Συχνά λέγεται για τον Ντίκενς πως είναι ο πατέρας των Χριστουγέννων με την έννοια ότι έδωσε νόημα σε μια κοινή εργάσιμη ημέρα μετατρέποντάς την μέσα από τα γραπτά του σε γιορτή εστιασμένη στην οικογένεια. Ο συγγραφέας της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας» είχε πολύ φτωχικά παιδικά χρόνια. Ήξερε δηλαδή από πρώτο χέρι πώς είναι να μην έχει κανείς ούτε ένα κομμάτι ψωμί, ειδικά την εποχή που ο πατέρας του φυλακίστηκε για χρέη και εκείνος σε ηλικία δώδεκα χρόνων έπιασε δουλειά σε εργοστάσιο βερνικιών παπουτσιών όπου οι συνθήκες, ειδικά για ένα παιδί, ήταν άθλιες. Εξού και κατάφερε να περιγράψει τόσο καλά τους μη ευνοούμενους της εποχής του.
Όταν μεγαλώνοντας κατάφερε να ξεχωρίσει και να αποκτήσει χρήματα είχε τη δυνατότητα να γευτεί όσα στερήθηκε. Τα «Χριστουγεννιάτικα διηγήματά» του βρίθουν από περιγραφές χριστουγεννιάτικων δείπνων. Από αυτήν τη συλλογή ξεχωρίζει το τραπέζι που στήθηκε στο διήγημα «Μια χριστουγεννιάτικη γιορτή» (1835) στο οποίο ο Ντίκενς προτρέπει εκείνους για τους οποίους τα Χριστούγεννα δεν είναι τόσο χαρούμενα όσο κάποτε να απολαύσουν τις χαρές της ζωής.
«Γιατί να επιλέξεις την πιο χαρούμενη από τις τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες του χρόνου για να κάνεις τέτοιες στενόχωρες σκέψεις, αντί να τραβήξεις την καρέκλα σου πλάι στο τζάκι, να γεμίσεις το ποτήρι σου και να πιάσεις κι εσύ το τραγούδι – και, αν το σπίτι σου είναι μικρότερο απ’ ό,τι ήταν δέκα χρόνια πριν, και, αν το ποτήρι σου είναι γεμάτο με άγευστο παντς αντί καλό κρασί, χαμογέλασε, άδειασέ το μονορούφι και ξαναγέμισέ το, διασκέδασε μ’ εκείνον τον παλιό σκοπό που τραγούδαγες κάποτε, κι ευχαρίστησε τον Θεό που δεν είσαι χειρότερα».
Στην ετήσια αυτή συγκέντρωση της οικογένειας, όταν οι διαφορές ξεχνιούνται και κυριαρχεί η καλή διάθεση, «η γιαγιά φτιάχνει τα καλύτερα εδέσματα» και «ο παππούς πάντα κατηφορίζει, σιγά σιγά, ως την κεντρική αγορά, για ν’ αγοράσει τη γαλοπούλα, την οποία κουβαλά κάποιος παραγιός στο κατόπι του παππού, που, επιστρέφοντας θριαμβευτικά στο σπίτι, πάντα επιμένει να κεράσει τον παραγιό ένα ποτήρι λικέρ, πέρα απ᾿ την αμοιβή του, για να ευχηθεί στον θείο Τζωρτζ καλά Χριστούγεννα και καλή Πρωτοχρονιά, πίνοντας στην υγειά του». Στον Ντίκενς άρεσε πολύ να πίνει αλκοόλ –από παντς μέχρι σαμπάνιες και κοκτέιλ–, ενώ ακολουθούσε τις δικές του συνταγές.
Το δείπνο του διηγήματος περιλαμβάνει μια ντουζίνα τάρτες από το ζαχαροπλαστείο και ένα τεράστιο σταφιδόψωμο για τα παιδιά. Επίσης τα μέλη της οικογένειας ετοιμάζουν την πουτίγκα, το παραδοσιακό γλυκό της Βρετανίας, το οποίο κάθε σπίτι φτιάχνει με τη δική του παραλλαγή.
«Την παραμονή των Χριστουγέννων η γιαγιά έχει πάντοτε εξαιρετική διάθεση και, αφού αγγαρέψει όλα τα παιδιά να ξεκουκουτσιάσουν τα δαμάσκηνα και όλα τα υπόλοιπα φρούτα, καλεί τον θείο Τζωρτζ, κάθε χρόνο αδιαλείπτως, να κατέβει στην κουζίνα, να βγάλει το σακάκι του και ν’ ανακατέψει την πουτίγκα για κανένα μισάωρο περίπου». Όσο η οικογένεια βράζει την πουτίγκα, την ανακατεύει κάνοντας ευχές για όλη τα μέλη της. Κάποιοι βάζουν νόμισμα όπως κάνουμε εμείς με τη βασιλόπιτα.
Στο διήγημα του Ντίκενς το δείπνο είναι εξαίσιο κι όλοι είναι πιο ευδιάθετοι από ποτέ. Και μες στο κλίμα ειρήνης και αγάπης έρχεται η στιγμή που σερβίρεται η «εξωτική» γαλοπούλα, το πτηνό από τον Νέο Κόσμο το οποίο μαρτυρά την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, καθώς στα πιο φτωχά σπίτια το τραπέζι έχει πάπια ή χήνα με πουρέ πατάτας – όπως αυτό που τρώει η οικογένεια Κράτσιτ στη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» που έγραψε ο Ντίκενς οκτώ χρόνια μετά.
«Ο θείος Τζωρτζ λέει ιστορίες καθώς σερβίρει τη γαλοπούλα, πιάνει ένα μπουκάλι κρασί, αστειεύεται με τα παιδιά που κάθονται στο μικρό τραπέζι και κλείνει το μάτι στα ξαδέλφια που φλερτάρουν, ή φλερτάρονται, κι ενθουσιάζει τους πάντες με την καλή του διάθεση και τη φιλοξενία του».
Το διήγημα «Μια χριστουγεννιάτικη γιορτή» περιλαμβάνεται στην έκδοση «Χριστουγεννιάτικα διηγήματα» του Ντίκενς που μόλις κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Περισπωμένη, σε μετάφραση της Μαρίας Σ. Μπλάνα.