Το 35,6 % των επαγγελματιών υγείας στην Ελλάδα δηλώνουν ότι δεν θέλουν να εμβολιαστούν

Τις πρώτες 10 μέρες του Δεκεμβρίου 2020, πραγματοποιήθηκε από το Ευρωμεσογειακό Ινστιτούτο Ποιότητας & Ασφάλειας στις Υπηρεσίες Υγείας Avedis Donabedian (https://eiqsh.eu/) μεγάλη πολυκεντρική διαδικτυακή έρευνα μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου για την αξιολόγηση της πρόθεσης των επαγγελματιών υγείας να εμβολιαστούν κατά της λοίμωξης COVID-19.

Χρησιμοποιήθηκε ένα ανώνυμο και αυτοσυμπληρούμενο ερωτηματολόγιο με τη χρήση του Google Forms. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύθηκαν μόλις την Πέμπτη 25 Μαρτίου, στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Human Vaccines & Immunotherapeutics.

Στην έρευνα συμμετείχαν 2.238 επαγγελματίες υγείας (1.220 ήτοι 54.5% από την Κύπρο και 1.018 από την Ελλάδα). Από την ανάλυση εξαιρέθηκαν οι φοιτητές ιατρικής και νοσηλευτικής λόγω της περιορισμένου δείγματος.

Το συνολικό ποσοστό των επαγγελματιών υγείας που δήλωσαν την πρόθεσή τους να εμβολιαστούν ήταν 48,3% (64,4% στην Ελλάδα και 34,9% στην Κύπρο). Από αυτούς για την Ελλάδα τα ποσοστά για τους ιατρούς ήταν 81,5%, για τους νοσηλευτές 56,7%, για το λοιπό επιστημονικό προσωπικό 62,7%, για το υποστηρικτικό προσωπικό 25% και για τους διοικητικούς υπαλλήλους 42,2%. Τα αντίστοιχα ποσοστά για την Κύπρο ήταν 61,5%, 32%, 35,4% και για το διοικητικό προσωπικό 37,5%. Η διαφορά αυτή ήταν στατιστικά σημαντική.

Οι κυριότεροι λόγοι της μη πρόθεσης εμβολιασμού φαίνονται στον πίνακα που ακολουθεί.

Αναφορικά με τη συνολική ικανοποίηση των συμμετεχόντων από τη διαχείριση της πανδημίας, κυμάνθηκε σε χαμηλά επίπεδα, όπως φαίνεται στον πίνακα που ακολουθεί, με τη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια να εστιάζεται στην διαχείριση της πανδημίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη συμμόρφωση των επαγγελματιών υγείας με τα μέτρα ατομικής προστασίας.

Ειδικά για το δείγμα των επαγγελματιών από την Ελλάδα, οι θετικοί προβλεπτικοί παράγοντες ήταν οι παραπάνω πλην της ηλικίας και της υψηλότερης βαθμολογίας στη συνολική διαχείριση της πανδημίας από τη χώρα.

Για την Κύπρο, οι θετικοί προβλεπτικοί παράγοντες για την πρόθεση εμβολιασμού ήταν: η ηλικία, η συνολική διαχείριση της πανδημίας από τη χώρα και η συμμόρφωση των επαγγελματιών υγείας με τα μέτρα ατομικής προστασίας.

Τα πορίσματα της έρευνας έχουν πολύ μεγάλη σημασία τη δεδομένη στιγμή και μάλιστα αν λάβουμε υπόψη μας ότι το δείγμα από την Κύπρο αντιπροσωπεύει το 22% του συνολικού νοσηλευτικού προσωπικού που εργάζεται.

Σε γενικές γραμμές υπάρχει μια διστακτικότητα για τον εμβολιασμό κατά της λοίμωξης COVID-19 στους επαγγελματίες υγείας και των δυο χωρών. Οι ερευνητές καταλήγουν στα ακόλουθα συμπεράσματα:

Στις αντίστοιχες έρευνες σε παγκόσμιο επίπεδο, το ποσοστό των επαγγελματιών υγείας που προτίθενται να εμβολιαστούν κατά της λοίμωξης COVID-19 κυμαίνεται από 27,7% έως 81,5%. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με μεσαίο ποσοστό και η Κύπρος από τα χαμηλότερα.

Η μικρή ηλικία των ατόμων στο δείγμα της Κύπρου και ενδεχομένως η πεποίθησή τους ότι είναι λιγότερο ευάλωτοι/ες στη λοίμωξη ίσως να ερμηνεύει μερικώς την χαμηλή αποδοχή του εμβολίου.

Οι κυριότεροι λόγοι που προκρίνουν οι επαγγελματίες για τον εμβολιασμό τους είναι για να προστατεύσουν τους ασθενείς τους, την οικογένειά τους, τους ιδίους και για να ελέγξουν την πανδημία.

Στην Ελλάδα, η ικανοποίηση από την αποτελεσματικότητα του lockdown και από τη διαχείριση της πανδημίας από τα δημόσια νοσοκομεία, σχετίζεται με μια θετικότερη πρόθεση εμβολιασμού.

Η χαμηλή αξιολόγηση των μέτρων που λήφθηκαν για τον έλεγχο της πανδημίας είναι παράγοντας ανάσχεσης της πρόθεσης εμβολιασμού.

Όσοι δηλώνουν μη πρόθεση εμβολιασμού βαθμολογούν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερα τη διαχείριση της πανδημίας τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την αποτελεσματικότητα του lockdown, την αποτελεσματικότητα των μέτρων του Υπουργείου Υγείας και τη διαχείριση της πληροφορίας για την πανδημία από τα ΜΜΕ. Φαίνεται ότι η δεδηλωμένη πρόθεση των επαγγελματιών υγείας για μη εμβολιασμό δε λειτουργεί σε κοινωνικό κενό, αλλά είναι μια απάντηση στα μέτρα και τη στάση του Υπουργείου Υγείας και εν γένει της Πολιτείας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Πανδημία.

Φαίνεται πως τα ΜΜΕ δεν είναι το ενδεδειγμένο μέσο για τη βελτίωση της πρόθεσης εμβολιασμού καθώς είναι πολύ χαμηλή η αξιολόγηση του τρόπου που χειρίστηκαν την πανδημία. Αυτό έχει αξία εάν πρόκειται να δαπανηθεί ένα ποσό σε σχετικά προωθητικά μηνύματα.

Αυτό που προκρίνουν ως σημαντικό οι επαγγελματίες υγείας είναι να χρηματοδοτηθεί η πρόσβασή τους σε διεθνείς βάσεις δεδομένων για να έχουν πληρέστερη και εκτενέστερη ενημέρωση για τον εμβολιασμό και τους παράγοντες που σχετίζονται με την αποδοχή του. Η υπερφόρτωσή τους με αντικρουόμενες πληροφορίες για τον εμβολιασμό (μέσα από blogs, δημοσιεύσεις με ή χωρίς να περάσουν από κρίση, αναφορές από επίσημους φορείς) προκαλεί σύγχυση και τους καθιστά σκεπτικούς.

Οι επαγγελματίες υγείας χρειάζονται περισσότερο παραγωγικό χρόνο για να αξιολογήσουν στην πράξη τα χαρακτηριστικά του εμβολίου στους ωφελούμενούς τους και στους συγγενείς τους, ώστε να αποφασίσουν σε δεύτερο χρόνο τον εμβολιασμό τους καθώς εξελίσσεται η πανδημία. Η παράταση του χρόνου εμβολιασμού για τους επαγγελματίες υγείας προτείνεται από τους ερευνητές.

Πηγή: HealthDaily

Ετικέτες