Ενας αιώνας συμπληρώνεται φέτος από τον θάνατο Φραντς Κάφκα, του διαυγέστερου από τους σκοτεινούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Τα αίτια της διαρκούς επικαιρότητας του Κάφκα αποτελούν αντικείμενο διαξιφισμών μεταξύ των λογοτεχνικών κριτικών, αλλά απασχολούν ελάχιστα τους αναγνώστες που εξακολουθούν έναν αιώνα μετά τον θάνατο του Βοημού συγγραφέα να δείχνουν ακόρεστο ενδιαφέρον για την προσωπικότητα και το έργο του. Η μεταξύ τους διασύνδεση εμπνέει εξαντλητικές βιογραφίες και μυθιστορήματα (Μίχαελ Κούμπφμιλερ «Το μεγαλείο της ζωής», μτφρ. Μαρία Αγγελίδου, Αγρα), προκαλεί πανηγυρικές επανεκδόσεις των διάσημων βιβλίων του («Η δίκη» και «Ο πύργος», Κέδρος, μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς) και πυροδοτεί θεματικές ανθολογίες, όπως τα «Ονειρα» των Γκασπάρε Τζιούντιτσε και Μίχαελ Μίλερ (μετ. Αλεξάνδρα Ρασιδάκη, Αγρα). Παράλληλα οι ερμηνευτικές μελέτες της κλειστοφοβικής του ατμόσφαιρας και οι ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις των ηρώων του διαδέχονται με αμείωτο ρυθμό η μία την άλλη. Ο ίδιος ο Κάφκα, εντούτοις, φαίνεται πιο απροσέγγιστος παρά ποτέ και τα φαντάσματα που εξαπέλυσε στο λογοτεχνικό στερέωμα παραμένουν ασύλληπτα. Το παράδοξο επιτείνεται από το ότι η γλώσσα του είναι κοινόχρηστη και η σύνταξή του φαινομενικά απλή, οι εκφράσεις του τετριμμένες και οι περιγραφές του στεγνές. Τα φαινόμενα όμως απατούν γιατί ο Κάφκα, παρότι δεν επιδεικνύει αστραφτερή πανοπλία, διαθέτει κρυφά και αμείλικτα όπλα.
Δεν εντυπωσιάζει με ακροβατικούς συλλογισμούς αλλά δεν υπάρχει ούτε ένας ήρωάς του που η τύχη του να μην κρέμεται από τεντωμένο σκοινί. Δεν προτείνει λειψά ιδεολογικά σχήματα για να εξηγήσει τον κόσμο αλλά η φιλοσοφική του αγωνία είναι πλήρης. Γράφει ρεαλιστικά αλλά με έντονα συμβολικό πυρήνα και πραγματεύεται αγχώδη θέματα με καθησυχαστικό ύφος. Εχει ρυθμό πραγματιστικά ξηρό αλλά τα κείμενά του αρδεύονται από συνήθως απαρατήρητο μα υπογείως δραστικό χιούμορ. Οι πρωταγωνιστές του είναι προσγειωμένοι στην ωμότητα της τρέχουσας ζωής αλλά το ονειρικό τους απόθεμα καταλαμβάνει ένα πεδίο ανεξάντλητο. Είναι παιδί της ανήσυχης μεγαλούπολης αλλά διακατέχεται από την υπαίθρια νοσταλγία μιας ζωής μακριά από τη λαβυρινθώδη μητρόπολη, τον ρυθμό της οποίας αποτύπωσε έξοχα ο Γκέοργκ Ζίμελ.
Αξεπέραστο πρότυπο, μισητό παράδειγμα
Πράγμα ευεξήγητο, αφού ο Κάφκα (1883-1924) έχει προγόνους αγροτικής καταγωγής και ήταν ο πρωτότοκος της οικογένειας ανάμεσα στα έξι παιδιά που γεννήθηκαν στην Πράγα. Δύο αγόρια που ακολούθησαν πέθαναν πολύ νωρίς και οι τρεις αδερφές του εξοντώθηκαν αργότερα στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο παππούς του ήταν χασάπης και ο πατέρας του μπορεί να εξελίχθηκε σε έμπορο υφασμάτων πολυτελείας, αλλά κράτησε την τραχύτητα της καταγωγής του. Στη δουλειά είχε βελούδινο χέρι και στο σπίτι ήθη εκδοροσφαγέα με όψιμες μεγαλοαστικές φιλοδοξίες. Ο Χέρμαν Κάφκα ήταν σωματώδης και εκδηλωτικός, επιδεικτικά υγιής και ορεξάτος, βάναυσος και ευφραδής, ενώ ο Φραντς παρουσίαζε την ακριβώς αντίθετη εικόνα καθώς ήταν λεπτοκαμωμένος και ντροπαλός, φιλάσθενος και ανόρεχτος, ευγενής και ολιγόλογος. Ο πατέρας αποτελεί για τον γιο αξεπέραστο πρότυπο και συνάμα μισητό παράδειγμα, ενώ οι σχέσεις του πληθωρικού και εξωστρεφούς εμπόρου με τον συνεσταλμένο και εσωστρεφή συγγραφέα διεκτραγωδούνται και διακωμωδούνται παράλληλα στο περιβόητο πλέον «Γράμμα στον πατέρα» (μτφρ. Βασίλης Τσαλής, Μεταίχμιο).
Εκεί, σε συνδυασμό με την υποτονική παρουσία μιας προβληματικά απόμακρης μητέρας, το οικογενειακό πορτρέτο ολοκληρώνεται με τα μελανότερα χρώματα και ο δυνάστης εμφανίζεται πεισματώδης και οξύθυμος, δογματικά πεπεισμένος για το δίκιο του και αφόρητα εγωκεντρικός. Πιστός στην προοπτική της κοινωνικής ανόδου και υιοθετώντας την προγραμματική διακήρυξη της αστικής τάξης όπως συνοψίζεται στο σύνθημα «ιδιοκτησία και μόρφωση», θα επιτρέψει στον γιο του να αποκτήσει πανεπιστημιακή παιδεία αλλά δεν θα του συγχωρήσει ποτέ την αδιαφορία για την οικογενειακή επιχείρηση. Οπως πολλά παιδιά εύπορων εβραϊκών οικογενειών της κεντρικής Ευρώπης, ο Φραντς σπούδασε για λίγο φιλολογία και ιατρική ενώ τελείωσε τη νομική και εργάστηκε αρχικά σε ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία και αργότερα στο Ιδρυμα Ασφάλισης Εργατικών Ατυχημάτων. Το δικό του ευτύχημα, εντούτοις, υπήρξε η παθιασμένη στροφή του στη λογοτεχνία, για την οποία δεν προβλεπόταν καμιά ασφαλιστική αποζημίωση και οι ενδεχόμενες (δηλαδή σίγουρες) ζημιές από την ενασχόληση μαζί της πληρώνονταν ιδίοις εξόδοις.
Ο Κάφκα μεγάλωσε στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της κεντροευρωπαϊκής μπελ επόκ και μαζί με τον Τόμας Μαν, τον Χέρμαν Μπροχ, τον Μαρσέλ Προυστ και τον Ρόμπερτ Μούζιλ διέβλεψε την παρακμή και περιέγραψε με τον δικό του υπαινικτικό τρόπο την κατάρρευσή της. Η παιδεία του υπήρξε αμάλγαμα της γερμανόφωνης λογοτεχνίας και του εβραϊκού μεσσιανισμού. Στην πρώτη οφείλεται η πικρή επίγευση ενός επιθανάτιου ρομαντισμού και στον δεύτερο η μεταφυσική προδιάθεση που τον κατέστησε, όπως έχει ευφυώς παρατηρηθεί, τον διαυγέστερο από τους σκοτεινούς συγγραφείς του εικοστού αιώνα. Σε αντίθεση με άλλους ορμητικότερους συναδέλφους, ο Κάφκα κατέρχεται στον στίβο των γραμμάτων γεμάτος από όλες τις επιφυλάξεις που ταιριάζουν στην αναβλητική του ιδιοσυστασία. Γράφει πολλά και σκίζει περισσότερα, εκτείνεται μόνο και μόνο για να περικόψει ό,τι του φαίνεται πλεοναστικό, δημοσιεύει επιλεκτικά και ακατάστατα μικρά κείμενα που έχουν περάσει από το αποστακτήριο των αναγνώσεων μεταξύ φίλων. Ο ψυχρός πυρετός που διατρέχει τις παράδοξες ιστορίες του αφήνει ασυγκίνητο το θερμόμετρο του κοινού γούστου και εξασφαλίζει στον νεαρό συγγραφέα το πλεονέκτημα να γράφει απερίσπαστος και σε απόσταση ασφαλείας από τα μοδάτα φιλολογικά σαλόνια.
Από την πρώτη προσπάθεια στον «Πύργο»
Ο Κάφκα κοντεύει τα τριάντα όταν επιχειρεί την πρώτη μυθιστορηματική του απόπειρα, που θα μείνει ημιτελής και αργότερα θα πάρει τον τίτλο «Αμερική» (μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Νησίδες). Κεντρικός του ήρωας είναι ένας δεκαεξάχρονος μετανάστης, ο Καρλ Ρόσμαν, που εκδιώκεται από την οικογένειά του λόγω ανάρμοστης (σεξουαλικής) συμπεριφοράς και καταφεύγει στην πολλά υποσχόμενη ήπειρο για να εξιλεωθεί. Ο αφελής νεαρός πιάνει δουλειά ως παιδί του ασανσέρ σ’ ένα πολυδαίδαλο ξενοδοχείο της Νέας Υόρκης, που προεικάζει με την ψυχρή λειτουργική του δομή την αποστασιοποιημένη αυταρχικότητα με την οποία διεκπεραιώνονται οι σχέσεις εξουσίας στον «Πύργο». Ταυτόχρονα εμπλέκεται σε καταστάσεις που οι γελοίες εκφράσεις τους συναγωνίζονται επάξια τις κωμικές τους πλευρές και κάθε του προσπάθεια να εξοικειωθεί, έστω και τραυματικά, με τον νέο, απρόβλεπτο κόσμο καταλήγουν στην ολοένα και βαθύτερη αποξένωσή του απ’ αυτόν.
Η αβεβαιότητα του σύγχρονου ανθρώπου όσον αφορά τη θέση, την υπόσταση και την αξία του σε μια νοσηρή πραγματικότητα αποτελεί και το κεντρικό θέμα του «Πύργου», ενός μυθιστορήματος που ενώ απασχόλησε για δέκα χρόνια και με μεγάλες ανάπαυλες τον Κάφκα, παρέμεινε εκκρεμές όσο και η τύχη του βασανισμένου ήρωά του. Πρόκειται για κάποιον τοπογράφο που φτάνει νύχτα κι αφού έχει χαθεί πολλές φορές στον δρόμο σ’ ένα γεωγραφικά απροσδιόριστο χωριό, έχοντας προσληφθεί για να εκτελέσει κάποια εξίσου απροσδιόριστη εργασία. Καταλύει σ’ ένα ταπεινό πανδοχείο που δεν έχει διαθέσιμο δωμάτιο και καταλήγει να κοιμάται σε αχυρόστρωμα, ανάμεσα σε χωριάτες που πίνουν την μπίρα τους και τον αντιμετωπίζουν, όπως άλλωστε και ο πανδοχέας, με τη σκυθρωπή επιφυλακτικότητα που αντιστοιχεί σ’ έναν παρείσακτο. Ο ήρωάς μας αντιλαμβάνεται αργά και επώδυνα πως η αποστολή που έχει αναλάβει, χωρίς οι όροι της να έχουν αποσαφηνιστεί έστω και στοιχειωδώς, θα καθυστερήσει για χρονικό διάστημα που είναι αδύνατο να προβλεφθεί. Εντολέας του είναι, γενικώς και αορίστως, ο Πύργος που εξουσιάζει και το παρακείμενο χωριό. Μόνο που δεν υπάρχει κανένας Πύργος αλλά ένα ακανόνιστο σύμπλεγμα χαμηλών κτισμάτων που διοικείται από μια γραφειοκρατία υπαλλήλων με αμφισβητούμενους ρόλους και ανεξακρίβωτης έκτασης δικαιοδοσία. Η δική του θέση γίνεται ακόμη επισφαλέστερη γιατί η αποφασιστική εξουσία του Πύργου, αν υπάρχει, είναι απροσέγγιστη και οι συγκυριακοί της φορείς εμφανίζονται ταυτόχρονα ως αναρμόδιοι αλλά με αυστηρές απαιτήσεις, το περιεχόμενο των οποίων γίνεται συνεχώς και πιο αινιγματικό.
Δίκη για μια ανυπαίτια ενοχή
Εξίσου αινιγματικές είναι και οι συνθήκες που οδηγούν στην αιφνίδια ανατροπή της μοίρας του Γιόζεφ Κ. Ο ήρωας που πρωταγωνιστεί στη «Δίκη» είναι ανώτερος τραπεζικός υπάλληλος χωρίς οικογένεια. Ζει σε μια πανσιόν και ενώ ετοιμάζεται να πάρει το πρωινό του καταλαμβάνεται εξ απροόπτου από την αναγγελία της σύλληψής του. Οι δύο άντρες που μεταφέρουν το άγγελμα καθώς και ο επιθεωρητής που εμφανίζεται λίγο αργότερα ανήκουν σε κάποια αρχή που δεν κατονομάζεται και οι αρμοδιότητές τους είναι σαφώς περιορισμένες. Κατά συνέπεια, δεν είναι σε θέση να πληροφορήσουν τον κατάπληκτο υπάλληλο για την αιτία της σύλληψής του. Η ίδια η σύλληψη εξάλλου είναι ανορθόδοξη, αφού ο Κ. όχι μόνο δεν προσάγεται σε κάποιον εντεταλμένο ανακριτή αλλά είναι ελεύθερος να πάει κανονικά στη δουλειά του, με μοναδική υποχρέωση να παρουσιαστεί, όταν του ζητηθεί, σε μέρος, για την ώρα άγνωστο, όπου θα αποφασιστεί η εξέλιξη της όλης διαδικασίας. Ολοι αισθανόμαστε κάποιον παράλογο και συχνά αναιτιολόγητο φόβο μπροστά στα όργανα της εξουσίας, τα κατώτερα συνήθως, μια που ο μέσος πολίτης σπάνια έρχεται σε επαφή με τους ανώτερους κύκλους της, αλλά εδώ ο Κάφκα κορυφώνει το θέμα της ανυπαίτιας ενοχής. Ο ήρωάς του όχι μόνο δεν βαρύνεται με τίποτε συγκεκριμένο, αλλά αδυνατεί να υποψιαστεί καν ποιο θα μπορούσε να είναι το παράπτωμα, το αδίκημα ή το έγκλημα που οδήγησε στην εσπευσμένη και περιέργως χαλαρή του σύλληψη. Η πρώτη ανάκριση, η οποία διεξάγεται σε εντελώς ανεπίσημο περιβάλλον, μια στενή αίθουσα που βρίσκεται σε μια κοσμοβριθή πολυκατοικία, δεν τον κάνει διόλου σοφότερο, ενώ οι ανακρίσεις που ακολουθούν τον υποχρεώνουν να απολογείται χωρίς ούτε τότε να διευκρινίζεται το αντικείμενο της κατηγορίας που εκκρεμεί εναντίον του.
Ο μοναχικός και αβοήθητος άνθρωπος απέναντι στον στυγερά απρόσωπο νόμο, το βάρος ενός απροσδιόριστου καθήκοντος ή η ενοχή μπροστά σε μια απροσέγγιστη αρχή που δεν αντλεί από πουθενά τη νομιμότητά της είναι μείζονα θέματα που καθιστούν τον Κάφκα περισσότερο επίκαιρο απ’ όσο υπήρξε στην εποχή του. Το συγκεντρωτικό κράτος και οι αυταρχικές μεθοδεύσεις του, οι απρόσωποι μηχανισμοί των αδιαφανών παράκεντρων της εξουσίας αλλά και η συνενοχή του καταπτοημένου πολίτη απέναντι στις δόλιες επιταγές της διαστίζουν απ’ άκρου εις άκρον όχι μόνο τα διάσημα μυθιστορήματά του αλλά και το σύνολο του έργου του. Οι πολιτικές συνέπειες της έμφοβης συγκατάθεσης στην ανεξέλεγκτη, σχεδόν μεταφυσική λειτουργία των πάσης φύσεως αρχών εμφαίνονται σε όλες τις φιλοσοφικές του αλληγορίες: στον «Νηστευτή» ή τον «Καλλιτέχνη της πείνας», στη «Σωφρονιστική αποικία», τη «Μεταμόρφωση» και στο «Μπροστά στον νόμο». Ετσι η σκιά του Κάφκα μακραίνει διαρκώς στο στερέωμα της λογοτεχνικής δημιουργίας. Ο «Ακατονόμαστος» του Μπέκετ και ο «Ξένος» του Καμύ, πολλά από τα έργα του Πολ Οστερ ή του Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας μεταφέρουν ατόφια (και επιβαρυμένη από την τρέχουσα αδυσώπητη εμπειρία) την προβληματική του ως τις μέρες μας – και ο όρος «καφκικό σύμπαν» ανταποκρίνεται στις πιο δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον που έρχεται με φόρα καταπάνω μας.