«Το διαλυμένο σπίτι»: Οι φιλήσυχοι πολίτες και οι γραφειοκράτες δολοφόνοι του Άουσβιτς

«Το διαλυμένο σπίτι»: Οι φιλήσυχοι πολίτες και οι γραφειοκράτες δολοφόνοι του Άουσβιτς

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, έπειτα από μια μακρά περίοδο σιωπής, ο Χορστ Κρίγκερ εγκατέλειψε το Μπάντεν Μπάντεν και εγκαταστάθηκε στη Φρανκφούρτη προκειμένου να αφιερωθεί στο γράψιμο. Εκεί γνώρισε τον Φριτς Μπάουερ, γενικό εισαγγελέα της Έσσης, ο οποίος προετοίμαζε τη Δίκη του Άουσβιτς. Οι δύο άντρες έγιναν φίλοι και ο Μπάουερ ζήτησε από τον Κρίγκερ να παρακολουθήσει τη δίκη. 

Η Δίκη του Άουσβιτς ήταν μια σειρά από δίκες που διεξήχθησαν στη Φρανκφούρτη από τις 20 Δεκεμβρίου 1963 έως τις 19 Αυγούστου 1965 – η πρώτη είχε γίνει το 1947 ενώπιον του Ανωτάτου Εθνικού Δικαστηρίου της Πολωνίας. Επί τέσσερις μήνες ο Κρίγκερ στάθηκε σιωπηλός στη δικαστική αίθουσα και όσα παρακολούθησε τα κατέγραψε σε ρεπορτάζ για το περιοδικό «Der Monat». Η δίκη αυτή ήταν η αφορμή να αναδυθούν οι αναμνήσεις του από την προπολεμική Γερμανία. Έτσι, τον χειμώνα 1964-65 έγραψε το «Διαλυμένο σπίτι» χρησιμοποιώντας για τελευταίο κεφάλαιο το ρεπορτάζ –συμπληρωμένο και αναθεωρημένο– το οποίο κυκλοφόρησε το 1966 από τις εκδόσεις Rutten & Loening του Μονάχου. Το βιβλίο προέκυψε όταν τα λιμνάζοντα νερά του συλλογικού τραύματος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έγιναν κύμα μέσα του, με αποτέλεσμα το βιβλίο να γραφτεί σχεδόν μόνο του, όπως σημειώνει ο συγγραφέας. 

Ο Χορστ Κρίγκερ ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια στο Άιχκαμπ, ένα καταπράσινο και ήρεμο προάστιο του Βερολίνου, στο οποίο τη δεκαετία του 1920 και του 1930 οι κάτοικοι ζούσαν μια αδιάφορη οικογενειακή ζωή χωρίς εκπλήξεις. Καθώς οι μέρες κυλούσαν ίδιες και απαράλλαχτες, οι φιλήσυχοι πολίτες του Άιχκαμπ κοίταζαν τη δουλειά τους, προσπαθούσαν να μείνουν μακριά από την πολιτική (κουβαλούσαν το νωπό τραύμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου), απέφευγαν το σεξ, τις Κυριακές πήγαιναν στην εκκλησία και τα απογεύματα διάβαζαν το μπεστ σέλερ της εποχής, το «Ο αγών μου» του Αδόλφου Χίτλερ. Σύντομα ωστόσο η ζωή τους θα άλλαζε δραματικά, διότι η απολιτίκ στάση τους και η ανοχή τους θα επέτρεπαν στους ναζί να βγουν στο προσκήνιο χωρίς να βρουν καμία αντίσταση και να αιματοκυλήσουν την Ευρώπη. 

Ο Κρίγκερ, όπως πολλοί συνομήλικοί του, είδε τη ζωή του να διαλύεται προτού καν ξεκινήσει. Είδε τους δικούς του να πεθαίνουν, την πόλη του να ισοπεδώνεται, μπήκε στη φωτιά του πολέμου σκοτώνοντας ανθρώπους με τους οποίους μέχρι χτες δεν είχε να χωρίσει τίποτε. Ο ίδιος αναγκάστηκε να υπηρετήσει στη Βέρμαχτ, στις ρωσικές πεδιάδες. Αποφάσισε να παραδοθεί στους Αμερικανούς όταν συνειδητοποίησε ότι: «Η Ευρώπη είναι ένα λουτρό αίματος, το φρούριο Ευρώπη είναι ένα σφαγείο». Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, ανατομία της γερμανικής ψυχής, σημειώνει: «Σιγά σιγά θα τουφεκιστούμε όλοι, από όλους. Ο πόλεμος έχει γίνει μια αποτρόπαιη, παράλογη σφαγή. Τόσο αποτρόπαιη, όσο και η γερμανική μυθολογία μας: το αιματοβαμμένο πεδίο μάχης, ο θάνατος του Αττίλα, η Κριμχίλδη και ο Ζίγκφριντ και ο θρήνος για τη Βαλχάλα. Αχ, αυτός ο λαός στον οποίο ανήκω… Τι έχει και οδηγείται σε τέτοιες σφαγές και, στο τέλος, τουφεκίζει, μαχαιρώνει, δολοφονεί, σκοτώνει ακόμα και τους δικούς του;». 

Η μαρτυρία του Κρίγκερ αποτελεί ειλικρινή καταγραφή του συλλογικού τραύματος το οποίο δύο δεκαετίες μετά τη λήξη του πολέμου δεν είναι όλοι σε θέση να επεξεργαστούν, ειδικά η γενιά του που μεγάλωσε την εποχή που ο Χίτλερ ήταν στην εξουσία, θεωρώντας μέχρι ένα σημείο κανονικότητα ό,τι συνέβαινε. Η γενιά αυτή, μεσήλικοι πλέον όταν ο Κρίγκερ παρακολουθεί τη Δίκη του Άουσβιτς, δεν θέλει να γνωρίζει τίποτε άλλο. Άλλωστε τις ώρες που διεξάγεται η δίκη δεν μπορούν να παρίστανται στην αίθουσα καθώς δεν είναι δυνατόν να λείπουν από τις εργασίες τους που έχουν οδηγήσει τη χώρα στο οικονομικό θαύμα. Έτσι, μια ολόκληρη γενιά όχι μόνο κρύβει τον ελέφαντα κάτω από το χαλί αλλά χάνει και την ευκαιρία να δει από κοντά την κατά Χάνα Άρεντ κοινοτοπία του κακού. Τους καλοκάγαθους και χαμογελαστούς γραφειοκράτες δολοφόνους, τους υπαλληλίσκους της αυτοκρατορίας του Άιχμαν, που σκότωναν διότι έτσι είχαν εντολή να κάνουν. Εκείνους που στο Άουσβιτς έστελναν παιδιά σε θαλάμους αερίων και όταν το αέριο δεν ήταν σε επαρκή ποσότητα για να τα σκοτώσει, τα πετούσαν ζωντανά στους φούρνους. 

Το «Διαλυμένο σπίτι» του Χορστ Κρίγκερ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Σίσσυς Παπαδάκη. 

 

Ετικέτες

Documento Newsletter