Το «Argo» της μεγαλονήσου

Το «Argo» της μεγαλονήσου

Η ανάμιξη των μυστικών υπηρεσιών στα γυρίσματα της ταινίας «Ghost in the noonday sun» με τον Πίτερ Σέλερς. Ήταν ή όχι τελικά προπέτασμα καπνού για τη διενέργεια κατασκοπείας σε βάρος της Κύπρου η ταινία «Ghost in the noonday sun» του 1973;

Στο τελευταίο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, σε παράλληλη εκδήλωση και σε παγκόσμια πρώτη, προβλήθηκε η ταινία του Πίτερ Μέντακ «Τα φαντάσματα του Πίτερ Σέλερς». Ένα ντοκιμαντέρ για μια ταινία που σκηνοθέτησε ο ίδιος το 1973 αλλά δεν βγήκε ποτέ στις αίθουσες. Η ταινία είχε τίτλο «Φάντασμα το καταμεσήμερο» (Ghost in the noonday sun) και πρωταγωνιστή τον Πίτερ Σέλερς.

Ίσως να μην υπήρχε λόγος να ασχοληθεί κανείς με τα «φαντάσματα» του Πίτερ Μέντακ εάν δεν συνδέονταν τόσο με το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και με την εισβολή της Τουρκίας στο νησί το 1974 όσο και με το γεγονός ότι ο ίδιος δήλωσε πως έκανε το ντοκιμαντέρ για να πει «την πραγματική ιστορία πίσω από την ταινία».

Χρονικά η απόφαση για τη δημιουργία του ντοκιμαντέρ συμπίπτει με την κοινοποίηση του πορίσματος της κυπριακής Βουλής για τον περιβόητο φάκελο της Κύπρου. Στο πόρισμα αφιερώνεται μια ολόκληρη παράγραφος στην ταινία «Φάντασμα το καταμεσήμερο», πιθανολογώντας ότι τα γυρίσματα ήταν προπέτασμα προκειμένου κάποιοι να κινηματογραφήσουν τις κυπριακές ακτές. «Είχαν προβεί ακόμη και σε βυθοσκοπήσεις της θαλάσσιας περιοχής και έλεγχο των ναυτικών δυνάμεων που στάθμευαν στο Κάστρο της Κερύνειας» αναφέρεται σχετικά στο πόρισμα.

Έτυχε να ασχοληθώ με την υπόθεση το 2006, όταν ο Στέφανος Αλεξάνδρου, βετεράνος τεχνικός του κινηματογράφου, μου αποκάλυψε ότι το 1973 δούλεψε σε μια ταινία που είχε χρηματοδοτηθεί από τη CIA. Κάτι που, όπως έμαθα αργότερα, ήταν ευρέως διαδεδομένο στην Κύπρο. Προσπαθώντας να ερευνήσω πού βρίσκεται η αλήθεια και πού ο μύθος, με προοπτική να κάνω ένα ντοκιμαντέρ, βρέθηκα σε έναν λαβύρινθο αναζητήσεων όπου αντί απαντήσεων συναντούσα διαρκώς νέα ερωτήματα:

Ποια είναι η εταιρεία παραγωγής της ταινίας;

Ο Πίτερ Μέντακ δηλώνει ότι ήταν παραγωγή της αμερικανικής εταιρείας Columbia Pictures («The Guardian», 11/8/2018). Αλλά η συγκεκριμένη ταινία δεν υπάρχει στους καταλόγους της εταιρείας. Στους τίτλους του φιλμ (στο αντίγραφο που έχουμε) ως παραγωγοί εμφανίζονται τρεις αγγλικές εταιρείες με ελάχιστο ή και ανύπαρκτο κινηματογραφικό έργο: οι World Film Services, Cavalcade Films και Heron Service Company.

Όταν στις αρχές Δεκεμβρίου του 1973 κάποιος Κύπριος επιχειρηματίας στρέφεται δικαστικά εναντίον της παραγωγής εμφανίζεται και μια τέταρτη εταιρεία, η Cavalet Films Ltd. Στη διάρκεια των γυρισμάτων άλλαξε χέρια η παραγωγή, μου είπε ο γνωστός διευθυντής παραγωγής Δημήτρης Δημητριάδης. Τελικά ποιος υπέστη τις συνέπειες της απώλειας 2 εκατ. δολαρίων που λέγεται ότι κόστισε η ταινία;

Γιατί επιλέχθηκε η Κύπρος;

Το σενάριο της ταινίας στηρίχτηκε στο ομότιτλο παιδικό μυθιστόρημα του Σιντ Φλάισμαν, μια πειρατική περιπέτεια που διαδραματίζεται στην Καραϊβική του 17ου αιώνα. Γιατί μεταφέρθηκε η δράση της στη Μεσόγειο; Για οικονομικούς λόγους; Σε αυτή την περίπτωση γιατί δεν χρησιμοποιήθηκαν τα πλήρως εξοπλισμένα στούντιο της Μάλτας; Ακόμη και ο ίδιος ο Πίτερ Μέντακ αναγνωρίζει («Πολίτης», 14/07/2015) ότι ήταν «μια ιδέα παρανοϊκή».

Τα οικονομικά όμως δεν φαίνεται να αποτελούσαν πρόβλημα για τους παραγωγούς. Ο κινηματογραφιστής Κώστας Φαρμακάς, ο γκάφερ Στέφανος Αλεξάνδρου και ο τεχνίτης Τάκης Χριστοδουλίδης, που δούλεψαν στην ταινία, σε κινηματογραφημένες συνεντεύξεις τους αναφέρονται σε πάμπολλες περιπτώσεις όπου οι παραγωγοί πλήρωναν αγόγγυστα τις πολλές φορές παράλογες απαιτήσεις ανθρώπων που πρόσφεραν υπηρεσίες ή αντικείμενα. Το χρήμα έρεε άφθονο.

Αλλά ακόμη κι αν η πάντα ακριβή Κύπρος ήταν οικονομική λύση, κανένας σώφρων παραγωγός δεν θα αποτολμούσε ένα τέτοιο εγχείρημα την εποχή εκείνη. Οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις ήταν συνεχείς και οι απειλές της Τουρκίας για ένοπλη επέμβαση πολλαπλασιάζονταν. Παράλληλα η ΕΟΚΑ Β΄ είχε κορυφώσει τον αγώνα της για τη δολοφονία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και την κατάληψη της εξουσίας. Η Λευκωσία αναστατωνόταν κάθε νύχτα από εκρήξεις βομβών. Οι ένοπλες επιθέσεις από την ΕΟΚΑ Β΄ σε αστυνομικά τμήματα σε όλο το νησί ήταν καθημερινό φαινόμενο. Στις 7 Οκτωβρίου 1973 έγινε η πιο σοβαρή απόπειρα δολοφονίας κατά του Μακαρίου.

Η ολοκλήρωση των γυρισμάτων συμπίπτει με την ανατροπή του δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλου από τον Γ. Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου.

Γιατί κινητοποιήθηκαν οι μυστικές υπηρεσίες;

Είναι γεγονός ότι τα γυρίσματα ξεκίνησαν κάτω από τις χειρότερες προϋποθέσεις. «Ο Ben Kadish και ο Tommy Clayed (οι παραγωγοί) απολύθηκαν την τρίτη μέρα, καθώς και ο Larry Pizer, αυτός ο εξαίρετος διευθυντής φωτογραφίας» μου έγραψε ο Πίτερ Μέντακ. Τους ακολούθησε ο Δημήτρης Δημητριάδης, ενώ δύο Ελληνες τεχνικοί, από τους δέκα περίπου που πήγαν στην Κύπρο, τα παράτησαν και έφυγαν. Σε συνάντηση μαζί του του μίλησαν για «σημεία και τέρατα».

Θορυβημένος έσπευσε στην Κύπρο. Οσα είδε τον αναστάτωσαν και έκρινε σκόπιμο να ενημερώσει τον Ελληνα πρέσβη Ευστάθιο Λαγάκο. Αυτός τον καθησύχασε λέγοντας ότι άνθρωποι των μυστικών υπηρεσιών (ΚΥΠ) παρακολουθούσαν από κοντά τα γυρίσματα. Ας μείνουμε όμως στο όνομα του Ben Kadish, μεγάλου παραγωγού του Χόλιγουντ. Προτού ξεκινήσει το πειρατικό πλοίο από την Ελλάδα για την Κύπρο, πήρε τηλέφωνο τον Δημητριάδη και του ζήτησε να το βουλιάξει προκειμένου να ματαιωθεί η ταινία. Αυτός αρνήθηκε να το κάνει, φοβούμενος ότι θα υπάρξουν θύματα.

Ο Πίτερ Σέλερς πήγε στην Κύπρο στις 5 Σεπτεμβρίου. Οταν άρχισαν τα γυρίσματα δεν φάνηκε καθόλου συνεπής. Εμφανιζόταν όποτε ήθελε, ενώ και όταν συνέβαινε αυτό ήταν ανίκανος να φέρει σε πέρας μια σκηνή. Σύμφωνα με τον Μέντακ είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στην ταινία, γι’ αυτό προσπαθούσε να τη σαμποτάρει. Υπάρχουν όμως μαρτυρίες που δίνουν άλλη διάσταση. Ολοι γνώριζαν ότι ανάμεσα στα μέλη του συνεργείου γινόταν διακίνηση ναρκωτικών. Σε ανύποπτο χρόνο η φίλη και μάνατζερ του συμπρωταγωνιστή Σπάικ Μίλιγκαν Norma Farnes, αναφερόμενη στην άρνηση του Σέλερς να κρατήσει στα χέρια του ένα κουτί τσιγάρων για τις ανάγκες ενός διαφημιστικού, καθώς ο ίδιος ήταν πρόεδρος, όπως υποστήριζε, αντικαπνιστικής ένωσης, γράφει: «Κατόπιν αναρωτήθηκα γιατί είχα ξεχάσει να ρωτήσω τον Πιτ για όλες τις ναρκωτικές ουσίες που κάπνισε. Δεν ήταν στους απαγορευτικούς όρους της αντικαπνιστικής ένωσης;».

Ποιος έδωσε άδεια για γυρίσματα στο Κάστρο;

Το Κάστρο της Κερύνειας αποτελούσε καλά φυλασσόμενη ναυτική βάση. Εκεί ελλιμενίζονταν οι δυο μοναδικές τορπιλάκατοι της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα υπόγειά του χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες πολεμικού υλικού και απαγορευόταν η είσοδος σε οποιονδήποτε. Παρά ταύτα το κάστρο αποτέλεσε ντεκόρ για πολλά γυρίσματα. Οι τορπιλάκατοι μετακινήθηκαν, τα πολυβόλα αφαιρέθηκαν και η είσοδος στον χώρο ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους εκατοντάδες κομπάρσοι, υπήρξε ανεξέλεγκτη. Ο φύλακας του κάστρου Γιάννης Κλεάνθους θυμάται ότι ο διοικητής του ναυτικού ήταν έξω φρενών. «Ποιος έδωσε την άδεια;» φώναζε.

Τα βόρεια παράλια αποτελούσαν την κύρια αμυντική γραμμή του νησιού. Η εθνοφρουρά απαγόρευε ακόμη και τη λήψη φωτογραφιών στους τουρίστες. Ο ερχομός του πολυπληθούς κινηματογραφικού συνεργείου άλλαξε τα δεδομένα. Περίπου 45 αυτοκίνητα της παραγωγής αλώνιζαν καθημερινά την περιοχή. Πάνω από πέντε ταχύπλοα σκάφη και βάρκες πηγαινοέρχονταν στα παράλια. Η απαγόρευση λήψεων ξεχάστηκε. Ο χώρος όπου κινήθηκε το κινηματογραφικό συνεργείο ήταν κυρίως από την Κερύνεια και δυτικά προς Πέντε και Εξι Μίλι. Κοντά στο Πέντε Μίλι μια χαρουπαποθήκη μετατράπηκε σε στούντιο για τα εσωτερικά γυρίσματα. Κοντά στο Οχτώ Μίλι έστησαν το ντεκόρ ενός ολόκληρου ιρλανδικού χωριού που εμφανίζεται στην ταινία μόνο για 5΄΄.

Κοντά στο Πέντε και Εξι Μίλι βρισκόταν μια αμερικανική βάση, ο σταθμός FΒΙS της CΙΑ, η οποία φυλασσόταν από επίλεκτο σώμα πεζοναυτών. Στο Πέντε Μίλι έγινε η απόβαση το 1974.

Γιατί χανόταν το φιλμ;

Ο Δημήτρης Δημητριάδης άκουσε τον Πίτερ Μέντακ να παραπονιέται για την ατζαμοσύνη των εργαστηρίων εμφάνισης των αρνητικών. Σηκωνόταν, λέει, το ελικόπτερο με δέκα κουτιά φιλμ και του επέστρεφαν τα τρία. Τα υπόλοιπα είχαν καταστραφεί!

Το πειρατικό πλοίο ξεκινούσε κάθε μέρα από το λιμάνι της Κερύνειας. Ο Στέφανος Αλεξάνδρου βρισκόταν σε βοηθητικό πλοιάριο έχοντας την ευθύνη των γεννητριών που παρήγαν ρεύμα για τις φωτιστικές ανάγκες της ταινίας. Θυμάται ότι δυο τρία άτομα εγκατεστημένα στην πλώρη του πλοίου ερευνούσαν με μηχανήματα τον βυθό, μην τυχόν βρει σε καμία ξέρα και σταματήσει το γύρισμα.

Επίσης θυμάται ότι η πορεία του πλοίου ήταν παράλληλη προς την ακτή, τη μια μέρα στα εκατό μέτρα, τη δεύτερη στα διακόσια και πάει λέγοντας. Κατά περίεργο τρόπο αυτή την πληροφορία έρχεται να επιβεβαιώσει ένα παράξενο δημοσίευμα της εφημερίδας «Ελευθερία» (14 Σεπτεμβρίου 1973) το οποίο έκανε λόγο για το πειρατικό, το οποίο «περιπολούσε καθ’ όλην την ημέρα» και «με ταχύτητα των πέντε μιλίων την ώραν εκινείτο παραλλήλως προς την ακτήν». Το παράδοξο στην ιστορία είναι ότι για πρώτη και τελευταία φορά σε αυτό το δημοσίευμα εμφανίζεται το όνομα του πλοίου ως «Σπαθί του Προφήτη». Στα νηολόγια ήταν εγγεγραμμένο ως «Σάντα Μπάρμπαρα». Από πού προήλθε το «Σπαθί του Προφήτη»;

Ο Πίτερ Μέντακ λέει ότι ένας από τους λόγους καθυστέρησης των γυρισμάτων ήταν και ο καπετάνιος του πειρατικού. Ηταν τόσο μέθυσος που στούκαρε το πλοίο! Ο Ελλαδίτης Βασίλης Μούγιος και πότης ήταν και χαρτοπαίχτης, αλλά όχι ανίκανος. Βέβαια είχε περίεργη συμπεριφορά. Ο Τάκης Χριστοδουλίδης λέει ότι προκαλούσε ο ίδιος βλάβες στις μηχανές του πλοίου για να καθυστερούν τα γυρίσματα.

Ο Βασίλης Μούγιος είναι από τα πιο σκοτεινά πρόσωπα της ιστορίας. Παρέμεινε στην Κύπρο και όταν λίγους μήνες αργότερα συνελήφθη από την κυπριακή αστυνομία για την παράνομη απομάκρυνση από το νησί του καταζητούμενου υπαρχηγού της ΕΟΚΑ Β΄ Γεώργιου Καρούσου αποκαλύφθηκε ότι ήταν κουμπάρος με τον εφοπλιστή Α. Ποταμιάνο. Για τον Ελληνα εφοπλιστή έχει γραφτεί, χωρίς να διαψευστεί, ότι αποτελούσε συνδετικό κρίκο στην αλυσίδα CIA – Τομ Πάππας – Μαστροκόλιας – ΕΟΚΑ Β΄.

Σήμερα ο Πίτερ Μέντακ λέει ότι τα παρασκήνια εκείνης της ταινίας «ήταν πιο αστεία από την ίδια την ταινία».

Τα «Φαντάσματα της Κερύνειας»

Η δική μου ταινία θα είχε τίτλο «Φαντάσματα στην Κερύνεια». Η πρόταση χρηματοδότησης απορρίφθηκε δυο φορές από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το 2007 και το 2008. Οσα στοιχεία παρουσίασα θεωρήθηκαν «παραμύθια». Από τα πέντε μέλη της επιτροπής υπέρ ψήφισε μόνο ο Βασίλης Λεοντιάδης, ενώ καταψήφισαν ο Πέτρος Τατσόπουλος, ο Γιώργος Κρασσακόπουλος, ο Δημήτρης Σοφιανόπουλος και η Κατερίνα Ευαγγελάκου.

Αυτό εμπόδισε την επιπλέον συγκέντρωση υλικού τεκμηρίωσης, με αποτέλεσμα να φτιάξω μια ωριαία ταινία με τίτλο «Σάντα Μπάρμπαρα» με όποιο υλικό είχα συγκεντρώσει με δικά μου μέσα.

Documento Newsletter