Το έγκλημα στου Χαροκόπου που συντάραξε τη μεσοπολεμική ελληνική κοινωνία

Το έγκλημα στου Χαροκόπου που συντάραξε τη μεσοπολεμική ελληνική κοινωνία

Στο σημείο που σήμερα βρίσκεται η μεγάλη πολυκατοικία με το βενζινάδικο στο ισόγειο, απέναντι από τον ναό των Αγίων Πάντων στην Καλλιθέα, διαπράχθηκε το 1931 μια από τις στυγερότερες δολοφονίες της σύγχρονης Ελλάδας, η οποία σόκαρε τόσο πολύ την κοινωνία ώστε να χαρακτηριστεί «το έγκλημα του αιώνα». 

Την εποχή εκείνη η Καλλιθέα δεν ήταν πια η «Μονμάρτη της Αθήνας», όπως λεγόταν στις αρχές του 20ού αιώνα, για να περιγραφεί το καλλιτεχνικό προφίλ που είχε αποκτήσει. Η περιοχή διατηρούσε πολλά στοιχεία του παρελθόντος, αλλά ο μποέμ χαρακτήρας της είχε επισκιαστεί από τον πόνο χιλιάδων προσφύγων από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και την Πόλη, που είχαν βρει εκεί καταφύγιο.

Εκτός από τους πρόσφυγες, στην περιοχή είχαν συρρεύσει και εσωτερικοί μετανάστες, όπως η Αρτεμις (Τέμις) Κάστρου με την κόρη της Σοφία (Φούλα) από την Κεφαλονιά, δυο γυναίκες που μετά τη φυγή του πατέρα από το σπίτι έψαχναν την τύχη τους στη μεγάλη πόλη. Λέγεται ότι η Φούλα ήταν τόσο όμορφη που απ’ όπου περνούσε άφηνε συντρίμμια. Στα δώδεκά της χρόνια την πρόσεξε ένας λοχίας που έφερνε λουλούδια στη μητέρα της εκ μέρους ενός συνταγματάρχη. Ο λοχίας ήταν ο Δημήτρης Αθανασόπουλος, εκείνος για τον οποίο το 1931 θα γραφόταν το «Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου ’μελλε να πάθεις, από κακούργα πεθερά, τα νιάτα σου να χάσεις». Την εποχή εκείνη υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία και με την πρώτη γνωριμία θαμπώθηκε από τα κάλλη της Φούλας με το φεγγαρένιο πρόσωπο και τα γαλάζια μάτια. Για χρόνια συναντιόνταν, μέχρι που η Φούλα τον έπιασε επ’ αυτοφώρω με τη μητέρα της.

Η πεθερά αναλαμβάνει τη φονική πρωτοβουλία

Παρά τις τόσο τραυματισμένες σχέσεις μεταξύ τους, ο Αθανασόπουλος, που εξελίχτηκε σε πλούσιο εργολάβο της εποχής, παντρεύτηκε κρυφά τη Φούλα και στην πορεία ανακοίνωσαν τον γάμο τους στην Τέμη. Ωστόσο, ο έγγαμος βίος δεν τον βοήθησε να ξεχάσει τις παλιές του συνήθειες, να χάνεται δηλαδή στα σεπαρέ του Φαλήρου με άλλες γυναίκες. Ούτε όμως προσπάθησε να τερματίσει τις σεξουαλικές του σχέσεις και με τη νυν πεθερά του. Η Τέμις από την πλευρά της θεωρούσε ότι ο γάμος της Φούλας μόνο σε μπελάδες τους έβαζε, αφού της έκοβε τα τυχερά που θα είχε με άλλους άντρες.

Δεν ήταν μόνο οι απιστίες του Αθανασόπουλου που δημιουργούσαν πρόβλημα στον γάμο του, αλλά και η πολύ κακή σχέση (έφτανε μέχρι τον ξυλοδαρμό) που είχε με την πεθερά του, με την οποία ζούσαν στο ίδιο σπίτι. Ο Αθανασόπουλος, μην αντέχοντας την ένταση, ζούσε τον τελευταίο καιρό σε ξενοδοχείο, ενώ πήγαινε περιστασιακά στο σπίτι του για να δει την οικογένειά του. Τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου 1931, όταν η Αθήνα σειόταν από τον σεισμό της Κορίνθου, ο Αθανασόπουλος έπειτα από άγριο ξενύχτι στο σεπαρέ του Γεμενάκη πήγε μεθυσμένος στο σπίτι του, στη λεωφόρο Θησέως 101 (νυν Ελ. Βενιζέλου), στη συνοικία Χαροκόπου. Στο δικαστήριο αργότερα ειπώθηκε ότι το ξημέρωμα ο 36άχρονος άντρας κακοποίησε άγρια την 25άχρονη γυναίκα του. Εκείνη πάνω στην απελπισία της ζήτησε βοήθεια από τη μητέρα της. Η Τέμις θεώρησε ότι τη λύση στο πρόβλημα θα έδινε ο 18άχρονος ανιψιός της που φιλοξενούσαν εκείνη την εποχή στο σπίτι.

Ο Δημήτρης Μοσκιός, ένας άνθρωπος εκρηκτικός με πολλά ψυχολογικά προβλήματα που ήταν ερωτευμένος με τη Φούλα, σκότωσε τον Αθανασόπουλο με δύο πυροβολισμούς. Ωστόσο, όπως με όλα τα εγκλήματα, το πρόβλημα ήταν πώς θα απαλλαγούν από το πτώμα. Με τη βοήθεια της οικιακής βοηθού Γιαννούλας Μπέλλου προσπάθησαν να το κάψουν στο καμαράκι της ταράτσας. Ο καπνός όμως ήταν έντονος και η μυρωδιά από την καμένη σάρκα έσπαγε μύτες, οπότε για να μην προδοθούν αποφάσισαν να το τεμαχίσουν. Εβαλαν τα μέλη σε μεγάλα σακιά και ζήτησαν τη βοήθεια ενός εραστή της μητέρας της Φούλας, του Σπύρου Μαγουλόπουλου. Εκείνος τα έδωσε στον καραγωγέα Γιώργο Κορναράκη για να τα πετάξει στον Κηφισό. Ομως εκεί που πετάχτηκαν το ρέμα ήταν ρηχό, με αποτέλεσμα να σκαλώσουν στην κοίτη.

Η στιγμή της φρικτής και αποτρόπαιης αποκάλυψης

Το πτώμα βρέθηκε ανήμερα των Θεοφανίων, στις 6 Ιανουαρίου 1931. Τα σακιά είδε πρώτος ο μικρός Γιαννάκης Γκίκας, στη γέφυρα Τρίμμη στα Κοκκαλάδικα. Ειδοποίησε αμέσως τον πατέρα του, που κατέφτασε στην περιοχή με έναν φίλο του και κάλεσαν την αστυνομία του Γκαζοχωρίου, θεωρώντας ότι πρόκειται για κλοπιμαία. Ανοίγοντας τα σακιά ανακάλυψαν το διαμελισμένο πτώμα τυλιγμένο σε εφημερίδες και χαρτιά.

Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει και πλέον ήταν θέμα χρόνου να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του πτώματος και των δραστών. Για πρώτη φορά στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας κινηματογραφήθηκε ο τόπος του εγκλήματος. Ο ιατροδικαστής Γεωργιάδης εξετάζοντας τα ευρήματα δήλωσε: «Βρισκόμαστε μπροστά σε έναν Ελληνα χασάπη του Ντίσελντορφ». Οταν έγινε γνωστή η ταυτότητα του θύματος, ο πρώτος που υποψιάστηκε η αστυνομία ήταν ένας γιατρός φίλος του Αθανασόπουλου, επειδή θεώρησε ότι ο τεμαχισμός έγινε από άνθρωπο που γνώριζε ανατομία.

Τους πραγματικούς δράστες κατέδειξαν ένα κομμάτι σπάγκου και ένα χασαπόχαρτο που εντοπίστηκαν στο σπίτι της οικογένειας. Ο παντοπώλης της γειτονιάς επιβεβαίωσε ότι είχαν αγοραστεί από το κατάστημά του. Στο ενδιάμεσο, σε όλη τη χώρα η υπόθεση είχε γίνει βασικό θέμα συζήτησης. Στο Νέον που σύχναζε ο Αθανασόπουλος, οι φίλοι του, οι πελάτες και τα γκαρσόνια συζητούσαν ώρες ατελείωτες προσπαθώντας να καταλήξουν στον ένοχο. Στον ναό των Αγίων Πάντων που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι της οικογένειας, όπως και σε όλους τους ναούς της χώρας, στις 18 Ιανουαρίου διαβάστηκε ποιμαντορική εγκύκλιος του αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσόστομου, με την οποία καταδικάζονταν οι φονιάδες.

Οι ουρές στο Κακουργιοδικείο και η αποφυλάκιση

Τεράστιες ουρές σχηματίζονταν στο Κακουργιοδικείο τον Φεβρουάριο του 1932 και για τις 40 ημέρες που κράτησε η δίκη. Ολοι ήθελαν να ακούσουν από κοντά πώς συνέβη το φονικό. Η αγριότητα με την οποία διαπράχθηκε το έγκλημα έκανε πολλούς ξένους δημοσιογράφους να ενδιαφερθούν για την έκβαση της δίκης, για την οποία ζητούσε να ενημερωθεί ακόμη και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, που εκείνες τις μέρες βρισκόταν στη Γενεύη. Η ζωή της οικογένειας έγινε φύλλο και φτερό, με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες να γίνονται πρωτοσέλιδα.

Η μάνα του Αθανασόπουλου έριχνε κατάρες στους φονιάδες, οι οποίοι κινδύνεψαν να λιντσαριστούν από το πλήθος. Η Κάστρου πήρε όλη την ευθύνη και μαζί με την κόρη της καταδικάστηκαν σε θάνατο. Ο Μοσκιός σε 20 χρόνια φυλάκιση, ο Μαγουλόπουλος σε 18 μήνες και η οικιακή βοηθός σε ισόβια κάθειρξη. Ο γιος του Μαγουλόπουλου που ενεπλάκη στην υπόθεση και ο Κορναράκης που μετέφερε το πτώμα αθωώθηκαν.

Η Τέμις και η Φούλα αποφυλακίστηκαν από τις φυλακές Αβέρωφ το 1941, κατά την Κατοχή, με το διάταγμα της κυβέρνησης Τσολάκογλου «περί αποσυμφορήσεως των φυλακών άνευ διαταράξεως του κοινωνικού συμφέροντος». Στο μεταξύ, ο διευθυντής των φυλακών, συγγενής του Τσολάκογλου, είχε ερωτευτεί τη Φούλα και φρόντιζε η παραμονή της στη φυλακή να είναι όσο πιο ανώδυνη γινόταν. Με την αποφυλάκισή της όμως δεν τον προτίμησε, παρά παντρεύτηκε έναν συνταγματάρχη και έζησε την υπόλοιπη ζωή της στο Φάληρο.

Τα αιματοβαμμένα πρωτοσέλιδα του Τύπου

Οι εφημερίδες της εποχής έδωσαν ρεσιτάλ κιτρινισμού, προκειμένου να πουλήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα φύλλα. Τέσσερις μέρες μετά την ανακάλυψη του πτώματος, η εφημερίδα «Η Ελληνική» έκανε διαγωνισμό με τίτλο «Ποιος νομίζετε ότι είναι ο ένοχος; Και για ποιους λόγους;» και όποιος έδινε τη σωστή απάντηση κέρδιζε 5.000 δραχμές. Η υπόθεση είχε εξελιχθεί σε αιματοβαμμένο φωτορομάντζο της εποχής, με τις συνεντεύξεις της Φούλας και του Μοσκιού να φιγουράρουν στα πρωτοσέλιδα, ενώ δημοσιεύτηκαν ακόμη και φωτογραφίες από το κομμένο κεφάλι του θύματος στο νεκροτομείο.

Με αφορμή την υπόθεση αυτή ξέσπασε ο θυμός μιας κοινωνίας που είχε μπει σε ένα τούνελ χωρίς ορατή διέξοδο. Τη δική του εκδοχή για το έγκλημα έδωσε ο «Ριζοσπάστης», που απέφυγε τις πρώτες μέρες να ασχοληθεί με το φονικό. Στο πρωτοσέλιδο όμως της 11ης Ιανουαρίου 1931, επιχειρώντας να ερμηνεύσει το πρωτόγνωρης αγριότητας έγκλημα, έγραφε μεταξύ άλλων: «Δέστε τη σαπίλα του καθεστώτος των εκμεταλλευτών. Δέστε την αγία και ιερή οικογένεια… Οι εργάτες και όλοι οι εκμεταλλευόμενοι δεν έχουν παρά με την ευκαιρία της δολοφονίας του Αθανασόπουλου να ρίξουν μια ματιά και στην οικογένεια των Ρώσων για να δουν τι διαφορά υπάρχει μεταξύ των “πολιτισμένων λαών” που κυβερνούνται απ’ τους κεφαλαιοκράτες και των “βαρβάρων μπολσεβίκων”».

Η «Κακούργα πεθερά» στα γραμμόφωνα

Την εποχή που όλη η Αθήνα είχε δεν είχε 1.000 γραμμόφωνα, το τραγούδι «Κακούργα πεθερά» πούλησε 90.000 δίσκους και έγινε το εμπορικότερο της δισκογραφίας των 78 στροφών. Το ρεμπέτικο τραγούδι που εξιστορούσε το πάθημα του Αθανασόπουλου γράφτηκε τη χρονιά του εγκλήματος από έναν τραπεζικό υπάλληλο, τον Ιάκωβο Μοντανάρη, και σε πρώτη εκτέλεση το τραγούδησε ο Αντώνης Διαμαντίδης (Νταλγκάς). Μέσα την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε σε δίσκο από άλλους τέσσερις τραγουδιστές, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τον Κώστα Νούρο, τη Μαρίκα την Πολίτισσα και τη Ζωή Κασσιμάτη.

Ο πατέρας της Φούλας, που μετά τον χωρισμό του με την Τέμη είχε γίνει επιτυχημένος επιχειρηματίας στον Καναδά, έστειλε ένα αστρονομικό ποσό στην ελληνική κυβέρνηση, μέσω του προξενείου του Βανκούβερ, προκειμένου να αποσυρθούν οι δίσκοι και να απαγορευτεί το τραγούδι. Ωστόσο όχι μόνο δεν απαγορεύτηκε, αλλά η τεράστια επιτυχία του οδήγησε την ίδια χρονιά στο «Παράπονο του Μοσκιού» του Νίκου Στάθμα, ενώ στην Αμερική γράφτηκε από τον Τέτο Δημητριάδη το «Πεθερά και Φούλα στη φυλακή», με στίχους που επιχειρούσαν να δικαιώσουν τις δυο γυναίκες.

Η υπόθεση έγινε μεταξύ άλλων παράσταση του θεάτρου σκιών από τον Ευγένιο Σπαθάρη, ενώ πριν από λίγα χρόνια ο δημοσιογράφος Τάσος Κοντογιαννίδης έγραψε το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο με τίτλο «Το έγκλημα στου Χαροκόπου» το οποίο έγινε μπεστ σέλερ. Σήμερα στο Εγκληματολογικό Μουσείο υπάρχουν φωτογραφίες και πρωτοσέλιδα του εγκλήματος που 86 χρόνια μετά εξακολουθεί να προκαλεί ανατριχίλα.

Ετικέτες

Documento Newsletter