Κάθε τραγωδία, όπως το έγκληµα των Τεµπών, µας δίνει την ευκαιρία να αναστοχαστούµε επί πολλών σηµαντικών ζητηµάτων.
Ο σιδηρόδροµος και γενικότερα ο δηµόσιος τοµέας χαρακτηρίζονταν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους από την υποβάθµιση, την υποχρηµατοδότηση, τις πελατειακές σχέσεις. Οι κυβερνήσεις αξιοποίησαν τα προβλήµατα που οι ίδιες δηµιούργησαν. Προσπάθησαν να απαξιώσουν κάθε έννοια δηµόσιου τοµέα. Τις τελευταίες δεκαετίες πρότειναν το «φάρµακο» των ιδιωτικοποιήσεων. Αλλά το «φάρµακο» αποδείχθηκε πιο επιβλαβές από την ασθένεια. Οι ιδιωτικοποιήσεις επέφεραν ένα κυριολεκτικό πλιάτσικο, λεηλασία σε όφελος της ολιγαρχίας (εγχώριας και ξένης), µεγαλύτερη υποβάθµιση, ακριβότερες υπηρεσίες, χειρότερο επίπεδο ασφάλειας. Ανάλογη είναι η πανευρωπαϊκή και διεθνής εµπειρία.
Είναι καιρός να αναστοχαστούµε και να απαλλαγούµε από τα µυωπικά γυαλιά που µας φόρεσαν οι κυβερνήσεις. Χρειαζόµαστε έναν δηµόσιο φορέα για τον σιδηρόδροµο αλλά και για τους άλλους στρατηγικούς τοµείς της οικονοµίας. Η ανάγκη γίνεται ακόµη πιο επείγουσα στους ταραγµένους καιρούς των εµπορικών και των θερµών πολέµων που διανύουµε.
Χρειαζόµαστε όµως έναν νέου τύπου δηµόσιο τοµέα, που θα είναι απαλλαγµένος από τις παθογένειες του παρελθόντος και θα έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Υπάρχει διεθνής εµπειρία µε θετικά και αρνητικά στοιχεία, την οποία οφείλουµε να µελετήσουµε όχι για να µιµηθούµε άκριτα αλλά για να αντλήσουµε διδάγµατα. Ο νέου τύπου δηµόσιος τοµέας θα πρέπει να έχει τρία βασικά χαρακτηριστικά.
Πρώτον, ο δηµόσιος τοµέας δεν θα είναι ιµάντας µεταβίβασης κερδών, µηχανισµός διευκόλυνσης της κερδοφορίας των µεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων και δίκτυο πελατειακών σχέσεων, όπως ήταν παλαιότερα. Αντίθετα θα πρέπει να προωθεί την άνοδο της κοινωνικής και οικονοµικής ευηµερίας του λαού, πρωτίστως των ασθενέστερων τάξεων, να αµβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες, να προσφέρει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες. Ο σιδηρόδροµος για παράδειγµα θα πρέπει να παρέχει στον λαό γρήγορη, ασφαλή µεταφορά προσώπων και εµπορευµάτων.
∆εύτερον, ο νέου τύπου δηµόσιος τοµέας θα πρέπει να εντάσσεται σε ένα δηµοκρατικό αναπτυξιακό σχέδιο. Στη σύνταξή του θα συµµετέχουν η Βουλή τα συνδικάτα, οι επιστηµονικές ενώσεις, οι φορείς των µικροµεσαίων επαγγελµατιών. Οι επιλογές του θα αποτελούν καρπό παλλαϊκής συζήτησης και όχι αυθαίρετες αποφάσεις της κυβέρνησης ή της γραφειοκρατίας.
Τρίτον, οι δηµόσιες επιχειρήσεις θα βρίσκονται κάτω από συνεχή δηµοκρατικό, πολυεπίπεδο έλεγχο, ώστε να αποφεύγονται στον µέγιστο δυνατό βαθµό τα φαινόµενα κακοδιαχείρισης και διαφθοράς. Τούτο σηµαίνει ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έλεγχο αλλά ιδίως έλεγχο από την πλευρά των εργαζοµένων.
Οι αντιπρόσωποι των εργαζοµένων θα πρέπει να εκλέγονται από αυτούς, να λογοδοτούν για κάθε τους ενέργεια και να µπορούν να ανακληθούν ανά πάσα στιγµή. Το έργο τους θα είναι να συµµετέχουν στα διοικητικά όργανα των δηµόσιων επιχειρήσεων ώστε να ελέγχουν τη λειτουργία, το αναπτυξιακό σχέδιο, την πολιτική τεχνολογικού εκσυγχρονισµού, την πολιτική ασφάλειας, την πολιτική µισθών, τόσο των εργαζοµένων όσο κυρίως των στελεχών της επιχείρησης. Θα πρέπει να έχουν απόλυτη δυνατότητα πρόσβασης στα λογιστικά βιβλία, στις συµβάσεις κ.λπ. χωρίς εµπόδια από το επιχειρηµατικό ή εµπορικό απόρρητο, µε πλήρη διαφάνεια δηλαδή.
Μόνο έτσι ο δηµόσιος τοµέας θα απαλλαγεί από τις παθογένειες του παρελθόντος, θα µπορέσει να αποτελέσει την ατµοµηχανή της οικονοµικής ανάπτυξης και θα συµβάλει στην αναδιανοµή του πλούτου προς όφελος των λαϊκών τάξεων.
Η εφαρµογή των παραπάνω απαιτεί βέβαια ριζική αλλαγή του συσχετισµού κοινωνικών και πολιτικών δυνάµεων και µια νέου τύπου δηµοκρατία. Αλλά τούτο εκφεύγει του αντικειµένου του παρόντος άρθρου.
*Ο Δημήτρης Καλτσώνης είναι καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.