Το ελληνικό χρέος σε μυστική συνάντηση στη Φρανκφούρτη

Το ελληνικό χρέος σε μυστική συνάντηση στη Φρανκφούρτη

Στην παραδοχή ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και η ελάφρυνσή του αποτελεί μονόδρομο προκειμένου η χώρα να σταθεί στα πόδια της και να βγει στις αγορές προχώρησαν εμπειρογνώμονες, πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της τρόικας και του ΔΝΤ και αξιωματούχοι του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών σε κλειστή συζήτηση στη Φρανκφούρτη.

Σύμφωνα με εμπιστευτική έκθεση που έφτασε στο Μέγαρο Μαξίμου, συζητήθηκε εκτενώς το ελληνικό χρέος στη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 2-3 Μαρτίου 2017 από το Ιδρυμα Βέρνερ Ράιμερς (WRS) και το Policy Center Sustainable Architecture for Finance in Europe του Πανεπιστημίου Γκαίτε. Το ελληνικό χρέος του δημόσιου τομέα θεωρείται μη βιώσιμο από το ΔΝΤ και οριακά μη βιώσιμο από την Κομισιόν. Με βάση τις παραδοχές του ΔΝΤ, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους θα αποκατασταθεί το 2081. Μάλιστα ο ευρωβουλευτής του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) Γιάκομπ φον Βάιτσεκερ υποστήριξε ότι οι θεσμοί αθέτησαν τις αποφάσεις και τις υποσχέσεις τους για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους.

Η συμφωνία

«Η παραδοχή του ΔΝΤ ότι σε περίπτωση κατά την οποία η Ελλάδα θα κατέβαλλε 8,5% του ΑΕΠ σε τόκους και επιτόκιο 1,7% δεν θα υπήρχε πρόβλημα αποδείχθηκε λανθασμένη, καθώς οι χώρες που καταβάλλουν άνω του 5% του ΑΕΠ σε τόκους χρεοκοπούν». Σε αυτό συμφώνησαν οι συνομιλητές της συνάντησης, σύμφωνα με ανώτατο κυβερνητικό υπάλληλο.

Ο ανώτατος συνεργάτης του Ινστιτούτου Πέτερσον για τα Διεθνή Οικονομικά (PIIE) Γέρομιν Τσετελμέγερ, ο οποίος έως το 2016 ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας, υποστήριξε ότι η ελάφρυνση χρέους αποτελεί τη μοναδική επιλογή και την καλύτερη λύση για το ελληνικό ζήτημα. Το πρώην στέλεχος του ΔΝΤ υπογράμμισε ότι δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ανάπτυξη με τα σημερινά επίπεδα χρέους όταν ταυτόχρονα η οικονομία συρρικνώνεται, η ανεργία βρίσκεται στο 23% και συνεχίζονται οι οριζόντιες περικοπές μισθών και εισοδημάτων και η υπερφορολόγηση για να επιτευχθούν υπέρογκα πρωτογενή πλεονάσματα.

Ο επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικής, Διεθνούς και Νομισματικής Πολιτικής στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών Λούντγκερ Σούκνεχτ εξήγησε ότι η ελάφρυνση του χρέους θα πρέπει να συνδυαστεί με ένα πρόγραμμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων χωρίς να υπάρξει περαιτέρω δημοσιονομικός βάρος για την Ελλάδα.

Τα πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της τρόικας Κλάους Μαζούχ και Ματίας Μορς, οι οποίοι ήταν παρόντες στη συνάντηση, υποστήριξαν ότι υπάρχουν τρεις απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου η Ελλάδα να βγει και πάλι στις αγορές και να είναι σε θέση να στηριχθεί στα δικά της πόδια:

* Μακροπρόθεσμη αναβολή καταβολής πληρωμών και επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του χρέους σε συνδυασμό με καθορισμό πολύ χαμηλών τόκων για τα πολυμερή δάνεια.

* Δημοσιονομική και οικονομική πολιτική που θα διαμορφώνεται από την ελληνική κυβέρνηση χωρίς παρεμβάσεις με δικούς της στόχους αλλά υπό ευρωπαϊκή επιτήρηση ως προς τη συνοχή και τις συνέπειες της πολιτικής αυτής.

* Διαχωρισμός του προβλήματος του χρέους από θέματα που έχουν σχέση με την ιδιότητα του μέλους της ευρωζώνης και να σταματήσουν οι απειλές για εξαναγκασμό της Ελλάδας σε έξοδο από την ευρωζώνη.

Εξαρχής λάθη…

Ο επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας της ΕΚΤ Κλάους Μαζούχ ανέφερε το επιχείρημα ότι οι προβλέψεις του ΔΝΤ και της Κομισιόν για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους ήταν εξαρχής λάθος, ενώ σημείωσε ότι κάθε χώρα πρέπει να αποφασίζει η ίδια για τους φόρους που θα εισπράττει, διαφορετικά τίθεται θέμα λειτουργίας της δημοκρατίας. Ο Ματίας Μορς μαζί με άλλους συμμετέχοντες τάχθηκε υπέρ της άποψης ότι θα πρέπει να επικεντρωθούμε και στην αναλογία χρέους/ΑΕΠ και όχι μόνο στο ονομαστικό ΑΕΠ.

Κατά συνέπεια η ελάφρυνση του χρέους αποτελεί αναγκαιότητα για την έξοδο από την κρίση και την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας υπό την προϋπόθεση της αυστηρής επικέντρωσης στην υλοποίηση ενός εκτεταμένου, δημοσιονομικά ουδέτερου και ρηξικέλευθου προγράμματος διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα στοχοθετήσει και θα υλοποιήσει χωρίς παρεμβάσεις η ελληνική κυβέρνηση, συμφώνησαν οι συμμετέχοντες στο σύνολό τους.

Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό ζήτημα του χρέους δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί με διαρκή συμπίεση της οικονομικής δραστηριότητας, περικοπές μισθών και εισοδημάτων, επιπλέον συρρίκνωση του δημοσίου, συνεχή υποχώρηση του βιοτικού επιπέδου, συνεχή αναχρηματοδότηση με νέα δάνεια και τη δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.

Επιπλέον εντοπίζει μια μετατόπιση στη θέση της Γερμανίας αλλά και των θεσμών για την αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής το 2018.

Οι απόψεις στη συνάντηση αποδίδουν τη γενικότερη προβληματική που υπάρχει στην Ευρώπη το τελευταίο διάστημα και ιδιαίτερα τις ανησυχίες από τις επιπτώσεις που θα έχει στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα η έξοδος της Βρετανίας από την ΕΕ, η εκλογή του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και η άνοδος ακροδεξιών και ρατσιστικών κομμάτων στην Ευρώπη.

Σε αυτό το υπό διαμόρφωση πλαίσιο, σύμφωνα με την έκθεση, σημαντικό ρόλο θα παίξουν οι ευρωπαϊκές και γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, που θα ληφθούν σοβαρά υπόψη για την αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους μετά την ολοκλήρωση προσαρμογής το 2018.

«Δεν αναγνώρισαν ότι ήταν κρίση χρέους»

Οι εμπειρογνώμονες του Ιδρύματος Βέρνερ Ράιμερς και του Policy Center Sustainable Architecture for Finance in Europe κάνουν μια ανασκόπηση στα γεγονότα που ξεκίνησαν από την ελληνική οικονομική κρίση τον Μάιο του 2010. Σημειώνουν ότι τότε ήταν επιτακτική η ανάγκη να αποτραπεί η χρεοκοπία της Ελλάδας διότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, ιδιαίτερα οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες, ήταν εκτεθειμένο και ανέτοιμο να διαχειριστεί μια τέτοια εξέλιξη και υπήρχε κίνδυνος ανάφλεξης στην ευρωζώνη.

Αρκετοί πολιτικοί δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν τον χαρακτήρα της ελληνικής κρίσης και επέμεναν ότι υπάρχει πρόβλημα ρευστότητας και όχι κρίση χρέους, αναφέρουν οι εμπειρογνώμονες. Αυτό ισχύει για το ΔΝΤ, το οποίο διά στόματος του Πόουλ Τόμσεν, ενώπιον 400 θεσμικών επενδυτών και Ελλήνων κυβερνητικών αξιωματούχων τον Σεπτέμβριο του 2010, απέκλεισε κατηγορηματικά ενδεχόμενη στάση πληρωμών της Ελλάδας. Το ίδιο έπραξε και η ΕΚΤ υπό τον Ζαν-Κλοντ Τρισέ, που έκανε μια κακώς σχεδιασμένη παρέμβαση με το πρόγραμμα αγοράς τίτλων το οποίο πίεσε βραχυπρόθεσμα τα ασφάλιστρα κινδύνου και επέτρεπε σε θεσμικούς επενδυτές να απαλλαγούν με υψηλότερες τιμές από θέσεις τους στα ελληνικά κρατικά ομόλογα και να μην υποστούν καμία ζημιά, εξηγούν.

Επιπλέον σημειώνουν ότι όταν ξεκαθαρίστηκε πως η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να βγει εκ νέου στις αγορές και θα απαιτηθεί νέο πρόγραμμα στήριξης, η Γερμανίδα καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ και ο τότε Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για τη χρεοκοπία της Ελλάδας.

Δηλητήριο το PSI

Οπως επισημαίνουν, ούτε το «κούρεμα» των κρατικών ομολόγων έδωσε λύση. Υποστηρίζουν ότι βοήθησε ελάχιστα διότι οδήγησε τις ελληνικές τράπεζες σε πτώχευση και απαιτήθηκε νέα ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος με αποτέλεσμα την αύξηση του δημόσιου χρέους.

Οι ίδιοι ανέφεραν ότι σε σύγκριση με την οικονομία της Ισπανίας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας η ελληνική οικονομία δεν γνώρισε ανάκαμψη στα χρόνια που ακολούθησαν. Αυτό δεν οφείλεται στο ότι δεν υπήρξε αναπροσαρμογή στην εσωτερική οικονομία, καθώς υπήρξαν οριζόντιες περικοπές μισθών.

Δύο ήταν τα δεδομένα που στάθηκαν εμπόδιο στην ανάκαμψη. Πρώτον, η μείωση του ΑΕΠ με βάση το κόστος των συντελεστών παραγωγής δεν οδήγησε σε ανάλογη αναπροσαρμογή των τιμών της εσωτερικής αγοράς και αυτό οφείλεται στις ολιγοπωλιακές μορφές της ελληνικής αγοράς. Η Ελλάδα δεν υποφέρει από δύσκαμπτες μορφές;;;;;;;;;;;;;;; στην αγορά εργασίας αλλά από δύσκαμπτες παραγωγικές δομές και έλλειψη ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών. Η τρόικα δεν έλαβε σοβαρά υπόψη αυτό το δεδομένο όταν διαμόρφωνε το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής, τόνισαν οι εμπειρογνώμονες.

Μάλιστα σημείωσαν ότι τη μεγαλύτερη ζημιά επέφερε η απειλή και η σεναριολογία, κυρίως από Γερμανούς πολιτικούς, για έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, καθώς όσο συνεχίζονται οι απειλές δεν αναμένεται να υπάρξουν επενδύσεις στη χώρα.

Τα προφίλ

Ματίας Μορς

Πρώην εκπρόσωπος της Κομισιόν στην τρόικα

Ο Γερμανός Ματίας Μορς ήταν επικεφαλής της Διεύθυνσης G της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων (DG ECFIN) της Κομισιόν. Η συγκεκριμένη διεύθυνση παρακολουθεί την οικονομία της Ελλάδας, της Γαλλίας, του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και άλλων χωρών. Ηταν επικεφαλής της αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην τρόικα για την Ελλάδα. Το 2014 αντικαταστάθηκε από τον Ιρλανδό Ντέκλαν Κοστέλο και ανέλαβε τη θέση συμβούλου στην DG ECFIN.

Κλάους Μαζούχ

Επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

Ηταν επικεφαλής της ΕΚΤ στην τρόικα. Τον Μάρτιο του 2015 αντικαταστάθηκε από το υψηλόβαθμο στέλεχος της ΕΚΤ Ράσμους Ρέφερ. Αναβαθμίστηκε και ανέλαβε τη θέση του υπεύθυνου για την παρακολούθηση όλων των χωρών που βρίσκονται σε πρόγραμμα. Είναι ο άνθρωπος που το 2010 σε συζήτηση με τον τότε υπουργό Εργασίας Ανδρέα Λοβέρδο είπε ότι «με 720 ευρώ τον μήνα ο συνταξιούχος δεν περνάει και άσχημα στην Ελλάδα».

Γιάκομπ φον Βάιτσεκερ

Ευρωβουλευτής του γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD)

Ο ευρωβουλευτής των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών και οικονομολόγος κατά το παρελθόν έχει απευθύνει εκκλήσεις στις χώρες της ευρωζώνης να μην «παίζουν με τη φωτιά» και να μην αφήσουν την Ελλάδα να καταρρεύσει. Εχει ταχθεί ανοιχτά και δημόσια υπέρ της απομείωσης του ελληνικού χρέους. Από το 2002 έως το 2005 ήταν οικονομολόγος στην Παγκόσμια Τράπεζα στην Ουάσινγκτον. Στο διάστημα 2010-14 ήταν επικεφαλής του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής και Τουρισμού στο υπουργείο Οικονομικών του γερμανικού ομόσπονδου κρατιδίου της Θουριγγίας.

Γέρομιν Τσετελμέγερ

Ανώτατος συνεργάτης του Ινστιτούτου Πίτερσον για τα Διεθνή Οικονομικά (PIIE)

Από τον Αύγουστο του 2008 έως τον Μάρτιο του 2014 είχε αναλάβει καθήκοντα διευθυντή έρευνας και αναπληρωτή επικεφαλής οικονομολόγου στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης. Από το 2014 έως τον Σεπτέμβριο του 2016 ο Γερομίν Τσετελμέγερ ήταν γενικός διευθυντής για την οικονομική πολιτική του γερμανικού ομοσπονδιακού υπουργείου Οικονομίας και Ενέργειας και συνομιλούσε απευθείας με τον αντικαγκελάριο, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Ηταν αρμόδιος για την οικονομική ανάλυση, τις προβλέψεις, το πλαίσιο μακροοικονομικής πολιτικής και την πρωτοβουλία για την ενίσχυση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων. Ηταν εκπρόσωπος της Γερμανίας στην Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).

Λούντγκερ Σούκνεχτ

Επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικής, Διεθνούς και Νομισματικής Πολιτικής στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών

Ο ρόλος του είναι συμβουλευτικός προς τον υπουργό για θέματα οικονομικής πολιτικής στην εγχώρια και τη διεθνή σκηνή. Προτού αναλάβει το πόστο στο υπουργείο κατείχε τη θέση του ανώτερου συμβούλου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και συνέβαλε στην προετοιμασία για τη λήψη αποφάσεων σε θέματα νομισματικής πολιτικής και τις θέσεις της ΕΚΤ. Διετέλεσε επικεφαλής του τμήματος Δημοσιονομικής Εποπτείας της ΕΚΤ και συνεργάστηκε με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Αϊκε Κρέπλιν

Οικονομολόγος στη Διεύθυνση Ευρωπαϊκών και Νομισματικών Υποθέσεων στο υπουργείο Οικονομίας και Ενέργειας της Γερμανίας

Εχει συγγράψει μελέτη για το Ινστιτούτο Πέτερσον μαζί με τον Γέρομιν Τσετελμέγερ και τον καθηγητή Ούγκο Πανίτσα για το ελληνικό χρέος με τίτλο «Χρειάζεται η Ελλάδα μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους; Και αν ναι, πόση;». Στη μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Απρίλιο οι τρεις οικονομολόγοι κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η χώρα δεν μπορεί να πετύχει πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα πάνω από το 3,5% του ΑΕΠ για περισσότερα από τρία με τέσσερα χρόνια διαδοχικά και θα χρειαστεί περαιτέρω ελάφρυνση χρέους. 

Documento Newsletter