To αίνιγμα Ντέιβιντ Λιντς

To αίνιγμα Ντέιβιντ Λιντς
Ο Λιντς ήταν από τους λίγους σκηνοθέτες που δούλεψαν με το Χόλιγουντ χωρίς να συμβιβαστούν

Ο σπουδαίος κινηματογραφιστής Ντέιβιντ Λιντς, που έφυγε από τη ζωή στα 79 του χρόνια, ήταν λάτρης του νουάρ, του μεταφυσικού αλλά και του Λος Aντζελες που σήμερα είναι στάχτες.

Ο Ντέιβιντ Λιντς κατασκεύασε ένα ιδιότυπο σύμπαν που χάρη στα ξεχωριστά συστατικά του απέκτησε τη δική του ταμπέλα στη γλώσσα του κινηματογράφου. Oταν σήμερα λέμε ότι μια ταινία είναι λιντσική, εννοούμε ότι ο σκηνοθέτης της δανείζεται από το σινεμά του Λιντς προκειμένου να δώσει μορφή στα πειραγμένα και ενίοτε ανεξήγητα κάδρα του. Προτού γίνει σκηνοθέτης, ο γεννημένος στη Μοντάνα στις 20 Ιανουαρίου 1946 Λιντς επιθυμούσε να γίνει ζωγράφος, σπουδάζοντας μάλιστα στη Σχολή Καλών Τεχνών της Βοστώνης. «Είναι μια μοναχική δουλειά, αλλά η δομή της είναι ίδια με εκείνη του σκηνοθέτη ταινιών» έλεγε και δεν ξεχώριζε τις δύο μεγάλες του αγάπες, αφού το σινεμά για εκείνον ήταν το ιδανικό μέσο έκφρασης που του επέτρεπε να κατασκευάσει «μεγάλους πίνακες που αποκτούν ζωή».

Αγαπημένη ταινία των παιδικών του χρόνων ήταν ο «Μάγος του Οζ» και σχεδόν σε όλα τα έργα του έχει ένα σημείο αναφοράς στη μαγική ιστορία της Ντόροθι. Ως παιδί δεν στέριωσε σε κάποιο μέρος, αφού λόγω των επαγγελματικών ασχολιών του πατέρα του αναγκάζονταν οικογενειακώς να μετακομίζουν από τη μια πόλη στην άλλη. Στην εφηβεία του γνώρισε και ερωτεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, την ηθοποιό Πέγκι Ρίβι, που του χάρισε το πρώτο του παιδί (η σκηνοθέτρια του «Τεμαχίζοντας την Eλενα» Τζένιφερ Λιντς) όταν εκείνος ήταν μόλις 21 ετών. Παντρεύτηκε άλλες τρεις φορές κι από κάθε γάμο του απέκτησε κι ένα παιδί.

Το σοκ του «Eraserhead»

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του έπειτα από μια σειρά μικρών φιλμ ήταν το σοκαριστικό «Eraserhead» το 1977. Τον απασχόλησε για πέντε χρόνια και ήταν ένας ασπρόμαυρος εφιάλτης με ανεξήγητες, σουρεαλιστικές σεκάνς γύρω από την προσπάθεια ενός άνδρα να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που του ανοίγονται αλλά και τους κινδύνους που κρύβονται σε αυτές. Σκηνές όπως η πρόωρη γέννηση του μωρού με το παραμορφωμένο πρόσωπο, το γεύμα με τα ζωντανά κρέατα στα πιάτα, οι φωτεινές λάμπες που στέλνουν ερωτικά μηνύματα στον ήρωα έκαναν το φιλμ καλτ και περιζήτητο στους φαν του underground σινεμά.

Οι απαντήσεις στα αμέτρητα ερωτήματα-αινίγματα «της πιο εφιαλτικής ταινίας που φτιάχτηκε ποτέ» δεν δόθηκαν ποτέ από τον Λιντς. «Δεν επιθυμώ να εξηγώ τις ταινίες μου» έλεγε. «Στην πραγματικότητα δεν χρειάζεται καν. Βλέπεις ένα φιλμ, σου προκαλεί κάποια εντύπωση, ενίοτε σε προβληματίζει, κάποιες στιγμές το απολαμβάνεις ή το αντιπαθείς κι αυτό είναι. Δεν χρειάζεται να υπεραναλύουμε ούτε τα πράγματα και φυσικά ούτε τις ταινίες».

Η δυναμική του «Eraserhead» δεν πέρασε απαρατήρητη από τους παραγωγούς στο Χόλιγουντ. Με πρωτοβουλία του διάσημου κωμικού Μελ Μπρουκς που συνάντησε τον Λιντς και τον λάτρεψε, η Paramount τού ανέθεσε τη δημιουργία του «Ανθρώπου ελέφαντα» (1980) που βασιζόταν στην αληθινή ιστορία του Τζόζεφ Μέρικ (στην ταινία λέγεται Τζον). Πρόκειται για το πιο mainstream φιλμ στην καριέρα του Λιντς και προτάθηκε για οκτώ Οσκαρ, αλλά κινδύνεψε να μην έχει το δικό του τελικό μοντάζ. Ωστόσο, η επιρροή του Μπρουκς μέτρησε στο να έχει ο σκηνοθέτης τον τελευταίο λόγο.

Η επόμενη ταινία του, το «Ντιουν» το 1984, είχε σοβαρά προβλήματα καθώς ο παραγωγός Ντίνο ντε Λαουρέντις έπεισε τους ανθρώπους της Universal να του στερήσουν το τελικό μοντάζ. Η εισπρακτική και εμπορική αποτυχία εκείνου του φιλμ έκανε τον Λιντς να μετανιώσει που μπλέχτηκε σε αυτή την περιπέτεια. Αποκήρυξε το «Ντιουν» με τη φράση «ποτέ ξανά» και αφοσιώθηκε στο επόμενο σχέδιό του. Στο «Μπλε βελούδο» πλακώθηκε άγρια με τον Ντε Λαουρέντις, που δεν πίστεψε ποτέ στο πρότζεκτ, ενώ η «Ατίθαση καρδιά» που του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα γυρίστηκε έχοντας το πράσινο φως από τη Samuel Goldwin Company. To τελευταίο και σημαντικότερο για πολλούς φιλμ του ήταν το «Mulholland drive», το οποίο φτιάχτηκε ύστερα από πρωτοβουλία της Universal το 2001 που του υποσχέθηκε ότι θα έχει την απόλυτη ελευθερία όπως κι έγινε.

Η αρχή του τέλους

Κι ενώ η επιτυχία εκείνου του φιλμ (βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες, οσκαρικές υποψηφιότητες) προμήνυε ένα νέο σπουδαίο κεφάλαιο στην καριέρα του Ντέιβιντ Λιντς, εκείνος – έπειτα κι από το φιάσκο του «Inland empire» το 2006– αποσύρθηκε από τον κινηματογράφο. Λένε ότι η ενασχόλησή του με τον υπερβατικό διαλογισμό και η εμμονή του με τη λειτουργία του υποσυνείδητου τον οδήγησαν στη σιωπή. «Οι καλλιτέχνες πρέπει να εκφραζόμαστε ελεύθερα και χωρίς να υπακούμε στις προσδοκίες που έχουν για μας» είπε σε μια συνέντευξή του προσπαθώντας να εξηγήσει γιατί απέχει από το σινεμά.

Ομως όλα αυτά τα χρόνια, παράλληλα με τις τεχνολογικές αναζητήσεις (μαζί με διαφημιστικά κλιπ και μουσικά βίντεο) που έκανε, δούλευε το επόμενο έργο του, που ήταν μια νέα βερσιόν του «Twin Peaks», το οποίο άλλαξε στα 1990 τον τρόπο που γυρίζονταν μέχρι τότε οι σειρές και οδήγησε στην ενηλικίωση της τηλεόρασης. Το 2017 το νέο «Twin Peaks» βγήκε στις οθόνες μας από τη Showtime και απέδειξε γιατί ο Λιντς είναι αναντικατάστατος.

Η σοφία αυτού του έργου είναι όχι απλώς απερίγραπτη αλλά και μνημειώδης. Αρκεί και μόνο ένα επεισόδιό του (αυτό το στοιχειωμένο 8…) για να πειστεί και ο πλέον άπιστος Θωμάς για το πόσο ξεχωριστός ήταν ο Ντέιβιντ Λιντς στο δέσιμο του πρωτοποριακού με το παράδοξο κάθε φορά που επιχειρούσε το τρομακτικό ταξίδι του στο αίνιγμα του υποσυνείδητου.

Documento Newsletter