Ο αγαπητός ηθοποιός σφράγισε μια ολόκληρη εποχή με ταινίες που μιλούν για την προσφυγιά, την ξενιτιά και την πάλη των τάξεων
Η μάνα που ξενοπλένει, το φτωχό παλικάρι της, η πλούσια κόρη του εργοστασιάρχη που ερωτεύεται τον νεαρό και μαζί αντιμετωπίζουν τις μηχανορραφίες του πατέρα της. Να η σεναριακή σύνοψη ενός «οικογενειακού μελό» του ’60, τότε που «τα πράγματα δεν ήταν ιδιαιτέρως έξυπνα» για τον ελληνικό κινηματογράφο, όπως μου είχε πει κάποτε ο Νίκος Κούνδουρος. Κι όμως. Οι ταινίες αυτές έκοβαν εισιτήρια και έξω απ’ τις αίθουσες στήνονταν πάγκοι με χαρτομάντιλα για να εφοδιαστούν οι θεατές, οι οποίοι προέρχονταν απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις. Τα έγχρωμα μιούζικαλ του Δαλιανίδη έδιναν ανάσα στον λαό, όπως και τα ασπρόμαυρα μελό του Τεγόπουλου, όπου πάντα στο τέλος θριάμβευε το καλό. Απευθύνονταν άλλωστε σε μια κοινωνία που έψαχνε νέα μεταπολεμική ταυτότητα, χαραμάδες ελπίδας σε μια κοινωνική συνθήκη οικονομικής ανέχειας.
Το «παιδί του λαού» ήταν ο ηθοποιός Νίκος Ξανθόπουλος. Αυτός ο χαρακτηρισμός τον συνόδευε μέχρι την τελευταία μέρα του, την περασμένη Κυριακή, που πέθανε στα 89 του χρόνια. Ηταν πρωταγωνιστής, όχι όμως σταρ σαν τον Νίκο Κούρκουλο ή τον Κώστα Μπάρκουλη. Ο Ξανθόπουλος έπαιζε πολλές φορές υποτονικά, ίσως μονότονα, αλλά στο αμέσως επόμενο πλάνο ήταν έτοιμος να φορτσάρει στα ινδοπρεπή άσματα του Απόστολου Καλδάρα και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου ή σ’ αυτά που είχαν καταγωγή απ’ τη Σμύρνη και τον Πόντο.
Το alter ego του Καζαντζίδη
Γεννημένος στη Νέα Ιωνία το 1934 από γονείς Πόντιους πρόσφυγες, ο Ξανθόπουλος είχε βιώματα κοινά με τον κινηματογραφικό χαρακτήρα που έπλασε γι’ αυτόν ο σκηνοθέτης Απόστολος Τεγόπουλος με τη νεόδμητη Κλακ Φιλμ, την τρίτη πιο εμπορική κινηματογραφική εταιρεία μετά τη Φίνος Φιλμ και την Καραγιάννης – Καρατζόπουλος. Ο Τεγόπουλος καθιέρωσε ουσιαστικά τον Ξανθόπουλο και σύστησε το alter ego του Στέλιου Καζαντζίδη στον κινηματογράφο. Διότι τόσο ο Καζαντζίδης στο λαϊκό τραγούδι όσο και ο Ξανθόπουλος στη μεγάλη οθόνη με κοινά θέματα καταπιάνονταν: την προσφυγιά, την ξενιτιά και την πάλη των τάξεων. Θέματα που τότε συγκινούσαν τους θεατές, που έκλαιγαν αβίαστα με τις μελό περιπέτειες.
Πέρασαν αρκετές δεκαετίες από τότε, για να φτάσουμε σήμερα στο σημείο να θεωρούμε αυτές τις ταινίες αρκετά συχνά έως και… cult. Αλήθεια είναι ωστόσο πως δεν μπορείς να μην ξαφνιαστείς, ακόμη και να μη γελάσεις με το τρίωρο έπος «Η οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», την πλέον γνωστή ταινία του Ξανθόπουλου, με όσα συμβαίνουν στο απίθανο σενάριο, με αποκορύφωμα τη σκηνή της επίθεσης της αρκούδας-Ανέστη Βλάχου στον ήρωα κάπου στα βάθη της Μικράς Ασίας. Βέβαια, κάθε ταινία αποτιμάται στην κοινωνική και χρονική συνθήκη στην οποία γεννήθηκε.
Παραδόξως, στο κινηματογραφικό ντεμπούτο του, στην ταινία «Πληγωμένες καρδιές» (1963), ο Ξανθόπουλος έπαιζε τον «κακό». Ενα χρόνο αργότερα όμως συστήνεται στο κοινό ως το καλό παιδί πρωταγωνιστώντας στο «Αγάπησα και πόνεσα». Από κει και πέρα η καριέρα του ηθοποιού εκτινάσσεται με αποκλειστικό συμβόλαιο με την Κλακ Φιλμ, για την οποία εργάζεται ακατάπαυστα από το 1963 έως το 1971. Ενδεικτικοί τίτλοι: «Καρδιά μου, πάψε να πονάς», «Ταπεινός και καταφρονεμένος», «Γιακουμής, μια ρωμαίικη καρδιά» κ.ά.
Ινδαλμα του Ξανθόπουλου ήταν ο Μάνος Κατράκης, με τον οποίο έπαιξαν μαζί στον κινηματογράφο («Ξεριζωμένη γενιά») και στο θέατρο («Το τραγούδι του νεκρού αδελφού»). Με τον Κατράκη τούς ένωνε και η αγάπη για το ποδόσφαιρο, αφού ο μεν Ξανθόπουλος υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ, ο δε Κατράκης του Αθηναϊκού Βύρωνα. Υπήρξε βιβλιοφάγος αναγνώστης και έχει εξομολογηθεί ότι μικρός ήθελε να γίνει φιλόλογος. Ο Ξανθόπουλος έκανε μεγάλη καριέρα ως τραγουδιστής λαϊκών τραγουδιών. Γι’ αυτόν έγραψαν ο Απόστολος Καλδάρας, ο Ακης Πάνου, ο Γιώργος Μητσάκης.
Συνομιλητής των πουλιών
Επειτα από μια σύντομη θητεία στις βιντεοταινίες έκανε την τελευταία του κινηματογραφική εμφάνιση στην ταινία «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο» (1995) του Γιώργου Ζερβουλάκου. Το 2005 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Οσα θυμάμαι και όσα αγάπησα» (εκδ. Αγκυρα). Σημαντικό βιβλίο, αφού εκεί δόθηκε η ευκαιρία στον αναγνώστη να ανακαλύψει όχι μόνο τη ζωή, αλλά και τη συγγραφική δεινότητα του ηθοποιού.
Τα τελευταία χρόνια ζούσε στο κτήμα του στην Παιανία και καλλιεργούσε τη γη του. Εγραφε τακτικά στα social media ιστορίες απ’ το παρελθόν ή δυο λόγια μόνο, που μπορεί να συνόδευαν μια παλιά φωτογραφία του δίπλα στη Μάρθα Βούρτση ή την Κατερίνα Βασιλάκου. Δεν πάει πολύς καιρός που συνομιλήσαμε στο τηλέφωνο. Πήγαινα στην Παιανία και γνωρίζοντας ότι και εκείνος έμενε εκεί του ζήτησα συνέντευξη. Θυμάμαι ακόμη τον αυστηρό ήχο της φωνής του: «Δεν δίνω πια συνεντεύξεις. Εγώ συνομιλώ με τα δέντρα και τα λουλούδια μου, δεν έχω να πω τίποτα άλλο πια».
Αμέσως μετά την ανακοίνωση του θανάτου του πολλοί έγραψαν στα social media πως έχασαν έναν πατέρα, θείο και παππού. Ενδεικτικό τού πόσο δημοφιλής υπήρξε ο Ξανθόπουλος σε μια εποχή που δεν αφήνει χώρο για «παιδιά του λαού». Ο Ξανθόπουλος εξέφρασε μια ολόκληρη εποχή και μπορούμε πλέον να μιλάμε για το τέλος της.