Ο «Πλατόνωφ», το νεανικό έργο του Ρώσου δραματουργού, ανεβαίνει με φρέσκια ματιά, σαν μέσα από τις φωτογραφίες της νιότης του ήρωα, σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη.
Στην αυλή ενός αρχοντικού, που απ’ ό,τι διαφαίνεται στη συνέχεια έχει γνωρίσει και καλύτερες μέρες, μαζεύεται μια παρέα. Η ατμόσφαιρα είναι προσποιητά ανέμελη, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας τακτοποιημένης κοσμικής βιτρίνας που οι ρωγμές της είναι ακόμη αδιόρατες. Οι καλεσμένοι ποζάρουν με πλαστή αυτοπεποίθηση, φλερτάρουν στα όρια της κοινωνικής κοσμιότητας, χαριεντίζονται, χασκογελούν, φλυαρούν γύρω από ανώδυνα θέματα. Το βράδυ είναι καλοκαιρινό, αλλά τα καλοκαίρια του Τσέχωφ μυρίζουν φθινόπωρο, κίτρινα φύλλα και αρχόμενη σήψη. Οι υπαινιγμοί της φθοράς είναι βέβαια ακόμη λεπτοί, οι εκφράσεις διατηρούν ένα λούστρο διακριτικότητας και οι αιχμές είναι πλάγιες με προκάλυμμα κάποια γελωτοποιό αφορμή. Κάτω από τη γλυκίζουσα διάθεση της συντροφιάς εντούτοις σαλεύει κάτι αορίστως εναγώνιο που αφήνει στα στόματα μια γεύση ολοένα πικρότερη. Με την άφιξη μάλιστα του πρωταγωνιστή της παράστασης η ύποπτα χαλαρή συμπαιγνία των υπόλοιπων ηρώων υπονομεύεται δεινά. Ο Πλατόνωφ λειτουργεί ταυτόχρονα ως ισχυρό στοιχείο της χημικής τους ένωσης και καταλύτης της δράσης που ορίζει την ταχύτητα των εξελίξεων. Ετσι τα ανάλαφρα συννεφάκια πυκνώνουν και η ατμόσφαιρα φορτίζεται από εντάσεις που, αν και υπόγειες αρχικά, δεν αργούν να ρυτιδώσουν την επιφανειακή εικόνα. Οι σοβατισμένες όψεις προσώπων και πραγμάτων σταδιακά καταρρέουν και η αποσύνθεση ξεγυμνώνεται από κάθε πρόσχημα.
Η ασφυξία που απασφαλίζει εκρηκτικά
Ο «Πλατόνωφ» δεν ανήκει στο σώμα των διάσημων τσεχωφικών έργων. Γράφτηκε όταν ο συγγραφέας ήταν είκοσι χρόνων, βρέθηκε τυχαία μετά τον θάνατό του και τιτλοφορήθηκε από το όνομα του πρωταγωνιστή. Κατά τα φαινόμενα και ο ίδιος ο Τσέχωφ το θεωρούσε άγουρο, μια που ουδέποτε το έσπρωξε στη σκηνή ούτε καν το εξέδωσε, αλλά το καταχώνιασε σ’ ένα συρτάρι για να σιτέψει. Και πράγματι σίτεψε και βλάστησε και τροφοδότησε με χυμούς τη μετέπειτα ώριμη δραματουργία του νεαρού τότε φοιτητή της ιατρικής. Γιατί συμβαίνει κάποτε το πρότυπο στέλεχος μιας ιδέας να χάνεται ή να παραμένει για καιρό στην αφάνεια ενώ οι παραφυάδες του φουντώνουν και κατακλύζουν την παγκόσμια θεατρική σκηνή. Ετσι στις σπάνιες περιπτώσεις που αυτό το πρωτόλειο ανασύρεται, οι συντελεστές της παράστασης και ιδιαίτερα ο σκηνοθέτης έχουν να διαλέξουν ανάμεσα σε δύο εκδοχές. Να προσαρμόσουν την οπτική τους με τη διόπτρα στραμμένη στα μεγαλύτερα αδέρφια του ή να εμπιστευτούν τη φρεσκάδα του νεαρού βλαστού χωρίς να στήσουν κανένα πάρτι βιαστικής ενηλικίωσης.
Η Δανάη Σπηλιώτη επέλεξε να αντικρίσει τον Πλατόνωφ μέσα από τις φωτογραφίες της νιότης του, ποντάροντας στην αναρχορομαντική διάθεση που τον διακρίνει και παραχωρώντας την πρώτη θέση της παράστασης στην ασφυξία που απασφαλίζει εκρηκτικά, παρασύροντας και τους υπόλοιπους ήρωες στον στρόβιλό της.
Δραστική αλλά αναγκαία περικοπή
Εχοντας υπόψη τις εμφανείς άλλωστε αναλογίες ανάμεσα σ’ αυτό το πρώτο έργο του Τσέχωφ και το τελευταίο του, τον «Βυσσινόκηπο», περιορίστηκε πολύ σωστά να τις υποδείξει διακριτικά αντί να τις υπογραμμίσει με σκληρό μολύβι. Με τον ίδιο τρόπο δείχνει το νήμα που συνδέει ορισμένες σκηνές του «Πλατόνωφ» με τις αντίστοιχες στις «Τρεις αδελφές» αλλά το αφήνει χαλαρό, εμπιστευόμενη την κρίση του θεατή που μπορεί να το τεντώσει ή να το αφήσει υπαινικτικά αιωρούμενο. Μια δεύτερη καίριας σημασίας επιλογή της Σπηλιώτη, που διασκεύασε το έργο βασισμένη στην αβίαστη και χυμώδη μετάφραση του Κώστα Θεοφάνους, ήταν η απόφαση για δραστική περικοπή αυτού του ασυμμάζευτου νεανικού έργου. Πράγματι, όπως συμβαίνει συχνά σε νέους συγγραφείς, ο Τσέχωφ θέλησε να χωρέσει στην έκταση μιας αυλής έναν ολόκληρο κόσμο και σ’ έναν πυκνοφυτεμένο κήπο όλα όσα άνθιζαν στο μυαλό του εκείνη την εποχή. Ετσι τα λουλούδια του ήταν όλων των ποικιλιών, αλλά η ανθοδετική τους παρουσίαση είναι προβληματική. Η σύσφιξη λοιπόν του ανοικονόμητου παραστασιακού υλικού ήταν αναγκαία και ίσως μάλιστα χρειαζόταν να γίνει σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα.
Ολοι οι ήρωες καθρέφτες της καταστροφής
Η διαμόρφωση του σκηνικού χώρου από τη σκηνοθέτρια και την Ελένη Χαΐνη απεικονίζει τον ασταθή βηματισμό των ηρώων που παραδέρνουν μεταξύ προσποιητής ατημελησίας και τραυλίζουσας ασυναρτησίας. Ενώ οι ήρωες που απέχουν προσωρινά από τη δράση και βρίσκουν καταφύγιο στα άκρα της σκηνής μοιάζουν με σιωπηλούς καθρέφτες της επερχόμενης καταστροφής. Η τραγική έκβαση του έργου προοιωνίζεται από την σταθερά εντεινόμενη αρρυθμία που εκτρέπεται σε γενικευμένη υστερία. Μια εκρηκτική αποσυμπίεση που με την καίρια συμβολή της μουσικής εκτόξευσης του Δημήτρη Χατζηζήση χάρισε στους θεατές μια συγκλονιστική σκηνή. Εγώ, εντούτοις, έχω την εντύπωση πως αυτό το σπασμωδικό αποκορύφωμα ήταν κάπως πρόωρο και θα λειτουργούσε καλύτερα τοποθετημένο αμέσως πριν από το εσωστρεφές τελευταίο τρίτο της παράστασης, όπου τα πάντα έχουν ουσιαστικά κριθεί.
Ο Κωστής Καλλιβρετάκης ενσάρκωσε τον Πλατόνωφ, έναν ποιητή που αν και προορισμένος για υψηλές πτήσεις προσγειώνεται ανώμαλα στον ρόλο του δασκάλου, με όλη τη λάμψη που ακόμη και στη δύση του άστρου του καίει όσες πεταλούδες μαζεύονται γύρω του ενώ διαβλέπει τον χαμό του. Ο Ντίνος Ποντικόπουλος ανέδειξε τον ρόλο του μεσίτη κίβδηλων ελπίδων με αυτοειρωνικό φλέγμα και εμπαικτικούς δισταγμούς. Η Κλεοπάτρα Μάρκου έντυσε την ηρωίδα της με την αναγκαία νευρωτική ηδυπάθεια. Η Νικόλ Δημητρακοπούλου ισορρόπησε επιτυχώς στην κρίσιμη μεσοτοιχία ευπάθειας και αποφασιστικότητας. Η Νίκη Βακάλη, ο Στέλιος Θεοδώρου, η Κατερίνα Νταλιάνη και ο Αντώνης Χρήστου συνέβαλαν με την υποκριτική τους επάρκεια στη σύνθεση ενός θιάσου αξιώσεων.
INF0
Θέατρο Θησείο Τουρναβίτου 7, Θησείο, τηλ.: 210 325 5444 Κυριακή – Τρίτη στις 21.00