Κριτική θεάτρου – «Τιμάνδρα»: Μια εταίρα παντός καιρού

Τη γοητευτική Τιμάνδρα ενσάρκωσαν η Δήμητρα Χατούπη αριστερά, η Νάνα Παπαδάκη στη μέση και η Βάλια Παπαχρήστου δεξιά.

Η «Τιμάνδρα» του Θοδωρή Καλλιφατίδη, σε σκηνοθεσία της Χρύσας Καψούλη, ανατρέπει τα ταμπού της αρχαίας Αθήνας.

Η αρχαία Ελλάδα γενικά, η Αθήνα ειδικά και ο χρυσός αιώνας του Περικλή ειδικότερα αποτέλεσαν προνομιούχο πεδίο εξιδανικεύσεων για τη δυτική ποιητική ή απλώς ποιητικίζουσα οπτική. Μια αντίληψη που ριζώνει στην Αναγέννηση, ενηλικιώθηκε με την πλαστική αισθητική της όπερας και μέστωσε με τον ρομαντικό ιδεαλισμό του Χέλντερλιν και του Βίνκελμαν. Στην επίδρασή της οφείλουμε τη λάμψη του ακατάλυτου δεσμού της ομορφιάς με την αλήθεια, που δίκαια αποδίδεται στην Ελλάδα, αλλά και τη συσκότιση του βάθρου όπου ορθώνονται τα επιτεύγματα των μεγάλων δημιουργών.

Η μόνη που μπορεί να μιλήσει

Ο αφηρημένος ρομαντισμός ελέγχεται λοιπόν γιατί ξέχασε τις σκληρές όψεις της καθημερινής ζωής στην αρχαία Ελλάδα, υποβάθμισε τη σημασία της επαγγελματικής πρακτικής και απομείωσε τον τεχνικό της πολιτισμό. Κυρίως όμως βαρύνεται για την αποσιώπηση ορισμένων ενοχλητικών όψεων του δημόσιου βίου: την ταξική του διάρθρωση και την αμφιλεγόμενη θέση της γυναίκας στην ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής. Οι κατηγορίες αυτές δεν ευσταθούν στο σύνολό τους, αλλά υποχρέωσαν τους ιστορικούς και τους κοινωνιολόγους του 20ού αιώνα να αναθεωρήσουν τη στάση τους σε πολλά επιμέρους ζητήματα, με επίκεντρο την εκ νέου σηματοδότηση της γυναικείας παρουσίας στον κλασικό ελληνικό κόσμο.

Η «Τιμάνδρα» του Θοδωρή Καλλιφατίδη δεν είναι βέβαια δοκίμιο αλλά αντλεί τη θεματική της από ανάλογες αιτιάσεις. Σφυρηλατείται στο αμόνι σύγχρονων θεωρήσεων και ανατέμνει με λογοτεχνικά εργαλεία ποικίλες πλευρές της αθηναϊκής δημοκρατίας όπως αναφύονται στην εποχή της παρακμής της, στα τέλη του 5ου π.Χ. αιώνα. Πρόκειται για έργο πολυμερές, που καταπιάνεται ταυτόχρονα με τον έρωτα και τον πόλεμο, ενώ είναι διάστικτο με πολλές εμβόλιμες αναφορές στην ιστορία, την ποίηση και τη φιλοσοφία. Ο συγγραφέας μιλάει με το στόμα μιας γυναίκας διόλου τυχαίας. Ανάμεσα στις εστιάδες δέσποινες και τις δούλες τους, τις αυλητρίδες και τις ορχηστρίδες, τις αγρότισσες και τις πλύστρες, τις μάντισσες και τις ιέρειες διαλέγει εύστοχα μια εταίρα. Είναι η μόνη άλλωστε που μπορεί να μιλήσει, καθώς οι εταίρες διακρίνονταν για τον συνδυασμό κάλλους και πνευματικής καλλιέργειας.

Εκλεκτός της ο Αλκιβιάδης

Η Τιμάνδρα, μητέρα της περιώνυμης Λαΐδας, εξαπλώνει την αφήγησή της σε ποικίλα επίπεδα. Περιγράφει τη συναναστροφή της με εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής, πολιτικούς και ποιητές, φιλόσοφους και στρατηγούς, ενώ σχολιάζει γνωστά επεισόδια του Πελοποννησιακού Πολέμου και της περιόδου που διαδέχτηκε την ήττα των Αθηναίων. Πάντοτε όμως οι αναφορές της περιστρέφονται γύρω από τον εκλεκτό της καρδιάς της, τον άστατο και ιδιοφυή, ερωτύλο και πολεμιστή Αλκιβιάδη. Ο Καλλιφατίδης όμως προσδίδει στο έργο του χαρακτηριστικά που βρίσκονται πιο κοντά στη δραματική παρά στην τραγική φόρμα και σε πολλά σημεία δεν αποφεύγει τις παγίδες της αισθηματικής αφέλειας ούτε τις υπερβολές του εκχυλίζοντος λυρισμού. Η ηρωίδα του πάσχει από όψιμο διδακτισμό, περισσότερο νουθετεί και λιγότερο εκθέτει τα περιστατικά στα οποία εμπλέκεται, αφήνοντας τον θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Δεν έχω διαβάσει το πρωτότυπο λογοτεχνικό κείμενο απ’ όπου η σκηνοθέτρια Χρύσα Καψούλη και ο Γιάννης Τσαπαρέγκας αντλούν τη θεατρική τους μεταφορά και επομένως δεν μπορώ να κρίνω αν η επιλογή των δραματοποιημένων αποσπασμάτων που παρουσιάζει υπήρξε εύστοχη. Σίγουρα όμως η σκηνοθέτρια βρέθηκε μεταξύ σφύρας και άκμονος, καθώς από τη μια πλευρά έπρεπε να καταστήσει πειστική μια υποκειμενική κατάθεση και από την άλλη να πάρει κάποιες αποστάσεις απ’ αυτήν, ώστε η παράσταση να μετρηθεί στο ζύγι της αντικειμενικότητας που επιτάσσει η ιστορική ακρίβεια, έστω και καλλιτεχνικά θεώμενη. Επιπλέον είχε το δυσχερές πρόβλημα να αναστήσει επί σκηνής, με μοναδικό σημείο αναφοράς τις αναμνήσεις της Τιμάνδρας, τον ελλείποντα πρωταγωνιστή της όλης υπόθεσης Αλκιβιάδη.

Ξεχωριστές ερμηνείες

Για να το πετύχει η σκηνοθέτρια έπιασε το νήμα της αφήγησης από τρεις διαφορετικές χωροχρονικές αφετηρίες και μοίρασε το υλικό της ανάλογα, εστιάζοντας σε τρεις ηλικιακές φάσεις της γοητευτικής εταίρας. Ετσι, βασισμένη στο αφαιρετικό σκηνικό τοπίο της Ασης Δημητρολοπούλου, που υπογράφει επίσης και τα διαχρονικής εγκυρότητας κοστούμια της παράστασης, η Καψούλη προσπάθησε να περιορίσει τον ελάχιστα θεατρικό, αποφθεγματικό τόνο του έργου. Και εν μέρει το κατάφερε, κρατώντας τις πρωταγωνίστριές της σε διαρκή εγρήγορση και εγκαθιδρύοντας μεταξύ τους έναν πλάγιο, υπαινικτικό διάλογο που αναιρεί τη μονοσήμαντη τάξη του θεατρικού μονολόγου.

Η Δήμητρα Χατούπη, με εγνωσμένη υποκριτική στόφα και βαρύνουσα εμπειρία, σήκωσε το βάρος της ηρωίδας στην ώριμη μετεξέλιξή της. Προσέδωσε ιδιαίτερη, γλυκόπικρη χροιά στην προσωπική εξομολόγηση της Τιμάνδρας και έντυσε την πολυκύμαντη ζωή της εταίρας με τα τεφρά χρώματα ενός κυνικού επιχρίσματος, συγκαλύπτοντας δεξιοτεχνικά τη φλογερή ιδιοσυστασία ενός κοριτσιού που αναπλέει κόντρα στο ρεύμα των κυρίαρχων κοινωνικών συμβάσεων. Η Νάνα Παπαδάκη έδωσε έμφαση στη συναισθηματική σταθερότητα της Τιμάνδρας και φωνή στο καταγγελτικό πάθος της γυναίκας που παλεύει νικηφόρα με όλες τις αντιξοότητες που συνεπάγεται η προσήλωση στην ερωτική της επιλογή. Η Βάλια Παπαχρήστου ολοκλήρωσε την επιτυχή διανομή ενσαρκώνοντας την ηρωίδα σε νεαρή ηλικία, την προίκισε με κινησιολογική ένταση αντάξια ενός άσβεστου πάθους και ενός τρυφερού αλλά και σφοδρού παραπόνου.

INF0
Παρασκευή – Κυριακή Θέατρο ΕΛΕΡ – Ελένη Ερήμου Φρυνίχου 10, Πλάκα