Πολύς λόγος γίνεται για την πράσινη μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και την περιβαλλοντική ουδετερότητα με την εξάλειψη των ρύπων διοξειδίου του άνθρακα. Και αυτό για τον απλό λόγο ότι τα αποθέματα ενέργειας του πλανήτη είναι πεπερασμένα και όχι άπειρα.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της κανονικοποίησης της εξάρτησης από την πίστωση και τη δέσμευση μελλοντικής εργασίας έχει επηρεάσει και τη συμπεριφορά απέναντι στο περιβάλλον: σύμφωνα με τον ερευνητή Μάτις Βάκερναγκελ, που επινόησε τον όρο «περιβαλλοντικό αποτύπωμα», χρειαζόμαστε 1,75 πλανήτες για την ανανέωση των πόρων που έχουν χρησιμοποιηθεί και σύμφωνα με τον επιστήμονα, «χρησιμοποιούμε τους φυσικούς πόρους του μέλλοντος για να ζήσουμε το παρόν».
Ωστόσο, η νοοτροπία αυτή έχει εμποτίσει και τον σχεδιασμό της αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης.
Η υπερεκμετάλλευση της φύσης δεν σταματά αν χρησιμοποιήσουμε υπεράκτιες αιολικές γεννήτριες που χρειάζονται τόνους μεταλλεύματος για να κατασκευαστούν ή ηλεκτρικά αυτοκίνητα που περιέχουν τόσο λίθιο όσο 10.000 κινητά. Οι κυβερνήσεις αρκούνται σε ανέξοδες υποσχέσεις, ενώ επιμένουν να λύνουν ένα πρόβλημα απλώς ρίχνοντας πακτωλούς χρημάτων σ’ αυτό.
Ο χαλκός, το λίθιο ή το κοβάλτιο που χρειάζονται για τις νέες, περιβαλλοντικά φιλικές –όπως διαφημίζονται– τεχνολογίες πρέπει να εξαχθούν με τους ίδιους όρους που εξάγονται τα μεταλλεύματα και τώρα.
Επίσης, είναι σύνηθες τα μεταλλεύματα αυτά να βρίσκονται σε φτωχές χώρες όπως το Κονγκό ή η Γουινέα.
Ετσι, είναι διπλό το παράδοξο της σύγχρονης οικολογίας: η Δύση που ομνύει στην ισότητα και την περιβαλλοντική ευσυνειδησία λεηλατεί τη φύση και τις φτωχές χώρες για να έχουν οι πολίτες της καλύτερη διαβίωση.