«Βαφτίστηκε» στα μπλουζ των φυτειών, τραγούδησε ροκ εν ρολ, έγινε pop icon με εκρηκτικά σέξι σκηνική παρουσία, αλλά και σύμβολο γυναικείας χειραφέτησης. Μια κατηγορία από μόνη της
Ο τίτλος «γιαγιά του ροκ εν ρολ» την αδικούσε. Η Τίνα Τέρνερ –ή Τάρνερ, όπως τη λέγαμε όλοι– ήταν γνήσιο τέκνο της μουσικής έκρηξης της δεκαετίας του 1960 και άνοιξε τον δρόμο για πολλούς ομότεχνούς της. Ακόμη κι αν για πολλά χρόνια υπήρξε ζευγάρι με τον Αϊκ Τέρνερ και μαζί έκαναν τις μεγάλες επιτυχίες τους στα charts και στις συναυλίες, εκείνη κατάφερε να αποσχιστεί από το έτερον ήμισυ με θάρρος και γενναιότητα και να κάνει μια ασυναγώνιστη σόλο καριέρα για σχεδόν μισό αιώνα. Η αλήθεια είναι πως η γενιά των σημερινών πενηντάρηδων έμαθε την Τίνα Τέρνερ από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 και μετά, τότε που έβγαλε τα smash hits «The best» και «What’s love got to do with it», κάνοντας ένα από τα σημαντικότερα comebacks στη μουσική ιστορία. Κάτι παρεμφερές είχε συμβεί και με τη λίγο νεότερή της Σερ, η οποία ξεκίνησε ως ζευγάρι στα 60s με τον Σόνι Μπόνο (Σόνι & Σερ) και το 1989, στα 43 της, κατέκτησε τα διεθνή charts με το περίφημο «If I could turn back time».
Κακοποίηση και πατριαρχία
Η Τίνα Τέρνερ, έχοντας μπει στη μουσική βιομηχανία από τη δεκαετία του 1950 σε νεαρότατη ηλικία, επηρέασε με τη φωνή της και την εκρηκτική σκηνική παρουσία της ακόμη και την Τζάνις Τζόπλιν, που ερμήνευε τα μπλουζ σαν λαβωμένο θηρίο. «Τραγουδούσα σαν την Μπέσι Σμιθ, όμως ο Οτις Ρέντινγκ και η Τίνα Τέρνερ με έκαναν να πάω προς τη σόουλ» είχε δηλώσει η Τζόπλιν το 1969 στο περίφημο σόου του Ντικ Κάβετ στην αμερικανική τηλεόραση.
Γεννημένη τον Δεκέμβριο του 1939 στο Μπράουνσβιλ του Τενεσί, η Τέρνερ μεγάλωσε με τις δύο μεγαλύτερες αδερφές της κοντά στους γονείς τους αλλά και περιστασιακά με τους παππούδες τους. Το πρώτο πράγμα που θυμόταν από τον εαυτό της ήταν να μαζεύει βαμβάκι από τις φυτείες του Τενεσί. Και όταν η μητέρα της εγκατέλειψε την οικογένεια το 1950, μην αντέχοντας την κακοποίηση από τον σύζυγό της, εκείνος έκανε άλλο γάμο το 1952 και τα τρία κορίτσια πήγαν να ζήσουν με τη γιαγιά τους. «Δεν με αγάπησαν οι γονείς μου και ποτέ δεν με αναζητούσαν» εξομολογήθηκε σε συνέντευξή της κάποτε, δικαιολογώντας όμως και τη μητέρα της. Ισως γιατί η προσωπική της ιστορία ταυτίστηκε απολύτως με αυτήν της μητέρας της, αφού λίγα χρόνια αργότερα, όταν θα γινόταν ζευγάρι με τον Αϊκ Τέρνερ στη ζωή και την τέχνη, θα βίωνε όλα τα δεινά της πατριαρχίας.
Το πρώτο εξώφυλλο στο «Rolling Stone»
Με τον Αϊκ γνωρίστηκαν το 1957, όταν τον πρωτοείδε να παίζει με την μπάντα του σε κλαμπ του ανατολικού Σεντ Λούις και μαγεύτηκε. Και όταν πήρε το μικρόφωνο στα χέρια της και τραγούδησε το «You know I love you» του Μπι Μπι Κινγκ, ο Αϊκ Τέρνερ της ζήτησε να πει κι άλλα τραγούδια. Αυτό ήταν το ξεκίνημα μιας μεγάλης πορείας δίπλα του – εκείνος τη δίδαξε πώς να τοποθετεί τη φωνή της και να στέκεται επί σκηνής, ενώ άλλαξε και το όνομά της από Αννα Μέι Μπούλοκ σε Τίνα Τέρνερ. Ετσι, ως Τίνα Τέρνερ, παρουσιάστηκε στο κοινό το καλοκαίρι του 1960 με το σινγκλ «A fool in love», αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές, με αποκορύφωμα το επόμενο σινγκλ ένα χρόνο αργότερα, το «It’s gonna work out fine», που έθεσε τους Αϊκ και Τίνα Τέρνερ υποψήφιους για Γκράμι καλύτερης ροκ εν ρολ ερμηνείας. Τον Νοέμβριο του 1967, έχοντας ήδη παίξει support στην περιοδεία των Rolling Stones στο Ηνωμένο Βασίλειο, η Τίνα Τέρνερ έγινε η πρώτη γυναίκα και η πρώτη μαύρη καλλιτέχνιδα που εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού «Rolling Stone». Την ίδια περίοδο τα σόου των Αϊκ & Τίνα Τέρνερ στο Λας Βέγκας των ΗΠΑ παρακολούθησαν τα μεγαλύτερα ονόματα της ροκ μουσικής, από τον Ελβις Πρίσλεϊ και τον Ντέιβιντ Μπόουι μέχρι τη Σερ και την Τζάνις Τζόπλιν, θέλοντας να δουν από κοντά τη γυναίκα που τραγουδούσε σαν να μην υπάρχει αύριο. Και ύστερα ήρθαν οι μοναδικές διασκευές της μέσα από τη δισκογραφία της, πάντα εξ ημισείας με τον Αϊκ: στο άλμπουμ «Come together» (1970) περιεχόταν η εκδοχή τους του ομότιτλου τραγουδιού των Beatles, στο «Honky tonk women» του ομότιτλου των Rolling Stones και στο «I want to take you higher» αυτού των Sly & The Family Stone. Το 1971 η διασκευή τους στο «Proud Mary» των Creedence Clearwater Revival έγινε το μεγαλύτερο χιτ τους και πούλησε περισσότερα από 1.000.000 αντίτυπα. Ηταν κι ένα κομμάτι που, όπως παραδέχτηκε η ίδια πολλά χρόνια μετά, την εξέφρασε ως ανεξάρτητη γυναίκα που προσπαθούσε να σταθεί δίπλα σ’ ένα σύντροφο-δυνάστη.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το 1968, στο απόγειο της κοινής τους καριέρας, η Τίνα έκανε απόπειρα αυτοκτονίας με χάπια, ανήμπορη ν’ αντέξει τα βίαια ξεσπάσματα του Αϊκ. «Ημουν πολύ ερωτευμένη μαζί του στην αρχή» δήλωσε τη δεκαετία του 1990, όταν οι δρόμοι τους είχαν πια χωρίσει. «Εκανε τα πάντα για μένα, αλλά ήταν ασταθής και απρόβλεπτος». Στην αυτοβιογραφία του που βγήκε το 1999 ο Αϊκ Τέρνερ ομολόγησε πως είχε χαστουκίσει την Τίνα αλλά έγραφε πως ποτέ δεν την έδειρε. Λίγα χρόνια μετά δήλωσε πως ακόμη την αγαπούσε και πως ζητούσε συγγνώμη απ’ αυτήν και τα παιδιά τους. Πάντως όταν ο Αϊκ Τέρνερ πέθανε το 2007, στα 76 του, η Τίνα Τέρνερ αρκέστηκε σε μια λιτή και σκληρή δήλωση μέσω εκπροσώπου της: «Η Τίνα Τέρνερ δεν είχε καμία επαφή με τον Αϊκ Τέρνερ για περισσότερα από τριάντα χρόνια, επομένως δεν θα κάνει κανένα σχόλιο».
Το άλμπουμ «Private dancer» του 1984 έδωσε το φιλί της ζωής στην καλλιτεχνική πορεία της Τίνα Τέρνερ, που μετά τον χωρισμό της από τον Aϊκ έπαιζε για κάποια χρόνια σε μικρά κλαμπ των ΗΠΑ. Για την ακρίβεια, τότε ήταν που χρίστηκε «βασίλισσα του ροκ εν ρολ», αφού το άλμπουμ έγινε πέντε φορές πλατινένιο στην Αμερική και πούλησε 10.000.000 αντίτυπα παγκοσμίως. Η Τίνα Τέρνερ είχε βρει τον εαυτό της, σημειώνοντας μια πιο ποπ στροφή, μπολιασμένη πάντα με τη σόουλ και το ροκ εν ρολ. Με μοναδικό σεξαπίλ, χόρευε και τραγουδούσε όπως καμία άλλη, με τα φουντωτά πλούσια μαλλιά της και τις κοντές τζιν φούστες της – έτσι τη θυμόμαστε στο κλιπ του «The best», που παιζόταν νυχθημερόν από το βρετανικό μουσικό κανάλι MTV, κάπως έτσι εμφανίστηκε και δίπλα στον Μελ Γκίμπσον στο κινηματογραφικό «Mad Max: Beyond
Thunderdome» (1985). Για την εμφάνισή της ως ηθοποιού πήρε πολύ καλές κριτικές, ενώ το maxi single με δύο κομμάτια από το σάουντρακ της ταινίας τής χάρισε το Γκράμι καλύτερης ροκ τραγουδίστριας. Από εκεί και πέρα έγινε η απόλυτη mega star της ποπ κουλτούρας της εποχής, συνεργαζόμενη με τον Μικ Τζάγκερ, τον Μπράιαν Ανταμς, τον Ντέιβιντ Μπόουι κ.ά. Κάθε νέος της δίσκος σημείωνε σαρωτική επιτυχία σε Αμερική και Ευρώπη, όμως η ίδια είχε δηλώσει στον Λάρι Κινγκ το 1997: «Το “Private dancer” ήταν η αρχή της επιτυχίας μου στην Αγγλία και βασικά στην Ευρώπη που πάντα στήριζε τη μουσική μου. Δεν με έκανε τόσο μεγάλη όσο είναι η Μαντόνα στην Αμερική, αλλά όσο η Μαντόνα στην Ευρώπη. Και σε κάποιες χώρες της Ευρώπης με έκανε τόσο μεγάλη όσο οι Rolling Stones». Χαρακτηριστικό είναι ακόμη πως η πρώτη συλλογή επιτυχιών της, που έφερε τον τίτλο «Simply the best» (1990), ξεπέρασε σε πωλήσεις τα 7.000.000 αντίτυπα παγκοσμίως.
Οι τραγωδίες που σημάδεψαν τη ζωή της
Την ίδια τεράστια επιτυχία είχε και σε συναυλιακό επίπεδο. Τον Ιανουάριο του 1988 εμφανίστηκε μπροστά σε 180.000 θεατές στο στάδιο Μαρακανά του Ρίο ντε Τζανέιρο και μπήκε στο Βιβλίο Γκίνες εκείνης της χρονιάς καθώς έκοψε τον μεγαλύτερο αριθμό εισιτηρίων σε συναυλία σόλο καλλιτέχνη! Στο περιθώριο αυτής της τεράστιας καριέρας, προς το τέλος της ζωής της, είχε την ατυχία να χάσει και τα δύο βιολογικά παιδιά της: τον Ιούλιο του 2018 αυτοκτόνησε ο πρωτότοκος γιος της, καρπός της ένωσής της με τον σαξοφωνίστα της μπάντας του Αϊκ Τέρνερ, ενώ τον Δεκέμβριο του 2022 έχασε από καρκίνο τον δεύτερο γιο της, από τον γάμο της με τον Αϊκ Τέρνερ. Τα προβλήματα με την υγεία της είχαν ξεκινήσει το 2013, όταν υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο που κόντεψε να την αφήσει παράλυτη, ενώ το 2016 διαγνώστηκε με καρκίνο του παχέος εντέρου, τον οποίο πάλεψε και νίκησε. Μια θεραπεία όμως που ακολούθησε για την υπέρταση, από την οποία επίσης υπέφερε, έβλαψε ανεπανόρθωτα τους νεφρούς της και της προκάλεσε νεφρική ανεπάρκεια. Τότε ήταν που αποφάσισε να πεθάνει με ευθανασία (ζούσε στην Ελβετία από το 1994, όπου επιτρεπόταν η διαδικασία), όμως ο τελευταίος σύζυγός της, ο Γερμανός παραγωγός Ερβιν Μπαχ, της χάρισε τον ένα του νεφρό, παρατείνοντας τη ζωή της δίπλα του και δίπλα στα εγγόνια της από τον δεύτερο γιο της. Ωσπου η αυλαία έπεσε οριστικά την Τετάρτη 24 Μαΐου και η Τίνα Τέρνερ, η «acid queen», η «βασίλισσα του ροκ εν ρολ», η τραγουδίστρια που έγραψε ιστορία στο διεθνές μουσικό στερέωμα, έφυγε από τη ζωή ήρεμα και γαλήνια στο σπίτι της στο Κούσνακτ της Ελβετίας σε ηλικία 83 ετών. Εξακολουθώ να πιστεύω πως ο χαρακτηρισμός «γιαγιά του ροκ», που της κολλήσαμε στην Ελλάδα, την αδικούσε. Η Τίνα Τέρνερ δεν υπήρξε ποτέ «γιαγιά» στην πραγματικότητα. Κι αν δεν την πρόδιδε το σαρκίο της, θα παρέμενε εσαεί η αεικίνητη σέξι γυναίκα που τραγουδούσε και ξεσήκωνε το κοινό της από τα στάδια μέχρι τις τηλεοπτικές οθόνες.