Στο φύλλο της περασμένης Κυριακής το Documento κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο ένα ρεπορτάζ που κατήγγειλε ένα γεγονός. Η εφέτης Λάρισας Φανή Βακράτσα είναι αδελφή της δικηγόρου Λάρισας Ανθής Βακράτσα, η οποία από το 2011 επί Καλλικράτη έχει μετατεθεί από τη νομαρχία στην περιφέρεια από τον τότε περιφερειάρχη Κώστα Αγοραστό και παραμένει εκεί μέχρι σήμερα, έχοντας στο μεταξύ προαχθεί σε προϊσταμένη της νομικής υπηρεσίας της. Η συγγένεια δεν θα αφορούσε κανέναν, αν η δικαστής δεν τύχαινε να βρίσκεται στη σύνθεση της έδρας στο δικαστήριο για την κακοκαιρία Ιανός, από το οποίο απαλλάχτηκε ο Κ. Αγοραστός, με καθοριστικό ψήφο της ίδιας, για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια (καταδικάστηκε για την ελαφρύτερη κατηγορία της πλημμύρας από αμέλεια). Προήδρευε επίσης σε μονομελές εφετείο που απάλλαξε τον Κ. Αγοραστό και έναν ακόμη κατηγορούμενο (τον πρόεδρο της ΚΤΕΛ Τρικάλων ΑΕ) από δεύτερη υπόθεση, που αφορούσε συνέργεια σε κλοπή μεταφορικού έργου.
Δείτε επίσης: Αδερφή της νομικής συμβούλου του Αγοραστού η δικαστής που τον αθώωσε
Εύλογη δυσπιστία
Ακόμη κι αν οι αποφάσεις των δύο δικαστηρίων ήταν διαφορετικές, όπως μας διαβεβαίωσαν νομικοί, με βάση το άρθρο 15 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας «όλα τα δικαστικά πρόσωπα είναι εξαιρετέα… αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους».
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι με το νέο νομοσχέδιο Φλωρίδη για το οικογενειακό δίκαιο διευρύνεται η πρόβλεψη για τα «κωλύματα εντοπιότητας», ώστε να απαγορεύεται και σε μεγαλύτερες επαρχιακές πόλεις, μεταξύ αυτών και η Λάρισα, «η υπηρεσία δικαστικού λειτουργού σε δικαστήριο ή εισαγγελία, στην περιφέρεια του οποίου είναι διορισμένος ως δικηγόρος σύζυγος… ή συγγενής του μέχρι δεύτερου βαθμού».
Σε υπόθεση αγωγής του Κωνσταντίνου Φρουζή κατά του Κώστα Βαξεβάνη και του Documento η πρωτοδίκης Νίκη Μαργιώλα είχε καταθέσει δήλωση αποχής για πολύ πιο ασθενή λόγο, με την αιτιολογία δηλαδή ότι ο σύζυγός της, δικηγόρος, είχε μία και μόνον επαφή στο παρελθόν –για επικείμενη ενδεχόμενη επαγγελματική συνεργασία– με τον Κων. Φρουζή. Η δήλωση απορρίφθηκε. Κατατέθηκε πάντως.
Με αυτά τα δεδομένα επικοινωνήσαμε με τη δικαστή Φ. Βακράτσα και με τη νομική σύμβουλο Ανθ. Βακράτσα, προκειμένου να πιστοποιήσουμε την σχέση συγγένειας και να ζητήσουμε διευκρινίσεις. Η πρώτη απάντησε ότι «δεν επιτρέπεται να μας μιλήσει». Η δεύτερη ότι πρόκειται «για προσωπικά δεδομένα» και ότι την «ενοχλούμε». Κατόπιν αποστολής αναλυτικών e-mails και στις δύο, γραπτών μηνυμάτων,
αλλά και τηλεφωνικής επικοινωνίας και αναλυτικού SMS με τον Κ. Αγοραστό, ο οποίος αρχικά «δεν μας άκουγε» και εν συνεχεία δεν μας απάντησε, τελικά επιβεβαιώσαμε τη συγγένεια και, θέτοντας το ερώτημα γιατί η Φ. Βακράτσα δεν υπέβαλε ποτέ αίτημα αυτοεξαίρεσής της, προχωρήσαμε σε δημοσίευση. Οπως επιτάσσουν το δημοσιογραφικό δικαίωμα αλλά και η υποχρέωση του ελέγχου της δικαστικής εξουσίας.
Οι «αυτόκλητοι» προστάτες
Ακολούθησε μια πραγματική επίθεση, όχι από τους «θιγόμενους», αλλά… από τα σωματεία τους. Η Ενωση Δικαστών και Εισαγγελέων χαρακτήρισε το δημοσίευμα «απαράδεκτο και συκοφαντικό», κατηγορώντας μας για «εντυπωσιασμό», «θεωρίες συνωμοσίας» και ως έχοντες «αντικομφορμιστικό διαβατήριο». Εφτασε μάλιστα στο σημείο να υποστηρίξει ότι στόχος μας είναι «ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των πολιτών στο δικαστικό σύστημα, ενόψει και των δικών που έχουν προσδιοριστεί το συγκεκριμένο δικαστήριο»!
Μια προφανής αναφορά στην επερχόμενη δίκη για τα Τέμπη, που δεν ήταν το αντικείμενο του ρεπορτάζ μας. Ωστόσο, αν η Ενωση γνωρίζει ότι υπάρχουν σκιές αμεροληψίας στα Τέμπη, την καλούμε να μας απευθυνθεί και με χαρά θα καλύψουμε το ρεπορτάζ.
Τα ερωτήματα που αβίαστα ανακύπτουν είναι εύλογα. Με ποια ακριβώς αρμοδιότητα και στοιχεία «δίκασε» το «ανώνυμο» γραφείο Τύπου της ΕνΔΕ και αθώωσε τη Φ. Βακράτσα; Τη χαρακτηρίζει «δικαστική λειτουργό γνωστή για το ήθος και την εντιμότητά της». Ομως το γεγονός ότι δεν ζήτησε αυτοεξαίρεση αφήνει περιθώριο για την κριτική μας ως προς τη συγκεκριμένη στάση της. Από πότε δεν επιτρέπεται η δημοσιογραφική κριτική;
Επιπλέον, στο δημοσίευμα απάντησε και ο Δικηγορικός Σύλλογος Λάρισας (ΔΣΛ), κατηγορώντας μας ότι «πλήττει βάναυσα αλλά και άδικα την τιμή και την υπόληψη μέλους του Συλλόγου μας». Υπερασπιζόμενος την «κατά γενική ομολογία αδέκαστη δικαστική λειτουργό» (με ποια αρμοδιότητα άραγε;), μίλησε για «δήθεν σχέση εντολής» μεταξύ του πρώην περιφερειάρχη Αγοραστού και της νομικής συμβούλου της περιφέρειας.
Γιατί όμως «δήθεν σχέση εντολής»; Ακριβώς το ότι ήταν νομική σύμβουλος της περιφέρειας σε όλη τη μακρά θητεία Αγοραστού (από το 2011 ως το 2023) δεν πιστοποιεί σχέση συνεργασίας και στενής γνωριμίας, σχέση εντολής σε προηγούμενα έτη; Το γεγονός ότι είχε παρασταθεί στον Κ. Αγοραστό, ως πολιτικό προϊστάμενο της περιφέρειας, σε υπόθεση που έφτασε έως τον Αρειο Πάγο δεν το τεκμηριώνει επιπλέον; Δεν προήχθη επί Αγοραστού; Κι εν πάση περιπτώσει η δημοσιογραφική κριτική δεν αφορούσε το μέλος του ΔΣΛ και την όποια σχέση του με τον πρώην περιφερειάρχη, αλλά τη στάση της δικαστού – αδελφής της.
Ακολούθως παραθέτουμε απόψεις έγκριτων νομικών που συνηγορούν στη βασιμότητα της ουσίας του ρεπορτάζ μας.
«Αδικαιολόγητη η ανακοίνωση της ΕνΔΕ»
Οι ίδιοι οι δικαστές έχουν ιερό χρέος να προστατεύουν το κύρος της Δικαιοσύνης». Αυτό τονίζει στο Documento η Φωτεινή Πλακιά, μητέρα της Ευδοκίας-Μυρτούς Πλακιά που έχασε τη ζωή της από την κακοδιαχείριση της κακοκαιρίας Ιανός, επισημαίνοντας παράλληλα ότι ο έλεγχος της αμεροληψίας στην απονομή της Δικαιοσύνης όχι μόνο δεν πρέπει να περιορίζεται, αλλά να προεξοφλείται από τους ίδιους τους λειτουργούς της χωρίς καν να τεθεί ζήτημα. Η Ευδοκία-Μυρτώ ήταν ένα από τα θύματα του Ιανού, δηλαδή η υπόθεση του θανάτου της (συγκεκριμένα των ευθυνών του τότε περιφερειάρχη Κώστα Αγοραστού) εκδικάστηκε με τη συμμετοχή στην έδρα της εφέτου Φανής Βακράτσα, αδελφής της νομικής συμβούλου της Περιφέρειας Θεσσαλίας και επί χρόνια συνεργάτιδας του Κ. Αγοραστού.
Η οικογένειά όμως της αδικοχαμένης φαρμακοποιού εκφράζει μέσω του Documento τις αμφιβολίες της για την αμερόληπτη εκδίκαση της υπόθεσης και διά του δικηγόρου της Δημήτρη Σκύφτα.
Την ίδια ώρα ακόμη πέντε διακεκριμένοι δικηγόροι, οι Γιάννης Μαντζουράνης, Θεόδωρος Μαντάς, Γιάγκος Λαμπίρης, Γιάννης Απατσίδης και Διονύσης Παντής, τοποθετούνται ξεκάθαρα απέναντι στο μείζον ζήτημα που ανέκυψε με τη δικαστή που δεν δήλωσε λόγο εξαίρεσης στις δύο δίκες με τον Κ. Αγοραστό.
Και οι πέντε διαπιστώνουν τη θεσμική κατοχύρωση του αιτήματος αυτοεξαίρεσης, την ιδιαίτερη σημασία του όταν πρόκειται για δίκες με πολιτικό και κοινωνικό ενδιαφέρον, τον ρόλο των δημοσιογράφων αλλά και την άτοπη συντεχνιακή ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ) σε βάρος του Documento που αποκάλυψε το θέμα. Τονίζει ενδεικτικά ο Γ. Μαντζουράνης: «Είναι παντελώς αδικαιολόγητη η ανακοίνωση του γραφείου Τύπου της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, αφού δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στον νόμο ούτε στη δικαστηριακή πρακτική και γι’ αυτό δεν συγχωρείται ούτε με την επίκληση λόγων συναδελφικής αλληλεγγύης».
Αλλωστε την ίδια μόλις ημέρα που δημοσιοποιήσαμε την υπόθεση (στο φύλλο της περασμένης Κυριακής) και ο ίδιος ο πρόεδρος του ΔΣΑ και πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας Δημήτρης Βερβεσός, ερωτηθείς σχετικά από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του Open που ανέδειξε το θέμα, είχε απαντήσει: «Νομίζω ότι, για λόγους πλήρους τάξης και ευαισθησίας αλλά και νομιμότητος, όφειλε να υποβληθεί αίτημα από μεριάς της έχουσας το συγκεκριμένο ζήτημα δικαστού –δεν λέω κώλυμα– να κριθεί αν αποτελεί κώλυμα στη συγκεκριμένη περίπτωση που δικαιολογούσε την παρουσία της στην σύνθεση ή δικαιολογούσε την εξαίρεσή της.
Αυτή είναι η δική μου γνώμη, ενόψει της συγκεκριμένης εμπλοκής η οποία υπάρχει, των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών της συγκεκριμένης υποθέσεως. Γιατί η Δικαιοσύνη, ξέρετε, δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει να φαίνεται προς τούτο. Σαν τη γυναίκα του Καίσαρα. Στις υποθέσεις των πολιτικών συνθέσεων γίνεται ορισμός από τον προϊστάμενο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης. Το ότι έτυχε να συνέβη δύο φορές αυτό μπορεί να είναι και θέμα τύχης, δεν το αποκλείω καθόλου».
«Προσδοκώ νέα δίκη που να διασφαλίζει το αδιάβλητο»
Φωτεινή Πλακιά, Μητέρα της αδικοχαμένης φαρμακοποιού Ευδοκίας- Μυρτού Πλακιά
Πιστεύω ότι σε μια ευνομούμενη πολιτεία κάθε πολίτης δικαιούται μια δίκαιη δίκη, από ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο. Το τελευταίο καταφύγιο για κάθε αδικημένο είναι η Δικαιοσύνη. Σ’ αυτήν προσφεύγουμε, σ’ αυτή στηριζόμαστε και προσδοκούμε μια δίκαιη και αμερόληπτη κρίση. Την οποία άλλωστε ο ίδιος ο νομοθέτης απαιτεί και καθίσταται αυτονόητο σε έναν δικαστή να εξαιρείται από μια δίκη, ακόμη και για μια απλή κοινωνική σχέση με κάποιον από τους εμπλεκόμενους σε δίκη.
Είναι γεγονός ότι η εφέτης κ. Βακράτσα, που δίκαζε για την υπόθεση του Ιανού με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια για τον θάνατο της κόρης μου, είναι αδελφή της νομικού συμβούλου της Περιφέρειας Θεσσαλίας. Είναι επίσης απολύτως βέβαιο ότι η αδελφή της είχε μια γνωριμία πολλών ετών και μια σχέση εμπιστοσύνης, αφού υπήρξε προϊσταμένη της νομικής υπηρεσίας της περιφέρειας με απόφαση του κ. Αγοραστού και άρα στενή συνεργάτιδά του.
Σε ποιο βαθμό διασφαλίστηκαν η αντικειμενική κρίση και αμεροληψία της δικαστού όταν δίκαζε τον φυσικό προϊστάμενο της αδελφής της;
Γιατί δεν ζήτησε την αυτοεξαίρεσή της ώστε να διασφαλίσει την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία της δίκης; Δεν υπήρχαν άλλοι άξιοι δικαστικοί λειτουργοί να την αντικαταστήσουν; Για ποιους λόγους θεώρησε την παρουσία της στο δικαστήριο με κατηγορούμενο τον κ. Αγοραστό εντελώς απαραίτητη;
Πώς λοιπόν να μην εγείρονται βάσιμες και σοβαρές υπόνοιες μεροληψίας, τη στιγμή μάλιστα που με την ψήφο της καθορίστηκε το αποτέλεσμα της δίκης;
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Λάρισας αποφάσισε με πλειοψηφία 2-1 (μειοψήφησε ο πρόεδρος του δικαστηρίου) την αθώωση των κατηγορουμένων για τον άδικο θάνατο της κόρης μου.
Θεωρώ την απόφαση παντελώς άδικη, καθώς ο θάνατος της Ευδοκίας μας δεν ήταν ατύχημα, αλλά αποτέλεσμα της ανικανότητας του κρατικού μηχανισμού να αντιμετωπίσει την επικρατούσα κατάσταση στην φονική πλημμύρα του Ιανού.
Το δικαστήριο απαξίωσε πλήρως την ανθρώπινη ζωή, αφού έκρινε ότι οι θέσεις των κατηγορουμένων, δηλαδή οι καρέκλες έχουν μεγαλύτερη αξία από τη ΖΩΗ της κόρης μου.
Η απόφαση αυτή αποτελεί μεγάλο πλήγμα στην αξιοπιστία και στο κύρος της Δικαιοσύνης και ενισχύει τη δυσπιστία των πολιτών στον ανεξάρτητο αυτό θεσμό.
Πέρα και πάνω από κάθε νόμο γραπτό και άγραφο υπάρχουν οι ΗΘΙΚΟΙ ΝΟΜΟΙ. Οι ίδιοι οι δικαστές έχουν ιερό χρέος να προστατεύουν το κύρος της Δικαιοσύνης και όχι να προκαλούν με αποφάσεις που έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Προσδοκώ και ελπίζω να επαναληφθεί η δίκη με τέτοια σύνθεση που να εγγυάται το αδιάβλητο της κρίσης, διεκδικώντας τη δικαίωση για τον άδικο χαμό της κόρης μου.
«Δημιουργεί αμφιβολίες για την αμεροληψία»
Δημήτριος Σκύφας, Δικηγόρος οικογένειας Πλακιά
Μείζον ζήτημα σε κάθε δίκη είναι να μην αφήνεται υπόνοια μεροληψίας για τη διεξαγωγή της. Εν προκειμένω, η οικογένεια της άτυχης φαρμακοποιού πιστεύει ότι το συγκεκριμένο ζήτημα θα έπρεπε να τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου με δικές του ενέργειες και να αποφασίσει αν αποτελεί λόγο περί αντικατάστασης μέλους της σύνθεσής του. Ειδικά όταν το αποτέλεσμα περί αθώωσης ήταν με πλειοψηφία και όχι ομόφωνο. Το γεγονός ότι δεν τέθηκε καν ζήτημα για να κριθεί το κατά πόσο ήταν καθοριστική η συγκεκριμένη σχέση δημιουργεί αμφιβολίες για τη αμεροληψία του δικαστηρίου στην οικογένεια.
«Συντρέχει γεγονός που προκαλεί δυσπιστία»
Γιάννης Μαντζουράνης, Δικηγόρος
Στο άρθρο 15 ΚΠοινΔ ρητώς ορίζεται ότι: «Ολα τα δικαστικά πρόσωπα του προηγούμενου άρθρου είναι εξαιρετέα αν συντρέχουν οι λόγοι αποκλεισμού του άρθρου αυτού ή αν προκάλεσαν ή προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν εμφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους».
Εν ολίγοις, όλα τα δικαστικά πρόσωπα που είτε προκάλεσαν είτε προκαλούν υπόνοιες μεροληψίας, δηλαδή αν υπάρχουν γεγονότα που μπορούν να δικαιολογήσουν καταφανώς δυσπιστία για την αμεροληψία τους, είναι εξαιρετέα, ήτοι δεν πρέπει να δικάζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Οταν ο νόμος αναφέρεται σε «εξαιρετέα» δικαστικά πρόσωπα σημαίνει ότι αυτά τα πρόσωπα έχουν υποχρέωση να απέχουν των καθηκόντων, είτε αυτοβούλως είτε έπειτα από αίτηση εξαίρεσης και έκδοση σχετικής δικαστικής κρίσης.
Σημειωτέον ότι συχνά στην πράξη δικαστικά πρόσωπα ζητούν τη μη συμμετοχή σε δικαστικά συμβούλια ή δικαστήρια για «λόγους ευθιξίας», όταν υπάρχει έστω αμυδρή υποψία μεροληψίας αυτών προς διατου κύρους τόσο των ιδίων ως δικαστικών λειτουργών όσο και του συστήματος απονομής δικαιοσύνης εν συνόλω.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπου μια εφέτης στη Λάρισα δίκασε ποινική υπόθεση πρώην περιφερειάρχη Θεσσαλίας, που επί έτη συνεργαζόταν με την αδελφή της, η οποία υπήρξε και παραμένει δικηγόρος και νομική σύμβουλος της Περιφέρειας Θεσσαλίας, δεν απαιτείται ιδιαίτερη διανοητική προσπάθεια για να γίνει αμέσως αντιληπτό ότι συντρέχει γεγονός το οποίο δικαιολογεί άνευ ετέρου υπόνοιες μεροληψίας και συνεπώς δυσπιστία για την αμεροληψία της, με αναπόδραστο συνεπακόλουθο την «αυτοεξαίρεσή» της, όπως συνήθως λέγεται η σχετική δήλωση αποχής του ίδιου του δικαστικού λειτουργού.
Μάλιστα είναι τόσο προφανή ή ακριβέστερον αυτονόητα τα προαναφερόμενα ώστε είναι παντελώς αδικαιολόγητη η ανακοίνωση του γραφείου Τύπου της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, αφού δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στον νόμο ούτε στη δικαστηριακή πρακτική και γι’ αυτό δεν συγχωρείται ούτε με την επίκληση λόγων συναδελφικής αλληλεγγύης.
«Ανακοίνωση με στόχο τη φίμωση της εφημερίδας»
Γιάννης Λαμπίρης, Δικηγόρος
Η ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, που αφορά το από 12/1/2025 πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Documento, εκφεύγει του καταστατικού σκοπού της ένωσης και τούτο διότι:
1. Η αναφορά στο περιεχόμενο αυτής, ότι «επιχειρήθηκε η σπίλωση δικαστικού λειτουργού με τρόπο συκοφαντικό και απαράδεκτο», υποσκάπτει την ασφάλεια και το κράτος δικαίου, αφού η ένωση στην ουσία εξέδωσε «δικαστική απόφαση» με την οποία απαλλάσσει την αναφερόμενη δικαστική λειτουργό και καταδικάζει την εφημερίδα για συκοφαντική δυσφήμηση και περαιτέρω υπονομεύει την αρμοδιότητα του τυχόν πειθαρχικού ή οιουδήποτε άλλου ελέγχου, αφού λειτουργεί αποτρεπτικά στην τυχόν διερεύνηση των αναφερομένων στο δημοσίευμα.
2. Η αναφορά στο περιεχόμενο αυτής ότι «στόχος ενδεχομένως δεν είναι η ίδια η εφέτης Λάρισας που κατονομάζεται αλλά ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των πολιτών στο δικασφάλιση στικό σύστημα, ενόψει και των δικών που έχουν προσδιορισθεί στο συγκεκριμένο δικαστήριο» παραγνωρίζει ότι η εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικαστικό σύστημα δεν κλονίζεται ούτε μπορεί να κλονιστεί από οποιοδήποτε δημοσίευμα, πλην μόνον από δικαστικές πράξεις ή παραλείψεις που εκθέτουν το δικαστικό σύστημα στην ανυποληψία και τη χλεύη, προεξοφλεί τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών και τεχνηέντως επιχειρεί να συνδέσει αυτόν μόνο με το περιεχόμενο του δημοσιεύματος, ενώ ο κλονισμός ή μη της εμπιστοσύνης των πολιτών στο δικαστικό σύστημα αμιγώς συνέχεται με τις ορθές ή λανθασμένες δικαστικές αποφάσεις. Εντεύθεν, η παραπάνω ανακοίνωση δεν έχει σκοπό την προστασία της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών, αλλά έχει σκοπό τη στοχοποίηση της εφημερίδας και τη φίμωση αυτής ενόψει της εκδίκασης των εκκρεμουσών δικών.
«Νομικά ρυθμισμένη η διαδικασία εξαίρεσης των δικαστικών»
Θεόδωρος Μαντάς, Δικηγόρος
Η εξαίρεση των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών σε ποινικές υποθέσεις συνιστά έναν προληπτικό-προστατευτικό μηχανισμό για την αμεροληψία της Δικαιοσύνης. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας επιδιώκει να αποτρέψει κάθε ενδεχόμενο σύγκρουσης συμφερόντων ή προκατάληψης που θα μπορούσε να προκύψει από συγγενικές ή άλλες προσωπικές σχέσεις του δικαστικού ή εισαγγελικού λειτουργού με τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση.
Η διαδικασία της εξαίρεσης ενός δικαστή από μια ποινική υπόθεση είναι νομικά ρυθμισμένη έτσι ώστε να μπορεί να ζητηθεί από τα διάδικα μέρη ή από τον ίδιο τον δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό, αν αυτός κρίνει ότι υπάρχει λόγος να μην αντιμετωπίσει την υπόθεση αμερόληπτα.
Σε κάθε περίπτωση ο μηχανισμός αυτός, ανεξαρτήτως εάν υφίστανται τυπικά ελαττώματα που να δημιουργούν μια τέτοια υποχρέωση δήλωσης αποχής, οφείλει να ενυπάρχει ως μια ενδιάθετη κατάσταση εσωτερικής ανάγκης στον δικαστικό ή εισαγγελικό λειτουργό και να ενεργοποιείται ακόμη και δυνητικά, ως προϊόν και αποτέλεσμα μιας αυξημένης ευαισθησίας του λειτουργού της Δικαιοσύνης. Στο πνεύμα αυτό κινείται άλλωστε η προτεινόμενη από το υπουργείο Δικαιοσύνης τροποποίηση της παρ. 6 του άρθρου 49 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, σύμφωνα με την οποία επιχειρείται να ξεπεραστεί η καχυποψία που ενδεχομένως υπάρχει σχετικά με τη συνύπαρξη δικαστικών λειτουργών και δικηγόρων όταν αυτοί αποτελούν μέλη της ίδιας οικογένειας, επεκτείνοντας τα κωλύματα εντοπιότητας σχεδόν σε όλες τις πόλεις της χώρας.
«Μεγαλύτερη η ένταση σε δίκες με πολιτικό ενδιαφέρον»
Διονύσης Πάντης, Δικηγόρος
Η εξαίρεση δικαστή στην ποινική δίκη είναι θεσμός που υπηρετεί την προστασία του δικαστικού λειτουργού και της αμεροληψίας της ποινικής διαδικασίας.
Στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (άρθρο 14) αναφέρονται οι λόγοι αποκλεισμού (εξαίρεσης) δικαστή και στο ακροατήριο.
Ως λόγοι αποκλεισμού αναφέρονται η συγγένεια εξ αίματος και εξ αγχιστείας έως και τρίτου βαθμού, όποιος έχει υπάρξει επίτροπος, κηδεμόνας, θετός γονέας του κατηγορούμενου, θύμα του φερόμενου εγκλήματος ή συγγενής θύματος, όποιος εξετάστηκε ως μάρτυρας ή γνωμοδότησε ως πραγματογνώμονας ή τεχνικός σύμβουλος στην ίδια υπόθεση ή δικαστής που δίκασε σε προηγούμενο βαθμό δωσιδικίας.
Αλλά και ο ίδιος ο δικαστής στο πρόσωπο του οποίου συρρέουν μία η περισσότερες από τις παραπάνω περιπτώσεις οφείλει να δηλώσει αμέσως στον πρόεδρο του δικαστηρίου όπου υπηρετεί το γνωστό σ’ αυτόν λόγο για τον οποίο αποκλείεται ή εξαιρείται από τα καθήκοντά του σε ορισμένη υπόθεση.
Ομως, πέραν των ανωτέρω ρητά αναφερόμενων περιπτώσεων, δικαστές που δικάζουν σε οποιονδήποτε βαθμό ποινική υπόθεση οφείλουν να δηλώσουν ομοίως τυχόν σοβαρούς λόγους δικαστικής ευπρέπειας και συνείδησης που επιβάλλουν την εξαίρεσή τους από την άσκηση των καθηκόντων τους, ακόμη και αν δεν υπάρχουν οι ανωτέρω περιοριστικά αναφερόμενοι λόγοι. Γίνεται σαφές ότι εδώ υπεισέρχεται το υποκειμενικό στοιχείο της δικαστικής συνείδησης του συγκεκριμένου δικαστικού λειτουργού, η οποία προβλέπεται να προστατευτεί και διά αυτής και ο ίδιος ο δικαστικός λειτουργός αλλά και η εν γένει αξιοπιστία της ποινικής δίκης, σε όσες περιπτώσεις, κατά την κρίση του δικαστή που δικάζει, μπορεί να εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε υπόνοια μεροληπτικής κρίσης, υπέρ ή και κατά του κατηγορουμένου εξ όσων περιστάσεων γνωρίζει.
Είναι αυτονόητο ότι το παραπάνω, εκτός των περιοριστικά αναφερόμενων στον νόμο υποχρεωτικών περιπτώσεων εξαίρεσης (αποκλεισμού) που αναφέρονται στην προστασία της δικαστικής συνείδησης, αλλά και της αξιοπιστίας της Δικαιοσύνης και της ποινικής διαδικασίας, έχει ιδιαίτερη εφαρμογή σε δίκες με πολιτικό ή ευρύτερο κοινωνικό ενδιαφέρον, όπου εμπλέκονται υπό οποιαδήποτε ιδιότητα (υποστήριξης κατηγορίας ή κατηγορουμένου ή αστικά υπεύθυνου) πολιτικά πρόσωπα. Και αυτό αποκτά μεγαλύτερη ένταση όσο μεγαλύτερη είναι η εξουσία που το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι φορέας της ή εκπροσωπεί ή με την οποία συνδέεται όπως π.χ. όταν είναι κυβερνητικό στέλεχος, στέλεχος κυβερνητικού ή εν δυνάμει κυβερνητικού κόμματος ή φίλος ισχυρής πολιτικά ομάδας ή οικογένειας κ.λπ.
«Συντεχνιακές κινήσεις που έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα»
Γιάννης Απατσίδης, Δικηγόρος
Λόγω της ιδιότητάς μου ως νομικού συμβούλου και δικηγόρου της εφημερίδας και προσωπικά του κ. Βαξεβάνη δεν θα ήθελα να επεκταθώ περαιτέρω στην ουσία της υπόθεσης, αν και αντιλαμβάνομαι πολλά.
Ομως αυτό που θα ήθελα να τονίσω είναι ότι ανάλογες ανακοινώσεις – δελτία Τύπου της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων είναι απολύτως απαράδεκτα και δυσφημιστικά, ιδίως δε συντεχνιακά, που κατά τη δική μου ταπεινή γνώμη άγουν στο απολύτως αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή στην κατ’ ουσίαν προσβολή του δήθεν προστατευόμενου δικαστικού λειτουργού, αφού ο καθένας ξεχωριστά ως αυθύπαρκτη προσωπικότητα δύναται να προστατεύσει την προσωπικότητά του και να διασφαλίσει τον εγγυητικό του ρόλο στην απονομή του δικαίου. Αλλως ο δικαστής εμφανίζεται ως αδύναμος που χρειάζεται την πατρονία συνδικαλιστικών οργάνων.
Πάντως, ο φερόμενος ως συντάξας την ανακοίνωση – δελτίο Τύπου έχει ως γνωστόν πολύ σοβαρούς λόγους αποχής από την κρίση κάθε υπόθεσης που αφορά τον κ. Βαξεβάνη, και λόγω της τεκμαιρόμενης εμπάθειας προς το πρόσωπό του το κύρος της ανακοίνωσης είναι τουλάχιστον διχαζόμενο.
Ο δικαστής οφείλει να τηρεί μέτρο στις εκφράσεις του και να ομιλεί με τις αποφάσεις του, όταν δεν έχει λόγους αποχής, ήτοι λόγους ευπρέπειας, και ουχί με φιρμάνια άλλου τύπου. Πολλώ δε μάλλον όταν είναι εγνωσμένης επαγγελματικής και επιστημονικής κατάρτισης, ως ο φερόμενος συντάκτης.
Οπως π.χ. οι ελεγκτές φορολογικών και διαχειριστικών επανελέγχων, που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στη διαγραφή κατ’ ουσίαν προστίμων εκατομμυρίων ή στη μη επιβολή τους, κόντρα σε προηγούμενα πορίσματα-καταπέλτη, ακόμη και ελεγκτών που έχουν αυτοκτονήσει μην αντέχοντας τις αθέμιτες πιέσεις, έχουν δικαίωμα στην αντίθετη άποψη (όπως οι συνήγοροι υπεράσπισής τους), σύμφωνα με τη νομολογία του κ. Χαράλαμπου Σεβαστίδη, βάσει της οποίας απηλλάγησαν περίπου 50 οικονομικοί επιθεωρητές, έτσι και οι δημοσιογράφοι έχουν το δικαίωμα, άμα και οι πολίτες, να οριοθετούν διαφορετικά από τον ίδιο το εύρος των λόγων ευπρέπειας, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για πολιτικά πρόσωπα, που έχουν απολαύσει ιδιαίτερης δικαστικής προστασίας, χαδιών και προδέρμ, διαχρονικά από τη Δικαιοσύνη. Ας είμαστε πιο ανεκτικοί στην κριτική, ακόμη κι εάν αυτή είναι σκληρή, δριμεία, ακόμη και άδικη.
Διαβάστε επίσης
Έγκλημα Τέμπη: Δύο χρόνια πριν ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρίστανε τον… εμπειρογνώμονα (Video)