Το άσυλο πολιορκητικός κριός για τα δημόσια πανεπιστήμια

Το άσυλο πολιορκητικός κριός για τα δημόσια πανεπιστήμια

Ένας πρύτανης και δύο πανεπιστημιακοί μιλούν για τη βιασύνη της ΝΔ να καταργήσει ένα δικαίωμα που προστατεύει την ελευθερία λόγου και ιδεών και τη δημοκρατία

«Με έπιασε ένα νέο παιδί που μου είπε ότι πέρασε στο πανεπιστήμιο, στο ΑΠΘ, και μου είπε: “Σου ζητώ ένα πράγμα: να μην έχω μπαχαλάκηδες, να μην έχω ναρκωτικά στο πανεπιστήμιο”. Του υποσχέθηκα ότι στο πρώτο μας νομοσχέδιο θα είναι η κατάργηση του ασύλου» ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι τη Δευτέρα 1 Ιουλίου. Για μια ακόμη φορά ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έσπευσε να επενδύσει στο δόγμα «νόμος και ασφάλεια», σε μια προσπάθεια να ενισχύσει τα συντηρητικά αντανακλαστικά των ψηφοφόρων. Η δε χαρακτηριστική βιασύνη που επιδεικνύει –«στο πρώτο νομοσχέδιο»– μπορεί να ερμηνευτεί μόνο στο πλαίσιο της πίεσης που αισθάνεται ο Κυρ. Μητσοτάκης προκειμένου να προχωρήσει στον βασικό του στόχο: τη λειτουργία των ιδιωτικών πανεπιστημίων, αλλάζοντας για πάντα τον χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

Πολύχρονη δημοκρατική ελευθερία

Η προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά από το ΠΑΣΟΚ το 1982 με τον νόμο 1268. Βέβαια, η απαγόρευση αστυνομικών δυνάμεων εντός των πανεπιστημίων –χωρίς την άδεια της συγκλήτου– αποτελούσε από τον 19ο αιώνα ακόμη εθιμικό δίκαιο των ελληνικών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης. Άλλωστε την αστυνομική καταπάτηση του πανεπιστημίου επικαλέστηκαν φοιτητές το 1897 προκειμένου να πραγματοποιήσουν την πρώτη κατάληψη πανεπιστημιακού κτιρίου στην Αθήνα.

Το άσυλο καταργήθηκε τέσσερις φορές, η πιο χαρακτηριστική από τις οποίες ήταν τον Νοέμβριο του 1985 μετά τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά από τον αστυνομικό Αθανάσιο Μελίστα, όταν η επιτροπή ασύλου επί πρυτανείας Μιχάλη Σταθόπουλου αποφάσισε να σπάσει την κατάληψη στο Χημείο Αθηνών, αίροντας έτσι το πανεπιστημιακό άσυλο.

Επί πρυτανείας Νίκου Μαρκάτου το άσυλο στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο άρθηκε δύο φορές, το 1991 και το 1995, την πρώτη έπειτα από πυρκαγιά στο κτίριο της πρυτανείας του ιδρύματος, η οποία πιθανότατα προήλθε από δακρυγόνο βλήμα των ΜΑΤ, και τη δεύτερη λόγω εκτεταμένων επεισοδίων που σημειώνονταν στον ευρύτερο χώρο του Πολυτεχνείου και ακολούθησαν δεκάδες συλλήψεις εντός του ιδρύματος αλλά και στους γύρω δρόμους.

Η τελευταία φορά που ζητήθηκε άρση του ασύλου ήταν το 2002, όταν ενόψει της άτυπης συνόδου των υπουργών Αμυνας της ΕΕ που «Οι πιέσεις που δέχεται το Universitas από τις δυνάμεις της αγοράς είναι αφόρητες […] Ας διατηρήσουμε όσο μπορούμε την αξιοπρέπεια των ακαδημαϊκών θεσμών έστω και ενάντια σε γκάλοπ του 98%» Νίκος Μαρκάτος Tέως πρύτανης ΕΜΠ θα λάμβανε χώρα στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο εντοπίστηκε χασισοφυτεία σε δασώδη έκταση που ανήκε στο ίδρυμα, με αποτέλεσμα να δοθεί άδεια στην αστυνομία να ξεριζώσει τα δενδρύλλια.

Κεκτημένο του λαού Βαμμένο με αίμα

Την πρόθεση της ΝΔ να καταργήσει την προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου έσπευσαν να υποστηρίξουν ακαδημαϊκοί (Ελένη Αρβελέρ, Θάνος Βερέμης, Νικηφόρος Διαμαντούρος καθώς και οι πρώην υπουργοί Παιδείας Μαριέττα Γιαννάκου και Άννα Διαμαντοπούλου), που έγραψαν μεταξύ άλλων: «Η ανοχή έγινε πια ενοχή. Δεν επιτρέπεται σ’ ένα ευνομούμενο κράτος να ανέχεται η πολιτεία τις βιαιοπραγίες, τις αυθαιρεσίες και τις απειλές που εκτοξεύουν και διαπράττουν ανενόχλητοι φοιτητές, συνεπικουρούμενοι ασφαλώς και από εξωπανεπιστημιακούς αναρχικούς, εναντίον των πανεπιστημιακών δασκάλων […] Καιρός λοιπόν να καταργηθεί το κακώς εννοούμενο σήμερα άσυλο, για να μπορέσουν τα πανεπιστήμιά μας να βρουν τον βηματισμό για την απρόσκοπτη διάδοση της γνώσης και την άσκηση της έρευνας».

Αυτός ο «βηματισμός» οδηγεί, όπως όλα δείχνουν –αν αναλογιστούμε σχετικές δηλώσεις του Κυρ. Μητσοτάκη–, στα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Οπως άλλωστε είχε δηλώσει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά τη συζήτηση στη Βουλή για την αναθεώρηση του συντάγματος: «Κεντρική πρότασή μας είναι και η αναθεώρηση του άρθρου 16 για τα πανεπιστήμια που, δυστυχώς, κρατάει πίσω τη χώρα μας εδώ και 44 χρόνια. Η πολιτεία πρέπει να εγγυάται την ποιοτική δημόσια ανώτατη εκπαίδευση, δίνοντας ευκαιρίες σε όλους. Αλλά πρέπει και να επιτρέπει αυτό που ισχύει σε όλο τον κόσμο: τη λειτουργία και ιδιωτικών, μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων. Υπό τον έλεγχο, βεβαίως, πάντα ειδικής ανεξάρτητης αρχής, υψηλού κύρους».

Εν μέσω θερινής ραστώνης λοιπόν ο Κυρ. Μητσοτάκης ορέγεται τη θεσμοθέτηση της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου, επικαλούμενος την ανομία αλλά στην πραγματικότητα επιδιώκοντας την εμφάνιση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Αλλωστε γιατί τέτοια βιασύνη για την κατάργηση ενός κεκτημένου δικαιώματος όταν ο νόμος ήδη προστατεύει τους πανεπιστημιακός χώρους από ανομίες, καθώς προβλέπει ότι μπορεί να διαταχθεί από την εισαγγελία αυτεπαγγέλτως αστυνομική παρέμβαση εφόσον κινδυνεύουν η δημόσια περιουσία και η ανθρώπινη ζωή.

Το πανεπιστημιακό άσυλο όμως, όπως και κάθε δημοκρατική ελευθερία, είναι κεκτημένο βαμμένο με αίμα των φοιτητών, του εργατικού κινήματος και του λαού. Και αυτοί είναι που θα κληθούν –άμεσα– να αντιταχθούν στην κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, προς όφελος μιας ακραίας νεοφιλελεύθερης πολιτικής (και) στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Γιατί η κατάργηση του ασύλου είναι καταπάτηση της ελευθερίας του λόγου και των ιδεών και της δημοκρατίας. Και η δημοκρατία προστατεύεται στον δρόμο.

Η συζήτηση για το άσυλο είναι πρόσχημα! 

Τoυ Νίκου Μαρκάτου*

Το άσυλο αποτελεί συστατικό στοιχείο του πανεπιστημίου από ιδρύσεώς του. Θα εξακολουθεί να έχει νόημα όσο παραμένει καθήκον η προαγωγή της δημοκρατίας. Γιατί το Universitas δεν είναι ένα απρόσωπο ίδρυμα κατάρτισης αλλά ένας χώρος όπου η κοινωνία στοχάζεται τον εαυτό της, παράγοντας ταυτόχρονα αμφισβήτηση.

Ακόμη και χωρίς «Σπουδαστικό Τμήμα της Ασφάλειας», τα σύγχρονα μέσα παρακολούθησης είναι πολύ ισχυρότερα και επικίνδυνα για τη δημοκρατία, τις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες.

Ο ν. 1268 δεν εφηύρε ούτε χάρισε το άσυλο, απλώς θεσμοθέτησε το προφανές. Από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα όμως η ιδέα του πανεπιστημιακού ασύλου έγινε αντικείμενο κατάχρησης από χρήστες και παραβιαστές του.

Η διαδικασία κακοποίησης της ιδέας του ασύλου στη διελκυστίνδα της ασυδοσίας και της καταστολής συνδέθηκε πρακτικά τόσο με τις αδυναμίες ενός διαρκούς και ζωντανού ελέγχου του πανεπιστημιακού χώρου από τους φορείς του όσο και από τον αυξανόμενα παρεμβατικό, πλην όχι συντονισμένο με τις λειτουργίες των πανεπιστημιακών φορέων ρόλο της πολιτείας.

Η πορεία αυτή φθοράς και αδυναμίας οργανικής υποστήριξης του πανεπιστημιακού ασύλου από τους φορείς του έδωσε έδαφος σε άναρθρα ουρλιαχτά κάποιων «στυλοβατών της κοινωνίας» για νομοθετικές ρυθμίσεις, ώστε να αναλάβει η πολιτεία την επιτήρηση της τάξης στα ΑΕΙ. Από πρακτική άποψη υπάρχουν άραγε πολλοί που πιστεύουν ότι οι καταχραστές του ασύλου δεν θα εισέλθουν στον πανεπιστημιακό χώρο επειδή καταργήθηκε το άσυλο; Μπορεί δηλαδή κανείς να ισχυριστεί ότι οι κλέφτες που εισβάλλουν στα σπίτια μας το κάνουν για να εκμεταλλευτούν το οικογενειακό άσυλο; Οι ομάδες εργαζομένων που καταλαμβάνουν τα υπουργεία ποιο άραγε άσυλο εκμεταλλεύονται;

Η βία έχει πρόσωπο και έχει αίτια. Άδειες ψυχές, άδειες ζωές, συσσώρευση αντιφάσεων σε μια κοινωνία που γίνεται όλο και λιγότερο ικανή να δώσει αξίες, ελπίδες, οράματα, μια κοινωνία που παράγει αβεβαιότητα, ανεργία, διαφθορά, αναλγησία, υποκρισία και αναξιοπιστία των ποικιλώνυμων ηγεσιών της. Φταίνε άραγε οι θεσμοί γι’ αυτά;

Άσυλο δεν σημαίνει ασυλία, είναι προφανές. Άσυλο και βία δεν συνυπάρχουν. Άλλωστε και ο νόμος προβλέπει ρητά την αυτεπάγγελτη παρέμβαση της πολιτείας όταν συντελούνται αυτόφωρα κακουργήματα ή εγκλήματα κατά της ζωής, διάταξη την οποία ουδέποτε ενεργοποίησαν οι απόντες – παρόντες επιτόπου εκπρόσωποι των αρχών της. Ασφαλώς το πολιτικό κόστος ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να δικαιολογεί μια τέτοια αδράνεια.

Το πραγματικό πρόβλημα είναι η στάθμιση του κόστους της εισόδου των κρανοφόρων στο πανεπιστημιακό άσυλο. Το ίδιο δηλαδή φοβερό δίλημμα που ισχύει στα όποια γεγονότα, οπουδήποτε κι αν συμβαίνουν.

Ποιος σας είπε στα σίγουρα ότι η είσοδος της αστυνομίας θα έχει ως αποτέλεσμα λιγότερες ζημιές ή ότι θα είναι αναίμακτη; Οι σύγκλητοι οφείλουν επομένως να σταθμίζουν τα γεγονότα επιτόπου με συνεχή παρακολούθηση και να αποφασίζουν με γνώμονα την προστασία της ζωής και της δημόσιας περιουσίας. Δεχόμαστε όμως ότι η δημοκρατία διέρχεται κρίση και βιάζεται μέσα και έξω από τα πανεπιστήμια.

Μπορεί αυτό να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι για την κατάργηση των δημοκρατικών ελευθεριών; Το γεγονός ότι άτομα ή ομάδες, με την ανοχή μας, βεβηλώνουν και καταστρέφουν την κοιτίδα του ελεύθερου διαλόγου μπορεί να αντιμετωπιστεί με κατάργηση της θεσμικής κατοχύρωσης της ελευθερίας του ασύλου;

Υπάρχει βεβαίως και σοβαρό πρόβλημα πρόληψης και δεν μπορεί να περάσουν απαρατήρητα ούτε η βία στον χώρο των ΑΕΙ ούτε οι σύριγγες στις πανεπιστημιουπόλεις μας. Η ευθύνη της πολιτείας εδώ είναι μεγάλη, γιατί πώς να φυλαχθούν πολυτεχνειουπόλεις με ελάχιστους φύλακες, χωρίς ηλεκτροφωτισμό και χωρίς στοιχειώδη έργα υποδομής;

Η ευθύνη η δική μας όμως είναι ακόμη μεγαλύτερη, γιατί αποτυγχάνουμε συνεχώς, παρά τις σοβαρές προσπάθειες που έγιναν στο παρελθόν, να οργανώσουμε, σε συνεργασία μεταξύ σπουδαστών και συγκλήτων, ένα σχέδιο ομάδων μόνιμης περιφρούρησης, το οποίο και αποτελεί στοιχείο της ακαδημαϊκής λειτουργίας.

Έτσι οι πιέσεις επί του ασύλου θα συνεχίσουν να ασκούνται καθώς τα ΜΜΕ θα εξακολουθούν να απλοποιούν τα γεγονότα μέχρι διαστρέβλωσης και οι δύο πόλοι θέαμα – θεατής, αντί να αποτελούν το φρένο αλλήλων, θα αλληλοσπρώχνονται στην υπερβολή που θα παρασύρει στο τέλος όλους μας. Κρίμα, γιατί έτσι υποκύπτουμε ουσιαστικά στη βία, αναιρώντας τους θεσμούς μας. Καμία οργανωμένη κοινωνία δεν πρέπει να υποκύπτει στις επιταγές της βίας, γιατί πρέπει να το κάνουμε εμείς;

Οι πιέσεις που δέχεται το Universitas από τις δυνάμεις της αγοράς είναι αφόρητες και δύσκολα θα μπορέσει να αντισταθεί μέσα στο γενικευμένο πλαίσιο της ορθολογικής «εκσυγχρονιστικής» διαλεκτικής των καιρών μας. Ας διατηρήσουμε τουλάχιστον όσο μπορούμε την αξιοπρέπεια των ακαδημαϊκών θεσμών μας, έστω και ενάντια σε γκάλοπ του 98%. Αλλωστε θυμηθείτε ότι το γκάλοπ του Γολγοθά έδειξε 98% «σταύρωσον, σταύρωσον». Και αν η Ιστορία δεν δικαιώσει το αποτέλεσμα της δημιουργικής αντίδρασής μας, θα δικαιώσει σίγουρα την προσπάθεια. Γιατί δεν θα έχουμε παραδοθεί αμαχητί.

Ο Νίκος Μαρκάτος είναι ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ, τ. πρύτανης

Ιστορική κατάκτηση

Τoυ Γιώργου Πλειού*

Το πανεπιστημιακό άσυλο ή ακριβέστερα η ακαδημαϊκή ελευθερία μεταξύ άλλων έχει δύο σημαντικές πτυχές: πρώτον αποτελεί ιστορική κατάκτηση με μεγάλη συμβολική σημασία, των φοιτητών αλλά και του πνευματικού κόσμου σε δύσκολες εποχές, απέναντι στις παρεμβάσεις της πολιτικής εξουσίας στα πανεπιστήμια για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους, που συνέβαλε στο να παραμείνουν τα πανεπιστήμια νησίδες κριτικής και ελεύθερης αναζήτησης ιδεών με ακαδημαϊκό και κοινωνικό πρόσημο. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αυτό αφορά τις περιόδους της δικτατορικής και αυταρχικής διακυβέρνησης της χώρας στο παρελθόν, που σήμερα δεν υφίσταται.

Κάποιος άλλος θα μπορούσε να ανταπαντήσει ότι αφού δεν υφίσταται λόγος για νομική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, δεν υφίσταται και λόγος κατάργησής της. Αφού δεν κινδυνεύει, τι πειράζει να υπάρχει το δίχτυ που την προστατεύει, ποιον ενοχλεί; Επιπλέον διότι μπορεί σήμερα να μην κινδυνεύει, όμως κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα κινδυνεύσει αύριο. Εύκολα μπορούμε να την καταργήσουμε, δύσκολα όμως να την επανακατακτήσουμε. Στην Ευρώπη –και όχι μόνο– αυξάνεται η πίεση που ασκούν αντιδημοκρατικές δυνάμεις στο εσωτερικό και εξωτερικό των χωρών. Στη Βραζιλία π.χ. η κυβέρνηση θέλει να κλείσει τα τμήματα Κοινωνιολογίας και Φιλοσοφίας. Στη χώρα μας, αλλά και αλλού, υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν την αγράμματη και εμπαθή άποψη ότι η κοινωνιολογία έχει ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα.

Έτσι λοιπόν ακόμη και σήμερα η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι απαραίτητη για όσους είναι στραμμένοι στην έρευνα και την παραγωγή γνώσης, ώστε να προστατεύονται από υπαρκτά ή ενδεχόμενα νομικά, οικονομικά και πολιτιστικά εμπόδια που μπορεί να εγείρουν οι δυνάμεις της θρησκοληψίας, της συντήρησης ή της αγοράς, πότε συγκαλυμμένα, πότε με αγριότητα. Αν λόγου χάρη δεν υπάρχει ακαδημαϊκή ελευθερία, πώς θα προστατευτεί η προώθηση της κατάργησης των διατάξεων περί βλασφημίας όταν ο επικριτής μπορεί να συρθεί επί τούτου στα δικαστήρια; Πώς μπορεί να προστατευτεί η ακαδημαϊκή έρευνα του εθνικισμού και του ρατσισμού ή η κριτική τους αν μπορεί εύκολα να παρέμβει ο εισαγγελέας ή ο αστυνόμος στην πανεπιστημιακή ζωή; Πώς μπορεί να προστατευτεί η κριτική της χρηματιστικοποίησης αν κατηγορηθεί ότι αντιστέκεται στην ανάπτυξη της χώρας;

Θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος: οι παρανομίες που γίνονται πώς θα αντιμετωπιστούν; Πρώτα απ’ όλα ας διαβάσει τον νόμο που υπάρχει. Επιπλέον, αν έχει μπει ποτέ σε πανεπιστήμιο, ας ψάξει ποια και πόση είναι η εγκληματικότητα μέσα και έξω από τα πανεπιστήμια. Ας ψάξει ακόμη πόσο καλά κάνουν τη δουλειά τους οι σχετικές εκτός πανεπιστημίων κρατικές υπηρεσίες, εκτός κι αν την κάνουν πολύ καλά.

«Πώς μπορεί να προστατευτεί η ακαδημαϊκή έρευνα του εθνικισμού και του ρατσισμού ή η κριτική τους αν μπορεί εύκολα να παρέμβει ο εισαγγελέας ή ο αστυνόμος στην πανεπιστημιακή ζωή;»

Ο Γιώργος Πλειός είναι καθηγητής στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Ψηφοθηρική δημαγωγία

Της Δέσποινας Παπαδοπούλου*

Η ιστορία της προστασίας του πανεπιστημιακού ασύλου, τουλάχιστον μεταπολιτευτικά, αρχίζει από το σύνταγμα του 1975 με το οποίο κατοχυρώνεται η ακαδημαϊκή ελευθερία, δηλαδή το άσυλο και η ελεύθερη διακίνηση ιδεών, έρευνας και διδασκαλίας.

Από εκεί και πέρα φαίνεται ότι ο κοινός νομοθέτης, δηλαδή η Βουλή, ένιωσε την ανάγκη να εξειδικεύσει και έτσι στον νόμο-πλαίσιο του ΠΑΣΟΚ, τον περιβόητο 1286 του 1982, γίνεται ρητή αναφορά στην προστασία του ασύλου. Αναγνωρίζεται δηλαδή το πανεπιστημιακό άσυλο ως χώρος διακίνησης ελεύθερων ιδεών και παραγωγής έρευνας χωρίς παρεμβάσεις. Ο μόνος περιορισμός που τίθεται είναι ότι δίνεται η δυνατότητα παρέμβασης από δημόσιες δυνάμεις ασφαλείας μόνο σε περίπτωση που τελούνται αξιόποινες πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα και με ομόφωνη απόφαση –το τονίζω αυτό– του πρυτανικού συμβουλίου. Το πρυτανικό συμβούλιο είναι οι πρυτανικές αρχές, ο εκπρόσωπος των φοιτητών, ένας εκπρόσωπος των διοικητικών κι ένας γραμματέας.

Το 2011 έρχεται ο νόμος Διαμαντοπούλου, κατοχυρώνεται επίσης το πανεπιστημιακό άσυλο, όμως αρχίζουν να υπάρχουν περισσότεροι περιορισμοί γιατί γίνεται λόγος για αύξηση της εγκληματικότητας και μετατροπή των πανεπιστημίων σε χώρους παρανομίας. Ο νόμος λοιπόν ορίζει ότι επιτρέπεται ουσιαστικά η επέμβαση δημόσιας δύναμης σε χώρο των ΑΕΙ αυτεπάγγελτα, δηλαδή χωρίς απόφαση του πρυτανικού συμβουλίου, μόνο σε περιπτώσεις κακουργήματος καθώς και εγκλημάτων κατά της ζωής. Και βέβαια το επιτρέπει και σε περίπτωση που υπάρχει απόφαση του πρυτανικού συμβουλίου, χωρίς όμως να ζητάει ομόφωνη απόφαση. Αρκεί δηλαδή μια πλειοψηφία. Ήδη λοιπόν έχουμε συρρίκνωση του νόμου 1286 του 1982. Οι τελευταίες αναφορές στο ζήτημα του ασύλου έγιναν με τον νόμο 4485 του 2017, όπου στο άρθρο 3 παρ. 2 αναφέρεται πως η επέμβαση δημόσιας δύναμης με εισαγγελική παραγγελία σε χώρο των ΑΕΙ επιτρέπεται αυτεπαγγέλτως σε περίπτωση κακουργημάτων καθώς και εγκλημάτων κατά της ζωής που γίνονται επ’ αυτοφώρω και ύστερα από απόφαση –και σε επίπεδο πλημμελήματος και σε πιο ελαφριά εγκλήματα– του πρυτανικού συμβουλίου για όλα τα πλημμελήματα.

Τώρα αυτά ισχύουν σε επίπεδο νομοθεσίας. Πρέπει να πούμε ότι στην πράξη από το 1975 που ψηφίστηκε το πρώτο σύνταγμα μέχρι σήμερα έχουμε μόνο τέσσερις τέτοιες άρσεις του πανεπιστημιακού ασύλου.

Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι δεν είναι τόσο απλή αυτή η ιστορία γιατί συγκρούονται διαφορετικές ιδεολογίες εντός του πανεπιστημίου οι οποίες έχουν η καθεμία τη φιλοσοφία της κι έχουν ελευθερία έκφρασης. Από εκεί και πέρα ό,τι και να προσπαθήσει να κάνει η ΝΔ σε σχέση με το άσυλο δεν μπορεί να ξεφύγει πολύ από αυτό το μοντέλο.

Δεν χρειάζεται δηλαδή να αυστηροποιήσουν τον νόμο ούτε μπορεί να γίνει άρση ασύλου χωρίς προηγουμένως να εμπλακεί ένα πανεπιστημιακό όργανο. Αυτό είναι εντελώς αδύνατο γιατί προσκρούει στην ακαδημαϊκή ελευθερία και στο αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων. Όλοι λοιπόν θα πουν ότι ο νόμος μάς καλύπτει, αρκεί να εφαρμοστεί.

Γενικά υπάρχει ψηφοθηρική δημαγωγία η οποία στοχεύει στο να κατευνάσει τον φόβο που μπορεί να έχει μια μέση οικογένεια για τα παιδιά της. Αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να πούμε ότι το πανεπιστήμιο, επειδή είναι μέλος της κοινωνίας, δεν είναι «αλλάζω μια νομοθεσία και τελείωσα», είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο γιατί συνδέεται με πάρα πολλά άλλα πράγματα και πάρα πολλούς άλλους νόμους και συνταγματικές επιταγές.

«Υπάρχει ψηφοθηρική δημαγωγία η οποία στοχεύει στο να κατευνάσει τον φόβο που μπορεί να έχει μια μέση οικογένεια για τα παιδιά της»

Η Δέσποινα Παπαδοπούλου είναι πρόεδρος στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου

Documento Newsletter