Το δικαίωμα στο απόρρητο της επικοινωνίας είναι δείκτης δημοκρατίας

Το δικαίωμα στο απόρρητο της επικοινωνίας είναι δείκτης δημοκρατίας

Η θερµή επικαιρότητα των τελευταίων εβδοµάδων µας έχει επαρκώς εξοικειώσει µε το περιεχόµενο του συνταγµατικού άρθρου 19. Αποτελεί κοινό τόπο πλέον ότι εκεί κατοχυρώνεται διακηρυκτικά η προστασία του «απόλυτα απαραβίαστο[υ] δικαιώµατος» στο απόρρητο της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας, µε όποιον τρόπο κι αν αυτή διενεργείται.

Ο αστικός νοµικός µύθος συνδέει τις απαρχές του δικαιώµατος και την επιστηµονική σύλληψή του µε το άρθρο των Samuel D. Warren και Louis Brandeis στο Harvard Law Review, οι οποίοι διέβλεπαν ήδη από το 1890 να αναφύεται στην έννοια της ιδιωτικότητας «a right to be let alone».

Eκτοτε η εµπέδωση του δικαιώµατος και η µεθοδολογική ανάπτυξη του περιεχοµένου του από την επιστήµη και τη νοµολογία το κατέστησαν ευλόγως ποιοτικό δείκτη της δηµοκρατίας.

Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που η αυταξία του επικοινωνιακού απορρήτου στη δηµοκρατία δεν συµψηφίζεται ούτε συµποσούται µε άλλους δείκτες στην κλίµακα υλοποίησης των κυβερνητικών δεσµεύσεων. Όσο καθοριστικοί κι αν είναι οι τελευταίοι για τη διασφάλιση του υλικού ζην και ευ ζην, η κοινωνική ευηµερία είναι αδύνατο να νοηθεί εκτός κράτους δικαίου.

Στην εθνική έννοµη τάξη το υφιστάµενο κανονιστικό πλαίσιο δεν υπολείπεται καταρχάς σε εχέγγυα που διασφαλίζουν την τήρηση του απολύτως αναγκαίου µέτρου κάθε φορά που λόγος εθνικής ασφάλειας ή διερεύνησης εγκλήµατος υψηλής ποινικής αξίας επιβάλλει τον περιορισµό του δικαιώµατος. Στην πράξη ωστόσο, όπως ανέδειξε η πρόσφατη επικαιρότητα, η διαδικασία πάσχει, µε συνέπεια τη διακινδύνευση του συνταγµατικού δικαιώµατος.

Εστιάζουµε σηµειακά σε δύο µόνο επισηµάνσεις που θα συνέτειναν στην εναρµόνιση της διαδικασίας µε τα κριτήρια της ΕΣ∆Α και τη νοµολογία του ∆ικαστηρίου του Στρασβούργου:

(α) Η αποκατάσταση της παρανόησης που διαχέεται ευρέως τις τελευταίες ηµέρες σε σχέση µε την αντιταξιµότητα της έννοιας του απορρήτου. Ενώ το απόρρητο καταρχάς ευλόγως συνδέεται µε τη δράση των µυστικών υπηρεσιών ως παράµετρος επιχειρησιακής αποτελεσµατικότητας, είναι αυτονόητο ότι δεν µπορεί να εγείρεται κατά τον έλεγχο του έργου αυτών των υπηρεσιών από τα αρµόδια κατά το σύνταγµα και τον νόµο όργανα, στο πλαίσιο της καταστατικής για το δηµοκρατικό πολίτευµα αρχής της λογοδοσίας. Τούτο σηµαίνει ότι δεν νοείται άρνηση ενηµέρωσης των κοινοβουλευτικών επιτροπών –µόνιµων και εξεταστικών–, οι οποίες έχουν αποστολή την άσκηση ελέγχου εξ ονόµατος του κυρίαρχου λαού. Οµοίως, το απόρρητο δεν µπορεί να αντιταχθεί ούτε έναντι της Α∆ΑΕ, η οποία ως το εκ του συντάγµατος καθ’ ύλην αρµόδιο όργανο για τον έλεγχο νοµιµότητας επί της διαδικασίας άρσης του απορρήτου πρέπει να διαθέτει πλήρη πρόσβαση στα στοιχεία κάθε συντελεσθείσας άρσης.

Καθόσον η ΕΥΠ περιλαµβάνεται –και ορθώς– µεταξύ των ελεγχόµενων από την Α∆ΑΕ φορέων, ούτε έναντι αυτής ισχύουν οι διατάξεις περί χορήγησης προηγούµενης άδειας από τον εποπτεύοντα υπουργό. Οι διαρκείς και θεσµοθετηµένοι έλεγχοι τόσο από το κοινοβούλιο όσο και από την Α∆ΑΕ υφίστανται κατ’ εφαρµογή της δηµοκρατικής αρχής. ∆εν πρέπει συνεπώς να συγχέονται µε την ανάγκη χορήγησης προηγούµενης άδειας σε ειδικές και έκτακτες περιπτώσεις, π.χ. κατάθεση υπαλλήλου της ΕΥΠ ως µάρτυρα ενώπιον δικαστηρίου.

(β) Πρόβληµα δηµιουργούν επίσης επιµέρους στοιχεία της διαδικασίας, στο πεδίο των άρσεων που πραγµατοποιούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας. Πρόκειται για παραµέτρους οι οποίες προσκρούουν στα κριτήρια που παγίως θέτει η νοµολογία του Ε∆∆Α σε σχέση µε τη συµβατότητα των εγχώριων κανονιστικών πλαισίων µε τις διατάξεις της ΕΣ∆Α. Η αόριστη χρονική διάρκεια, η έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας επί του σώµατος της διάταξης, καθώς επίσης και η δυνατότητα µη αναγραφής του ονόµατος του καθ’ ου το µέτρο, η λήψη της απόφασης από µονοπρόσωπο αντί συλλογικού οργάνου είναι µερικά µόνο από τα σηµεία των οποίων επείγει η εναρµόνιση µε τα δικαιοκρατικά minima.

Υπό αυτή την έννοια, η πρόσφατη παρέµβαση –στις 12 Σεπτεµβρίου– του επιτρόπου ∆ικαιοσύνης Ντιντιέ Ρέιντερς, στο πλαίσιο σχετικής συζήτησης στην ολοµέλεια του Ευρωκοινοβουλίου, είναι ιδιαιτέρως χρήσιµη και για την αποτύπωση του ελληνικού προβλήµατος: «Η απλή επίκληση της εθνικής ασφάλειας δεν φτάνει για να υπάρξει παρέκκλιση από το Ευρωπαϊκό ∆ίκαιο, όπως εµφατικά επισηµαίνεται στη νοµολογία του ∆ικαστηρίου της ΕΕ. Η στοιχειοθέτηση λόγου εθνικής ασφάλειας πρέπει να ερείδεται σε αξιόπιστα πραγµατικά περιστατικά».

*Μέρος άρθρου που δηµοσιεύτηκε καταρχάς από το Ινστιτούτο Eteron

Η Αικατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος, μέλος της ΑΔΑΕ

Διαβάστε επίσης

Σκάνδαλο παρακολουθήσεων: Δεν ξέρει, δεν είδε, δεν άκουσε ο Οικονόμου για την έρευνα της Europol

Σκάνδαλο υποκλοπών – Βέρα Γιούροβα: «Οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν γιατί παρακολουθούνται»

Documento Newsletter