Ας υποθέσουμε ότι ξετρελαθηκαμε με τους Σφήκες που σκηνοθέτησε η Λένα Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο. Ότι θεωρήσαμε την παράσταση τρομερή πρωτοπορία και την Κιτσοπούλου όχι απλώς ανανεώτρια του θεσμού των Επιδαυρίων, αλλά εθνική ηρωίδα. Ας υποθέσουμε, αντίθετα, ότι δεν μας άρεσε καθόλου η Κιτσοπούλεια εκδοχή των Σφηκών, ότι μας αναστάτωσε και μας έβγαλε απ’ τα ρούχα μας. Ότι μας πρόσβαλε, αφού μας είπε μέχρι και να βάλουμε την άποψή μας στον κ@λο μας!
Κανένας από τους παραπάνω λόγους δεν δικαιολογεί το μίσος και τον αλληλοσπαραγμό που έχει ξεχυθεί στα πληκτρολόγια κατά δικαίων και αδίκων, εδώ και πέντε μέρες. Δεν δικαιολογεί κανέναν να θέλει με το ζόρι να πείσει ότι η παράσταση ήταν αριστούργημα, ούτε βέβαια τους αφιονισμένους που προτείνουν να ρίξουμε την Κιτσοπούλου στα σκυλιά εξαφανίζοντάς την για πάντα.
Στο παρελθόν έχουν συμβεί και τα δύο: Εχουν αποθεωθεί παραστάσεις ανούσιες, ανέμπνευστες, δήθεν πρωτοποριακές, πολύ κάτω του μετρίου. Και έχουν περάσει τα πάνδεινα σκηνοθέτες επειδή δεν άρεσε σε μερίδα του κοινού η ματιά τους στο κλασικό έργο ή επειδή δήθεν δεν έδειξαν τον οφειλόμενο σεβασμό στα ιερά χώματα της Επιδαύρου.
Επί μέρες, με όποια ψυχραιμία μας έχει απομείνει, παρακολουθούμε την ανελέητη δημόσια αντιπαράθεση επιπέδου πολύ χειρότερου από τη χειρότερη παράσταση που θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει και να παρουσιάσει η οποιαδήποτε Κιτσοπούλου. Έξαλλοι θεατές, ακόμα και κάποιοι που δεν είδαν καν την παράσταση, όχι μόνο δεν παραδέχονται ότι μπορεί σε κάποιους η παράσταση να άρεσε, αλλά αξιώνουν την πλήρη ταπείνωσή της σκηνοθέτιδας. Από τα βέλη των τελευταίων δεν ξεφεύγουν ούτε οι καλλιτεχνικοί διευθυντές του Εθνικού Θεάτρου και του ΚΘΒΕ (που συμμετέχει στο 35% της παραγωγής), οι οποίοι, κατά τη γνώμη τους, πρέπει να καθαιρεθούν, αφού πρώτα τους περάσουμε από δημόσια δίκη!
Προσωπικά, δεν με ενδιαφέρει αν ήταν καλή ή κακή η παράσταση της Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο. Δεν με ενδιαφέρει να μετρήσω πόσες φορές οι θεατές άκουσαν τη λέξη π@υτσότριχα, ούτε να αναλύσω το βαθυστόχαστο της εμμονικής επανάληψής της, ας αφήσουμε τη θεατρική ιστορία να κρίνει για το γελοίο του πράγματος. Αλλά ούτε με απασχολεί αν θίχτηκε ο μέσος φορολογούμενος πολίτης που, εφόσον πληρώνει, έχει δικαίωμα να ζητά την κεφαλή των καλλιτεχνών που δεν του αρέσουν.
Αυτό που με νοιάζει είναι το ανελέητο, ανθρωποφαγικό κυνηγητό που συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό. Ή βία που ασκείται προς πάσα κατεύθυνση, εναντίον των συντελεστών της παράστασης, εναντίον των κρατικών θεάτρων, εναντίον όποιου έχει διαφορετική άποψη. Μια οργή αδικαιολόγητη λες και από μια παράσταση, καλή η κακή, κρίνεται η ύπαρξή μας…
Ενώ έχουμε στα χέρια μας το μεγαλύτερο, το πιο αποτελεσματικό, το πιο βαρύ όπλο για όποιο δημόσιο θέαμα δεν μας άρεσε ή που κατά τη γνώμη μας ξεπερνά τα όρια της ανοχής μας. Τη σιωπή και τη λήθη, που είναι η καλύτερη απάντηση στην προτροπή της Κιτσοπούλου να βάλουμε εκεί που ξέρουμε τις γνώμες και τις απόψεις μας. Και, ναι, είμαι σίγουρη, η εκκωφαντική σιωπή θα έστελνε πολύ ισχυρότερο μήνυμα στους κατάλληλους αποδέκτες. Αντιθέτως, οι πολεμικές κραυγές και οι λεκτικές ακροβασίες μάλλον κάνουν τη σκηνοθέτιδα και την παρέα της να αισθάνονται δικαιωμένοι.
Η Λένα Κιτσοπούλου είναι κατά τη γνώμη μου άνιση σκηνοθέτις. Έχουμε δει διαμάντια με την υπογραφή της, όπως τη Μαιρούλα, την Κοκκινοσκουφίτσα της, την αξεπέραστη Γκόλφω με τον Καραθάνο. Όπως έχουμε δει και παραστάσεις της άστοχες, δήθεν προκλητικές και αιρετικές, χωρίς βάθος και ουσία. Προσωπικά έχω βαρεθεί να την παρακολουθώ εδώ και κάποια χρόνια αφού δεν μπορεί πλέον να με εκπλήξει ακολουθώντας μια πορεία που νομίζω περιορίζει τις ικανότητες και δεν εξελίσσει το ταλέντο της.
Επίσης, μια ένσταση τελευταία: Καλώς το Εθνικό Θέατρο της έδωσε την Επίδαυρό, αφού έτσι έκρινε ο διευθυντής του, ο οποίος έχει την ευθύνη του καλλιτεχνικού προγραμματισμού. Και μαζί με την ευθύνη, φέρει το βάρος να αποδείξει το ορθό των επιλογών του. Με 11.000 εισιτήρια στις δύο παραστάσιμες ημέρες (Παρασκευή και Σάββατο), δεν το λες αποτυχία αλλά ούτε και γκραν σουξέ. Τώρα, αν του αρέσει ο ντόρος, όπως της Κιτσοπούλου, ίσως να είναι κι αυτός ευχαριστημένος. Θα πρέπει να μας απαντήσει όμως, ψύχραιμα και λογικά, γιατί έκανε διπλή ανάθεση στην ίδια σκηνοθέτιδα μέσα σε λίγους μήνες. Με την παράσταση “Μια νύχτα στην Επίδαυρο” και με τους Σφήκες και μάλιστα με τριπλή ταρίφα: Διασκευή, σκηνοθεσία και αμοιβή ηθοποιού.