Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο πρέπει να στηριχτεί – τώρα περισσότερο από ποτέ

Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο πρέπει να στηριχτεί – τώρα περισσότερο από ποτέ

Σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας έκθεσης του Center for World University Rankings (https://cwur.org/2023. php), ενός από τους πλέον αναγνωρισμένους και φερέγγυους οργανισμούς διεθνούς κατάταξης των πανεπιστημίων, τα ελληνικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα κατατάσσονται μεταξύ του ανώτατου (καλύτερου) 1,4% (Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και του 9,5% (Πολυτεχνείο Κρήτης).

Με άλλα λόγια, τα πανεπιστήμιά μας, τα οποία ως γνωστόν είναι δημόσια, εξαρτώνται –αν και αυτοδιοίκητα– σε πολύ μεγάλο βαθμό τόσο χρηματοδοτικά όσο και ρυθμιστικά από το κράτος, παραμένουν διαχρονικά υποστελεχωμένα, κυρίως σε διοικητικό προσωπικό, και λοιδορούνται τακτικά από επίσημα και μη χείλη σαν άντρα ανομίας κ.λπ. Αυτά λοιπόν τα πανεπιστήμια ανήκουν στο φάσμα του ανώτατου 1,5-9,5% των καλύτερων ακαδημαϊκών ιδρυμάτων του κόσμου. Και αυτή η κατάταξη πραγματοποιείται από ένα διεθνή φορέα, ανεξάρτητο και ανεπηρέαστο από τα εγχώρια δεδομένα και τους αντίστοιχους θεσμούς. Για την ιστορία, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο έχω την τιμή να διοικώ με επιλογή της κοινότητάς του, ανήκει στο 8,3% των καλύτερων πανεπιστημίων του κόσμου, σύμφωνα με την ίδια κατάταξη.

Αν εγκύψει κάποιος στα αναλυτικά στοιχεία των ετήσιων εκθέσεων επιδόσεων κάθε πανεπιστημίου της χώρας, η υποβολή των οποίων από τις αντίστοιχες Μονάδες Διασφάλισης Ποιότητας κάθε ΑΕΙ είναι υποχρεωτική, θα διαπιστώσει ότι από τις πέντε βασικές ομάδες κριτηρίων αξιολόγησης της επίδοσης το ελληνικό πανεπιστήμιο υπερέχει σημαντικά στην Ενότητα Β: Αριστεία στην έρευνα και επιδόσεις του επιστημονικού προσωπικού. Με απλά λόγια, τα ελληνικά πανεπιστήμια αποτελούν κατεξοχήν χώρους πραγματοποίησης έρευνας, τμήμα της οποίας μεταλαμπαδεύεται ως γνώση αιχμής στους φοιτητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων.

Ακόμη περισσότερο, τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύονται σε διεθνή περιοδικά ευρύτατης αναγνώρισης, καθιστώντας τον ελληνικό επιστημονικό κόσμο γνωστό σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Αυτό έχει πρόσθετο αποτέλεσμα τη σύναψη στρατηγικών συμμαχιών με ακαδημαϊκούς εταίρους από άλλες χώρες και την επιτυχή διεκδίκηση χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων κυρίως από πηγές εκτός Ελλάδας και χωρίς την επιβάρυνση του Ελληνα φορολογουμένου. Σε ποσοτικούς όρους, η χρηματοδότηση αυτή είναι πολύ μεγαλύτερη από την κρατική επιδότηση. Για παράδειγμα, για το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο υπερβαίνει το διπλάσιο, ακόμη κι αν συνυπολογιστεί το κόστος μισθοδοσίας του τακτικού προσωπικού από τον κρατικό προϋπολογισμό. Με τον τρόπο αυτό και χάρη στη διαρκή και άοκνη προσπάθεια των καθηγητών και των ερευνητών μας δημιουργούνται εκείνες οι συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν τη συνέχιση παροχής εκπαιδευτικού έργου υψηλής ποιότητας, την κάλυψη έκτακτων αναγκών (π.χ. συντηρήσεις, υποδομές, προσωπικό καθαριότητας), αλλά και τη δυνατότητα πρόσληψης έκτακτου επιστημονικού προσωπικού νέων ερευνητών για τουλάχιστον δυο τρία έτη και σε αναλογία ενός μόνιμου εργαζόμενου προς τρεις έως πέντε συμβασιούχους ερευνητές. Δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα ιδιωτικής επιχείρησης που να μπορεί να περηφανευτεί για αντίστοιχα αποτελέσματα στην καταπολέμηση της ανεργίας και μάλιστα προσφέροντας απασχόληση με πολύ καλές αμοιβές στο πλέον μορφωμένο και δυναμικό τμήμα της νέας γενιάς.

Παρά όμως τη θετική νότα που παρουσιάστηκε παραπάνω, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη βασική και εκπορευόμενη από το σύνταγμα υποχρέωση του κράτους να στηρίζει το δημόσιο πανεπιστήμιο, αναγνωρίζοντας έτσι την παιδεία και ειδικότερα την τριτοβάθμια εκπαίδευση τόσο ως ένα από τα βασικότερα κοινωνικά αγαθά (ισότιμο της υγείας και της ασφάλειας) όσο και ως μηχανισμό δημιουργίας ευκαιριών για κοινωνική εξέλιξη και βελτίωση των όρων της ίδιας ζωής. Πέρα λοιπόν από τους δείκτες και τις κατατάξεις, το δημόσιο πανεπιστήμιο αποτελεί έναν από τους θεσμικούς έμμεσους εγγυητές της δημοκρατικής διάρθρωσης της κοινωνίας μας και πολλαπλασιαστικό παράγοντα ευημερίας. Ενας αρχικός διπλασιασμός της τακτικής χρηματοδότησης των ΑΕΙ της χώρας έτσι ώστε να εξισωθούν με το αντίστοιχο ύψος των συνολικά χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων από άλλες πηγές (Ευρωπαϊκή Ενωση, διεθνείς οργανισμοί, επιχειρήσεις κ.ά.) θα επιτρέψει τη ριζική αναβάθμιση των υποδομών των πανεπιστημίων, τη βελτίωση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και την ελκυστικότητά τους σε διεθνές επίπεδο, καθιστώντας τα φάρους γνώσης όπως και κατά την αρχαιότητα. Θα αποτελέσει, τέλος, την ηθική επιβράβευση των χιλιάδων επιστημόνων οι οποίοι προτίμησαν να μείνουν και να εργαστούν στην πατρίδα παρά τις αντίξοες συνθήκες, ενάντια στο ρεύμα της διαφυγής εγκεφάλων στο εξωτερικό.

*Ο Σπύρος Κίντζιος είναι πρύτανης του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών

Documento Newsletter