Παραποιεί στοιχεία δίνοντας τη δαπάνη στο 10-11% του ΑΕΠ ώστε να ζητήσει νέες περικοπές
Τον μύθο του υψηλού ελλείμματος που δημιουργούν οι συντάξεις στην Ελλάδα, με σκοπό να πετύχουν άλλη μια περικοπή τους, προσπαθούν να καλλιεργήσουν ξανά οι δανειστές και ειδικά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το οποίο διά της συνεχούς αρθρογραφίας του Πόουλ Τόμσεν, επικεφαλής στον ευρωπαϊκό τομέα του, ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη δαπάνη ξεπερνά το 10% του ΑΕΠ της χώρας. Ποσοστό που θεωρείται απαγορευτικό, μιας και στην υπόλοιπη Ευρώπη ο μέσος όρος είναι στα επίπεδα του 2-2,5%.
Εκτός όμως από τους μύθους υπάρχει και η πραγματικότητα που δείχνει ότι οι συντάξεις στην Ελλάδα δεν ανέρχονται στο 10-11% του ΑΕΠ, όπως επιμένουν οι δανειστές, αλλά κυμαίνονται σε επίπεδα χαμηλότερα του 5-5,5%. Γιατί όμως υπάρχει αυτή η μεγάλη διαφορά;
Τεχνητή αύξηση από συγχώνευση
Το νέο ασφαλιστικό και η ενοποίηση όλων των ταμείων στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) προκάλεσαν τεχνητή αύξηση του ελλείμματος λόγω συγχώνευσης του συνόλου της συνταξιοδοτικής δαπάνης. Αυτό σημαίνει ότι προστέθηκαν οι συντάξεις τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, διαφοροποιώντας σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας σε σχέση με αυτά που ισχύουν στην Ευρώπη.
Ο ΕΦΚΑ συγκέντρωσε όλες τις συντάξεις σε ένα ταμείο, άρα και την αντίστοιχη δαπάνη για την καταβολή τους. Αυτό σημαίνει ότι συγκέντρωσε, εκτός από τις συντάξεις που χορηγούνται για ασφαλισμένους του ιδιωτικού τομέα, και εκείνες που καταβάλλονται για συνταξιούχους πρώην δημοσίους υπαλλήλους. Αυτό συνέβη επειδή κρίθηκε αναγκαίο να ενταχθούν και οι περίπου 400.000 συνταξιούχοι, στον ΕΦΚΑ, αφού μαζί τους εντάχθηκαν και οι νυν εργαζόμενοι στο δημόσιο.
Ο λόγος που έγινε η συγχώνευση είναι για να μπορεί ο ΕΦΚΑ να καρπώνεται το όφελος από τη σταθερή και μόνιμη ασφαλιστική εισφορά που καταβάλλουν οι δημόσιοι υπάλληλοι (6,67%). Μπορεί να φαίνεται ότι χάνει ο φορέας σε επίπεδο ελλείμματος, αλλά στην ουσία κερδίζει σε επίπεδο εσόδων από την εισφορά των δημοσίων υπαλλήλων. Επιπρόσθετα, θα λαμβάνει κάθε χρόνο αυξημένη εισφορά και από το δημόσιο ως εργοδότη (φέτος 3,31%, το 2020 θα φτάσει στο 13,3%). Ετσι το έσοδο του ΕΦΚΑ θα είναι διαρκώς αυξανόμενο, άρα και το έλλειμμά του θα κινείται αντιστρόφως ανάλογα.
Βέβαια, ακόμη και το ποσοστό του ελλείμματος στο 5,5% του ΑΕΠ είναι παροδικό και οφείλεται στη βαθιά οικονομική ύφεση και στο υψηλό επίπεδο της ανεργίας. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση που η χώρα κινηθεί σε ρυθμούς ανάπτυξης, το έλλειμμα θα υποχωρεί διαρκώς. Ετσι καταρρίπτεται η βασική επιχειρηματολογία του ΔΝΤ, το οποίο ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο προετοιμάζει το έδαφος, χαρακτηρίζοντας διά του Π. Τόμσεν το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας: «Εξαιρετικά γενναιόδωρο που κοστίζει στον προϋπολογισμό σχεδόν 11% του ΑΕΠ ετησίως, σε αντίθεση με τον μέσο όρο στην υπόλοιπη Ευρώπη που είναι 2% του ΑΕΠ».
Πώς προκύπτει το έλλειμμα
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (2015), το έλλειμμα 10% του ΑΕΠ για τις συντάξεις προκύπτει από την κρατική χρηματοδότηση που ανήλθε στα 8,1 δισ. ευρώ ή 4,5% του ΑΕΠ και αφορά την τριμερή χρηματοδότηση, ενώ το υπόλοιπο 5,5% ή 9,9 δισ. ευρώ αφορά την κάλυψη ελλειμμάτων της κοινωνικής ασφάλισης. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα έσοδα για την κοινωνική ασφάλιση είναι περιορισμένα σε σχέση με το παρελθόν και έτσι δημιουργούνται ελλείμματα, τα οποία καλύπτονται από την κρατική στήριξη.
Εάν γίνει πράξη η απαίτηση του ΔΝΤ και περικοπούν μέσα στην επόμενη διετία 6 δισ. ευρώ κρατικής χρηματοδότησης, αυτό θα σημαίνει, σύμφωνα με τον καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Σάββα Ρομπόλη, ότι «οι συντάξεις θα πρέπει να μειωθούν στα επίπεδα των 550-600 ευρώ κατά μέσο όρο». Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο οι μειώσεις που θα προκύψουν ακόμη και στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις θα είναι της τάξης του 30-40%, μειώνοντας έτσι ακόμη περισσότερο το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών και επιτείνοντας την ύφεση.
Οι ενστάσεις του ΔΝΤ αφορούν όμως και το σκέλος των ετών που ακολουθούν, αφού εκτιμάται ότι δεν θα αλλάξει κάτι δραματικά εάν δεν περικοπούν δραστικά οι συντάξεις. Στην ουσία θεωρούν ότι θα διατηρηθεί η δαπάνη για συντάξεις στα επίπεδα του 10% του ΑΕΠ, παρά το γεγονός ότι η κρατική χρηματοδότηση υποχωρεί χρόνο με τον χρόνο.
Η ελληνική πλευρά υποστηρίζει ότι υπό συνθήκες κρίσης το να καταγράφει μια χώρα έλλειμμα στις συντάξεις στα επίπεδα του 5-5,5% δεν θεωρείται απαγορευτικό. Επίσης δεν πρέπει να αποτιμάται η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη, μαζί με εκείνη για τους συνταξιούχους του δημοσίου, ως έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης. Άλλωστε η διαδικασία επιστροφής της χώρας σε συνθήκες ανάπτυξης αποσκοπεί σε αυτό ακριβώς: να αυξήσει τις μόνιμες θέσεις απασχόλησης, άρα και τα έσοδα στα ταμεία από εισφορές, έτσι ώστε να μειωθεί το έλλειμμά τους και να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν πολύ καλά τα τεχνικά κλιμάκια των δανειστών της χώρας, αλλά οι επικεφαλής του ΔΝΤ επιμένουν να το παραβλέπουν, για να αξιοποιούν το συγκεκριμένο υψηλό ποσοστό συνταξιοδοτικής δαπάνης ως μοχλό πίεσης ώστε να περικοπούν και άλλο οι συντάξεις.