Της Δικαιοσύνης ήλιε αδιευκρίνιστε

«Η δικαστική ανεξαρτησία δεν είναι κατ’ ακριβολογία “ανεξαρτησία της ∆ικαιοσύνης” αλλά “ανεξαρτησία του δικαστή”. Ο κάθε δικαστής επιβεβαιώνει ή διαψεύδει τη δικαστική ανεξαρτησία». Η ρήση ανήκει σε έναν από τους κορυφαίους ποινικολόγους και καθηγητές Ποινικού Δικαίου, τον Ιωάννη Μανωλεδάκη. Η επαναφορά της στην επικαιρότητα δεν έχει την έννοια κάποιας νουθεσίας αλλά είναι προσπάθεια εξυπηρέτησης της απλής και θεσμικής λογικής. Οποτε η χώρα πέφτει στα χέρια της διαφθοράς και των πολιτικών της οργάνων συμβαίνουν δύο πράγματα: η ατιμωρησία εμφανίζεται ως εγγυήτρια κατάσταση που δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να ανατρέψει τη ροή των πραγμάτων και διάφοροι μέντορες και χειραγωγοί της Δικαιοσύνης με οιμωγές εμφανίζονται να ανησυχούν προκαταβολικά για τις επιθέσεις που δήθεν δέχεται.

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι απλό. Αν η Δικαιοσύνη έπαιζε τον ρόλο που πρέπει να παίξει (ναι, και η δημοσιογραφία), τότε δεν θα ήταν σε συνεχή αμφισβήτηση και, κυρίως, δεν θα χρειαζόταν επιχειρήματα και αντιπαραθέσεις για την ανεξαρτησία της, η οποία θα ήταν πασιφανής και αυταπόδεικτη.

Οι μόνοι που προσπαθούν να πείσουν τους υπόλοιπους (δεν το πιστεύουν φυσικά) ότι στη Δικαιοσύνη είναι όλα καλά είναι όσοι έχουν συμφέρον με όσα συμβαίνουν. Κατά καιρούς υπάρχουν διάφορες ανακοινώσεις που επιχειρούν να δείξουν ότι υπάρχουν παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη επειδή ασκείται κριτική ή ζητείται τιμωρία κάποιων επίορκων. Η ΝΔ πρωτοστατεί σε τέτοια ευαισθησία περί της Δικαιοσύνης, αλλά ο αρχηγός της θεωρεί αδιανόητο να ελέγξει η Δικαιοσύνη το πόθεν έσχες του. Και η ίδια φυσικά αποδεικνύει τον βαθμό εξάρτησής της από την πολιτική εξουσία όταν δεν το κάνει. Το να κρίνεις τη Δικαιοσύνη είναι δικαίωμα και τρόπος λειτουργίας της δημοκρατίας και όχι παρέμβαση. Οπως κανόνας δημοκρατίας και όχι παρέμβαση είναι να βάλει η Δικαιοσύνη στη φυλακή κάποιον επίορκο πολιτικό.

Δεν έχει νόημα να κοροϊδευόμαστε. Η σημαία της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης σηκώνεται όποτε κάτι αρχίζει να βρομάει και να ζέχνει με τη Δικαιοσύνη και όχι όταν κάποιος αδικημένος την απαιτεί. Η Δικαιοσύνη δεν είναι αυταπόδεικτα ανεξάρτητη και άτεγκτη, όπως δεν είναι άλλωστε ούτε η δημοσιογραφία. Η ανεξαρτησία της δεν είναι ένα στολισμένο μαυσωλείο προς προσκύνηση, αλλά η ενεργή κατάσταση που επιδεικνύουν και αποδεικνύουν οι άνθρωποι της Δικαιοσύνης. Δεν υπάρχει πιο απατηλή έκφραση από το «έχω εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη» που εκστομίζουν από εγκληματίες έως πρωθυπουργοί. Οι πολίτες έχουν εμπιστοσύνη στον δικαστή που αποδεικνύει με τις πράξεις του ότι είναι δίκαιος και θαρραλέος. Το «θαρραλέος» έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί η έλλειψη θάρρους πολλές φορές καθιστά τον δίκαιο χειραγωγούμενο και τελικώς αναξιοπρεπή απέναντι στην υψηλή ευθύνη που έχει.

Γιατί τα γράφω αυτά; Γιατί η Δικαιοσύνη και οι άνθρωποί της βρίσκονται για μια ακόμη φορά μπροστά στην κοινωνική κρίση για την υπόθεση της Novartis. Μια υπόθεση που ανάγκασε τη Novartis να πληρώσει 350 εκατομμύρια στην Αμερική, με ευθύνη της Δικαιοσύνης δεν έχει οδηγήσει σε τιμωρία στην Ελλάδα. Δεν είναι περίεργο; Εδώ υπήρξε το σκάνδαλο, στην Αμερική τιμωρήθηκε;

Επιπλέον η Δικαιοσύνη έχει εργαλειοποιηθεί για να ταλαιπωρήσει και να τιμωρήσει όσους τόλμησαν να καταδείξουν το σκάνδαλο. Φυσικά δεν πρόκειται για κεραυνό στη μέση του καλοκαιριού. Στα τρία χρόνια διακυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη η κυβέρνηση έχει ανατρέψει κάθε κουλτούρα δικαίου, φτιάχνοντας νόμους που αμνηστεύουν τους εγκληματίες του λευκού κολάρου, με τους ανθρώπους της Δικαιοσύνης να κοιτάνε σαν θεατές.

Εδώ και μέρες ζούμε ένα κεφάλαιο του σκανδάλου της Novartis που πολύ φοβάμαι ότι θα εξελιχθεί σε σκάνδαλο της ελληνικής Δικαιοσύνης. Η υπόθεση των ευθυνών του Αδωνη Γεωργιάδη αρχειοθετήθηκε, σηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων. Δεν θέλει κάποιος να τιμωρήσει τον μισητό Αδωνη και κάνει θόρυβο για την «αθώωση». Η πράξη αρχειοθέτησης που συντάχτηκε είναι ένα νομικό κείμενο γεμάτο αντινομίες, αντιφάσεις, άλματα λογικής και αυθαιρεσίες. Ενας εισαγγελέας και μάλιστα εφετών παραδέχεται μέσα στο κείμενό του ότι για τον ελεγχόμενο βρέθηκαν χρηματικά ποσά στις καταθέσεις του, τα οποία αποκαλεί (με την έννοια της δικαιολογίας πάντα) αδιευκρίνιστα.

Δεν υπάρχει ούτε νομικός όρος ούτε νομική πρακτική που να νομιμοποιεί αυτό που πρέπει να ελεγχθεί δίνοντάς του την έννοια του απροσδιόριστου. Η εισαγγελική έρευνα σταματά όταν όλα είναι προσδιορισμένα και ο εισαγγελέας έχει σαφή και τεκμηριωμένη άποψη, την οποία εκφράζει είτε με δίωξη είτε με αρχειοθέτηση. Καθετί αδιευκρίνιστο σε εισαγγελική έρευνα είναι και συγκαλυπτικό. Οτιδήποτε αόριστο είναι επιβαρυντικό όχι για τον ελεγχόμενο αλλά για όποιον ανέλαβε την ευθύνη να ελέγξει και να αποδώσει δικαιοσύνη.

Οσες φορές υπήρξαν στοιχειοθετημένα δημοσιεύματα που έθεταν θέματα για λειτουργούς της Δικαιοσύνης υπήρξε σχεδόν πάντα μια αντανακλαστική αντίδραση που επιχειρούσε να ταυτίσει την κριτική και τον έλεγχο με «χτύπημα στη Δικαιοσύνη». Είναι καιρός να καταλάβουμε όλοι ότι το θέμα δεν είναι ούτε συντεχνιακό ούτε συσχετισμών στη Δικαιοσύνη αλλά θεσμικό. Δεν χτυπιέται η Δικαιοσύνη όταν ασκείται κριτική σε ενέργειες που αμφισβητούν τη Δικαιοσύνη. Αντιθέτως, κάθε φορά που επιχειρείται να δημιουργηθεί μια ανέγγιχτη κάστα που θέλει να ταυτίζεται με τη Δικαιοσύνη την πληρώνουν όλοι ακριβά και πρώτη η Δικαιοσύνη.

Εκτός από τη λεγόμενη «κρίση του δικαστή», που πολλές φορές χρησιμοποιείται καταχρηστικά για να καλύψει άδικες αποφάσεις, υπάρχει και η κρίση όλων μας. Η θέση σε μια εισαγγελική έδρα είναι θέση ευθύνης και ταυτόχρονα έκθεσης. Εχει επικρατήσει μια βολική συντηρητική άποψη που επιχειρεί να παγιώσει την αδιαφάνεια ως αναγκαία πραγματικότητα ασφάλειας στον χώρο της Δικαιοσύνης. Οσοι έχουν επιλέξει να λειτουργούν στον δημόσιο χώρο όμως, και πολύ περισσότερο όσοι έχουν αναλάβει τη διαφύλαξη της νομιμότητας στον χώρο αυτό, δεν πρέπει να έχουν τίποτε αδιευκρίνιστο. Ούτε περιουσιακά στοιχεία ούτε δικαστικές αποφάσεις ούτε αδιευκρίνιστα ευρήματα.

Το να αρχειοθετεί ένας εισαγγελέας την υπόθεση υπουργού μετρώντας εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ τα οποία αποκαλεί αδιευκρίνιστα είναι πρόκληση και δεν είναι ένδειξη τυφλότητας της Δικαιοσύνης. Μάλλον κλείνει το μάτι.