαναβρούμε τις ζωντανές συνθήκες των πράξεών μας· και τότε θα τις εκφράσουν τα σπίτια και οι πόλεις μας» γράφει ο κορυφαίος αρχιτέκτονας.

Ο Ζακ Λακαριέρ επίσης αγάπησε βαθιά τη χώρα μας. Την ονειρευόταν όταν ήταν παιδί και τη γνώρισε από κοντά σε μια σειρά ταξιδιών από το 1947 έως το 1966. Στο «Ελληνικό καλοκαίρι» (εκδ. Χατζηνικολή, μτφρ. Ι. Δ. Χατζηνικολή) μεταφέρει τις εμπειρίες του από τον Αθω, την Επίδαυρο, τις Μυκήνες, την Αρκαδία, τους Δελφούς και τα νησιά. Αυτό που ίσως δεν είναι πολύ γνωστό για τον Γάλλο συγγραφέα και ελληνιστή είναι πως υπήρξε επί σειρά ετών και ερασιτέχνης ηθοποιός και έπαιξε δεκάδες φορές σε αρχαίες τραγωδίες. Στο βιβλίο θυμάται τη μέρα του 1947 όταν βρέθηκε στην Επίδαυρο με τον θίασο αρχαίου θεάτρου της Σορβόννης για να παίξουν Σοφοκλή και Αισχύλο.

Οπως εξομολογείται, το να παίξεις στην Επίδαυρο μέρα μεσημέρι μπροστά σε δέκα χιλιάδες θεατές είναι εμπειρία τρομακτική αλλά σωτήρια, που όλοι οι ηθοποιοί θα έπρεπε να δοκιμάσουν έστω μια φορά στη ζωή τους. «Οσα κι αν έχουμε μάθει στις πρόβες μας και τις παραστάσεις μας σε κλειστούς χώρους, θα σωριαστούν μέσα σ’ ένα λεπτό μπροστά σ’ αυτήν τη μεγάλη έκταση, τη γύμνια, τη στοιχειωμένη άβυσσο αυτού του θεάτρου και κυρίως μπροστά στα χιλιάδες τα μάτια που είναι στυλωμένα απάνω μας. […] Από την κορυφή του θεάτρου ο ηθοποιός φαίνεται μικροσκοπικός, περιορίζεται σε έναν χειρονομούντα “ομούνκουλο”. Από κάτω, η εντύπωση είναι ακόμα πιο σαφής. Οι κερκίδες φαίνονται ν’ απευθύνονται όχι προς ανθρώπινα όντα, αλλά στην πλάση ολόκληρη. Νιώθεις μυρμήγκι τη στιγμή που θα ’πρεπε να γενείς γίγας. Και αυτή την αλλαγή ποιος μπορεί να μας τη διδάξει;».

Οι Σπέτσες του Φόουλς

Ο «Μάγος» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, μτφρ. Φ. Ταμβακάκης) του Τζον Φόουλς διατηρεί αναλλοίωτη στον χρόνο την ικανότητα να δημιουργεί βαθιά συγκίνηση με τις γλαφυρές περιγραφές και το υπερφυσικό και ψυχολογικό βάθος στο οποίο καταδύεται η πένα του. Στο μυθιστόρημα ενηλικίωσης που ο Αγγλος συγγραφέας ξεκίνησε να γράφει στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και αναθεώρησε αρκετά χρόνια μετά παρακολουθούμε την ιστορία του εικοσιπεντάχρονου Νίκολας Ερφ ο οποίος φτάνει από την Αγγλία στη φανταστική νήσο Φράξο για να δουλέψει ως καθηγητής αγγλικών σε ένα σχολείο. Εκεί γνωρίζει έναν αινιγματικό άντρα ο οποίος θα τον κάνει να αμφισβητήσει τα όρια της λογικής. Η Φράξος είναι οι Σπέτσες, όπου ο ίδιος ο Φόουλς πέρασε σχεδόν δύο χρόνια (1951-53) ως καθηγητής αγγλικών στην Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή.

«Εφθασα πάλι στη ράχη. Η θάλασσα είχε ένα μαργαριταρένιο τιρκουάζ χρώμα, τα μακρινά βουνά ένα σταχτί μπλε στην άπνοη ζέστη. Ξεχώριζα την τρεμουλιαστή πράσινη κορώνα των πεύκων γύρω από το Μπουράνι. Ηταν σχεδόν μεσημέρι όταν ήρθα από τα δέντρα στα βότσαλα της παραλίας με το εκκλησάκι. Ηταν έρημη. […] Πέρα, μακριά κατά το νοτιά, ένα φαρδύ καΐκι πέρασε υπόκωφα σέρνοντας πίσω του έξι πυροφάνια, σαν αγριόπαπια τα παπιά της. Το κύμα που άνοιγε η πλώρη έκανε σκούρες πτυχές με ιριδισμούς στη βουτυρένια γαλανή επιφάνεια της θάλασσας, και αυτό ήταν όλο το απομεινάρι του πολιτισμού όταν οι βάρκες εξαφανίστηκαν πίσω από τη δυτική στεριά» γράφει ο Φόουλς στον «Μάγο», ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα.

Από το Λονδίνο στο Αιγαίο

Η Τσάρμιαν Κλιφτ ζούσε με τον επίσης συγγραφέα σύζυγό της Τζορτζ Τζόνστον στο μεταπολεμικό Λονδίνο όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 πήραν τα παιδιά και τις γραφομηχανές τους και αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή σε έναν τόπο πιο φωτεινό. Η πρώτη τους απόπειρα να ζήσουν στην Ελλάδα ήταν στην Κάλυμνο, ένα μέρος δύσκολο και φτωχικό που συχνά θρηνούσε για τους σφουγγαράδες που χάνονταν στα βάθη της θάλασσας. «Φτάσαμε στην Κάλυμνο πάνω στο μικρό γκρίζο καΐκι Αγγελικώ, καβατζάροντας το ακρωτήρι της Χαλής μ’ έναν δυνατό πουνέντη να φυσάει μανιασμένος από τα δυτικά, ένα μαύρο μπαλωμένο τριγωνικό πανί να χτυπάει πάνω από τα κεφάλια μας και το σκαρί γεμάτο γαλοπούλες και μανταρίνια, στάμνες και κοφίνια και τις αναπόφευκτες μαυροφορεμένες γριές που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του σκηνικού πάνω σε κάθε αιγαιοπελαγίτικο καΐκι» περιγράφει.

Εκεί έμειναν οκτώ μήνες, από τον Δεκέμβριο του 1954 ως τον Ιούλιο του 1955, και σε αυτό το διάστημα προέκυψε το «Τραγούδι της γοργόνας» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Φ. Πίπη). Η Αυστραλιανή συγγραφέας, η οποία ήταν στην πρώτη γραμμή του κύματος του φεμινισμού που αναδύθηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μοιράζεται τις εικόνες που αντικρίζει στο νησί και παρόλο που δεν βρήκε εκεί τον παράδεισο που ονειρευόταν, δέθηκε με τον τόπο για πάντα και αγάπησε το ελληνικό καλοκαίρι: «Και τώρα έχουμε μεταμορφωθεί. Τα σώματά μας, απελευθερωμένα από το βάρος τους, ρέουν μέσα στη χρυσαφένια πατίνα, στον πρασινωπό χρυσό, στις πιτσίλες του ήλιου και στις σπηλαιώδεις σκιές. Τα μαλλιά μας χείμαρροι μέσα στο ηλιοθάλασσο, τα κορμιά μας, το ένα πίσω απ’ το άλλο, υγρές, καφετιές μονοκοντυλιές που λικνίζονται πάνω από τα φύκια και την άμμο. Μόνο η πνιγηρή ανάγκη των δίχως βράγχια σωμάτων μας μας ωθεί στην αστραφτερή από τον ήλιο επιφάνεια που κυματίζει από πάνω μας και σε λίγο επιπλέουμε για να πάρουμε ανάσα».

Η ελληνική περιπέτεια της Κλιφτ συνεχίζεται στην Υδρα όπου μετακομίζει με την οικογένειά της στις αρχές του 1956. Εκεί μαζί με τον Λέοναρντ Κοέν, τον Αξελ Γένσεν και άλλους επισκέπτες θα δημιουργήσουν μια ομάδα ανθρώπων που θα αφήσει ιστορία στο νησί. Από το βιβλίο της «Καθάρισέ μου έναν λωτό» (εκδ. Μεταίχμιο, μτφρ. Φ. Πίπη) στο οποίο γράφει για την παραμονή της εκεί «κλέβουμε» εικόνες του Αυγούστου: «Και μέρα με τη μέρα η ζέστη δυναμώνει. […] Πέτρα και άσφαλτος, τοίχοι και βράχια έχουν ποτίσει από τον ήλιο. Στο σκοτάδι ολόκληρη η Χώρα λαμπυρίζει στο φόντο των άνυδρων μαύρων βουνών σαν σκόρπια στοίβα από ξασπρισμένα κόκαλα».

Διαβάστε εδώ το δεύτερο μέρος

Ετικέτες

Documento Newsletter