Επιστροφή στην εποχή του 2014 ενώ υλοποιείται η λύση για το μνημειακό σύνολο στον σταθμό Βενιζέλου
Γράφει η Μαρία Βλαζάκη*
Η Ελλάδα συχνά χαρακτηρίζεται αρχαιολογική χώρα, καθώς στον τόπο αυτό έχουν αναπτυχθεί πολλοί και ιδιαίτερα σημαντικοί πολιτισμοί που επηρέασαν καθοριστικά την πορεία και την εξέλιξη του δυτικού κόσμου. Είναι επόμενο, λοιπόν, να αποκαλύπτονται εκτεταμένες αρχαιότητες κατά την υλοποίηση διάφορων έργων τα οποία προϋποθέτουν εκσκαφές. Πρώτιστο καθήκον των αρχαιολόγων είναι η σωτηρία και η διαχείριση αυτών των αρχαίων, οι οποίες επιτυγχάνονται με διάφορους τρόπους με την τήρηση του αρχαιολογικού νόμου.
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης με τις fast track ενέργειες ο κλάδος των αρχαιολόγων κατηγορούνταν συχνά για καθυστερήσεις στις επενδύσεις, αλλά και σήμερα, στην περίοδο της ανάπτυξης όπως λέγεται, πάλι οι αρχαιολόγοι κατηγορούνται για ιδεοληψία παρά τις μεγάλες προσπάθειές τους για να προχωρούν τάχιστα οι ανασκαφές και να βρίσκονται λύσεις για βιώσιμη ανάπτυξη με τη συνύπαρξη αρχαιοτήτων και τεχνικών έργων. Ολοι ξεχνούν ότι η χώρα μας στηρίχτηκε τα δύσκολα χρόνια στον τουρισμό, που με τη σειρά του στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στις αρχαιότητες. Στις αρχαιότητες που διασώζει και αναδεικνύει διαχρονικά η Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Αναγκαία η κατά χώραν διατήρηση του μνημείου
Στην περίπτωση του σπουδαίου μνημειακού συνόλου στον σταθμό Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης η λύση βρέθηκε για τη διάσωση της αυθεντικότητάς του και την ανάδειξη του εντυπωσιακού βυζαντινού σταυροδρομιού, όπου αναπτύσσεται το καλύτερα σωζόμενο τμήμα των κεντρικών αρχαίων οδών της Θεσσαλονίκης μαζί με το τετράπυλο, στοές, πλατεία, όψεις παράπλευρων κτιρίων και υπόγεια δίκτυα.
Το σημαντικότερο στοιχείο του συγκεκριμένου μνημειακού συνόλου είναι η πολυπλοκότητα των δομικών του υλικών, ανάμεσα σε πολυτελή μαρμάρινα στοιχεία ή απλές ταπεινές αργολιθοδομές, σε συνδυασμό με την κατάσταση διατήρησης. Και η αυθεντικότητα αυτού του μνημείου επιτυγχάνεται μόνο με τη διατήρηση στη θέση του. Οποιαδήποτε απόσπαση και επανατοποθέτηση θα το ακρωτηριάσει και οπωσδήποτε θα καταστρέψει την αυθεντικότητα.
Με τις πρώτες συζητήσεις για τη χάραξη μητροπολιτικού σιδηροδρόμου στο κέντρο της Θεσσαλονίκης υπήρξαν ισχυρές αντιδράσεις από τα στελέχη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τα οποία ζητούσαν την αλλαγή της πορείας καθώς οι εκσκαφικές εργασίες θα κατέστρεφαν το αντίστοιχο κέντρο της αρχαίας πόλης. Το 2006 αποφασίστηκε η συγκεκριμένη διέλευση και από τότε και στο εξής όλοι παρακολουθούσαν την αποδόμηση των υλικών τεκμηρίων της ιστορίας της πόλης. Το 2013 αποφασίστηκε η απόσπαση του αρχαιολογικού συνόλου του σταθμού Βενιζέλου για να μεταφερθεί και να εκτεθεί στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, αφού η μεταφορά του μνημείου παρουσιάστηκε στα μέλη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) ως η μοναδική λύση. Οι μεγάλες αντιδράσεις που ξεσηκώθηκαν είναι η καλύτερη απόδειξη ότι οι αρχαιότητες στο σημείο αυτό ήταν ξεχωριστές, ιδιαίτερες, μοναδικές. Ακολούθησε αναστολή της υπουργικής απόφασης από το Συμβούλιο της Επικρατείας και τον Ιανουάριο του 2014, ύστερα από μια ολονύχτια συνεδρίαση του ΚΑΣ και με οριακή πλειοψηφία, αποφασίστηκε η απόσπαση, μεταφορά και επανατοποθέτηση του πολυσύνθετου μνημειακού συνόλου. Οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν καθώς η λύση αυτή κατέστρεφε την αυθεντικότητα του πολύ σημαντικού και εντυπωσιακού μνημειακού συνόλου.
Τελικά το 2015, ύστερα από πρόταση του Δήμου Θεσσαλονίκης, αποφασίστηκε η κατά χώραν διατήρηση του μνημείου, ως «αναγκαία για λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που συνίστανται στη διαφύλαξη και προστασία της αυθεντικότητας του μοναδικού αυτού μνημειακού συνόλου για την παγκόσμια κληρονομιά». Η τεχνική λύση αποτυπώθηκε σε μελέτη και από το 2017 άρχισε η υλοποίησή της σε συνδυασμό με σειρά άλλων επιμέρους μελετών που ακολούθησαν. Ας σημειωθεί ότι η πρόταση ανάδειξης του δήμου παρουσιάζει το μνημειακό σύνολο του σταθμού Βενιζέλου ως ένα ανοιχτό μουσείο που θα αποτελεί το επίκεντρο μιας συνολικής αναβάθμισης του περιβάλλοντος αστικού χώρου, που επίσης περιλαμβάνει αξιόλογα βυζαντινά (Παναγία Χαλκέων) και οθωμανικά μνημεία (Αλκαζάρ, Μπεζεστένι), μια μοναδική βιωματική εμπειρία.
Για την επίτευξη των παραπάνω συνεργάστηκαν όλοι: Δήμος Θεσσαλονίκης, Αττικό Μετρό ΑΕ, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, υπουργείο Πολιτισμού, υπουργείο Υποδομών και Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων. Οι μόνες ανασκαφικές εργασίες που απομένουν είναι για τις διαμορφώσεις της βόρειας και νότιας εισόδου του σταθμού. Αντιθέτως, αν γίνει απόσπαση των αρχαιοτήτων θα ακολουθήσει εκτεταμένη ανασκαφική έρευνα σε όλη την έκταση του σταθμού και μέχρι το βάθος των τριών τεσσάρων μέτρων. Τούτο προϋποθέτει επιπλέον κόστος σε χρόνο και χρήμα και πάλι θα «φταίνε» οι αρχαιολόγοι που καθυστερούν το έργο, ενώ έχει βρεθεί η λύση για να αποφευχθεί αυτή η χρονική παράταση και να διατηρηθεί η αυθεντικότητα του μνημειακού συνόλου. Κανείς δεν γνωρίζει πόσο σημαντικά θα είναι τα υποκείμενα αρχαία που θα έρθουν στο φως σε σχέση με την περαιτέρω πορεία του έργου.
Πολιτικοί ηγέτες με το χάρισμα της πρόρρησης
Η μετακίνηση και επανατοποθέτηση ενός μνημείου ως έσχατη λύση ανάγκης μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση μιας απλής συνεκτικής κατασκευής, π.χ. ενός απλού ταφικού μνημείου ή ενός ναΐσκου. Ομως όταν πρόκειται για ένα πολυσύνθετο μνημειακό σύνολο είναι αναπόφευκτο η οποιαδήποτε μετακίνηση να ακρωτηριάσει και να τραυματίσει το μνημείο, καταστρέφοντας σημαντικά στοιχεία του και αφανίζοντας την αυθεντικότητά του. Ο αρχαιολογικός νόμος είναι σαφής (νόμος 3028/2002, άρθρο 42, παρ. 1) και ρητός: «Η μετακίνηση μνημείου λόγω τεχνικού έργου εξετάζεται μόνο όταν έπειτα από σχετικό επιστημονικό έλεγχο αποκλείεται κάθε δυνατότητα διατήρησής του στο περιβάλλον του».
Η απόφαση του ΣτΕ που προβάλλεται ως επιχείρημα για τη μετακίνηση αναφέρεται στην υπόθεση του 2014, προτού ακόμη βρεθεί τεχνική λύση. Στην περίπτωση μετακίνησης το θέμα πρέπει να επανεισαχθεί για γνωμοδότηση στο ΚΑΣ. Επειδή υπάρχει υπουργική απόφαση διατήρησης του μνημείου κατά χώραν, δεν πιστεύω ότι τα μέλη του συμβουλίου θα ψηφίσουν υπέρ της απομάκρυνσης των αρχαιοτήτων και επανατοποθέτησης (εκτός του ακαδημαϊκού Μ. Τιβερίου που έχει προβεί σε σχετική δήλωση).
Ανησυχία, όμως, δημιουργούν οι επικίνδυνοι χειρισμοί στην πρόσφατη υπόθεση του Ελληνικού, την οποία εξέτασε το συμβούλιο, με τον ορισμό σταθερής απόστασης 20 μ. ελέγχου από τις αρχαιότητες και την αποσύνδεση των υψηλών κτιρίων από το πολιτιστικό περιβάλλον (ενώ το αναφέρει το ίδιο το σχετικό ΠΔ). Κι εδώ χρησιμοποιήθηκε στρεβλά η απόφαση του ΣτΕ.
Επίσης, η σύνδεση και η σύγκριση με τις αρχαιότητες του σταθμού Αγίας Σοφίας είναι ατυχείς. Στον σταθμό αυτό αποφασίστηκε νωρίς να αφαιρεθούν οι αρχαιότητες όλου του κεντρικού κορμού του σταθμού και να αποσπαστεί τμήμα του κεντρικού μαρμαρόστρωτου δρόμου μήκους 70 μ. και σε όσο πλάτος είχε αποκαλυφθεί, για να επανατοποθετηθεί αορίστως εντός του σταθμού και να αναδειχθεί, κάτι που στη συνέχεια κρίθηκε αδύνατο. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι κατά τις ανασκαφές για την κατασκευή των δύο εισόδων του σταθμού αποκαλύφθηκαν και νέες αρχαιότητες, πολύ σημαντικές, ξεκομμένες πια από τον κεντρικό τους κορμό που είχε αφαιρεθεί. Παρ’ όλα αυτά κι εδώ κατορθώθηκε κάτι πολύ σπουδαίο: οι αρχαιότητες της βόρειας εισόδου να διατηρηθούν άθικτες στη θέση τους στο μεγαλύτερο μέρος, ενώ της νότιας, που ήταν ήδη ταλαιπωρημένες κατά το παρελθόν, να αποσπαστούν και να τοποθετηθούν σε συγκεκριμένη θέση εντός του σταθμού.
Στην περίπτωση του σταθμού Βενιζέλου οι αρχαιότητες δεν θα μετακινηθούν, όση λογοκρισία και αν επιβάλλει σήμερα το υπουργείο Πολιτισμού, όσο κι αν οι σημερινοί ηγέτες προαναγγέλλουν τις γνωμοδοτήσεις των συμβουλίων. Είναι ακατανόητες η οποιαδήποτε οπισθοδρόμηση, η οποία γίνεται κατά παράβαση του νόμου, και η επιστροφή στο 2014, σε μια επιλογή τραυματική και εντέλει καταστροφική για τα μνημεία. Η τεχνική λύση που βρέθηκε είναι μονόδρομος και συνιστά υποχρέωση του κράτους προς την πολιτιστική κληρονομιά και προς τους πολίτες της Θεσσαλονίκης.
INFΟ
*Η Μαρία Βλαζάκη είναι επίτιμη γενική διευθύντρια αρχαιοτήτων και πρώην γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού