Ζυµώσεις προκάλεσε στους διαδρόµους της Βουλής η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ να οδηγηθεί ο Κώστας Αχ. Καραµανλής στη ∆ικαιοσύνη για το έγκληµα των Τεµπών χωρίς το ενδιάµεσο σκαλοπάτι της συγκρότησης προανακριτικής επιτροπής, όπως το σύνταγµα ορίζει. Το επιχείρηµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης εδραζόταν στις θεωρήσεις συνταγµατολόγων που κρίνουν πως τα διά παραλείψεως αδικήµατα δεν εντάσσονται στο πλαίσιο των υπουργικών καθηκόντων. Για παράδειγµα, αν ο αρµόδιος υπουργός είχε στα χέρια του γνωµοδότηση πως το ΟΑΚΑ είναι ακατάλληλο για να φιλοξενήσει µια sold out συναυλία λόγω προβλήµατος στατικότητας του στεγάστρου Καλατράβα κι εκείνος την παρέβλεπε προκαλώντας µια πολύνεκρη τραγωδία, τότε –κατά το σκεπτικό της αξιωµατικής αντιπολίτευσης– τα αδικήµατα που θα είχε διαπράξει δεν θα σχετίζονταν µε τα υπουργικά του καθήκοντα. Το αντεπιχείρηµα της πλειοψηφίας ήταν πως αυτού του είδους τα αδικήµατα δεν θα µπορούσαν να τελεστούν χωρίς την υπουργική ιδιότητα. Η οπτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει έρεισµα και προηγούµενο στα µεταπολιτευτικά χρονικά. Επίσης, προσπερνά τις επιταγές του άρθρου 86 του συντάγµατος, το οποίο είναι αδιαµφισβήτητα διαβόητο αλλά δεν παύει να αποτελεί πρόβλεψη του καταστατικού χάρτη της χώρας. Το ερώτηµα είναι γιατί η αξιωµατική αντιπολίτευση δεν έθεσε τις βάσεις στην προτείνουσα Βουλή την περίοδο 2015-19 για να «ξηλωθεί» η συνταγµατική «κολυµπήθρα» ποινικών ευθυνών υπουργών. Πολλοί συνδέουν την πρόταση της αξιωµατικής αντιπολίτευσης µε την κοινωνική πίεση που ασκείται στην πλειοψηφία από το ψήφισµα των Τεµπών για την κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας. Οσο κι αν είναι πολιτικά εύλογο ένα κόµµα να επιθυµεί να εκφράσει το κοινό περί δικαίου αίσθηµα, θα πρέπει –για να αποφύγει και λάθη του παρελθόντος– να θέτει τα ζητήµατα στη σωστή τους διάσταση. Εν προκειµένω, στην επικείµενη συνταγµατική αναθεώρηση.