Τι θα κάνει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος; Θα είναι υποψήφιος Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ; Ο ίδιος δεν έχει απαντήσει στο ερώτημα. Κύκλοι του πάντως, αποφεύγοντας και αυτοί να απαντήσουν δια της τετράγωνης λογικής που απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις, αφήνουν να εννοηθεί ότι το σκέπτεται.
Ο πρώην Υπουργός Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αναμφίβολα ένα πρόσωπο με ειδικό πολιτικό βάρος. Δεν πρόκειται για το βάρος που απορρέει από τις σπουδές ή το βιογραφικό του, αλλά από τον ρόλο που επέλεξε ο ίδιος να έχει στο κόμμα του και κυρίως από τον ετεροπροσδιορισμό του σε σχέση με τον Αλέξη Τσίπρα.
Ο Τσακαλώτος υπήρξε ο αφανής ηγέτης μιας μεγάλης ομάδας μέσα στο κόμμα, που φρόντιζε να έχει και να επιδεικνύει οργανωμένη δράση την οποία δικαιολογούσε με το επιχείρημα της εσωκομματικής Δημοκρατίας. Οι «53» ή η «Ομπρέλα» αργότερα, αρκετές φορές διατύπωσαν δημόσια θέσεις και κατέβασαν «πλατφόρμες» πριν από την ηγεσία ή τα όργανα του κόμματος δημιουργώντας την εντύπωση ότι αντιλαμβάνονται την πολιτική τους κίνηση ως συνείδηση και κομματικό μέτρο. Οι παρεμβάσεις δεν σταμάτησαν ούτε προεκλογικά, όταν ήταν αναγκαία η ενιαία κομματική στάση μπροστά στις εκλογές.
Η τακτική αυτή της «ομάδας Τσακαλώτου», ειδικά αν αποδοθεί όχι στην προσπάθεια αντιπολίτευσης στον Αλέξη Τσίπρα, αλλά στην αγνή αγωνία για το μέλλον και την πολιτική της Αριστεράς, βάζει τον Νέστωρα της Ομπρέλας μπροστά σε μια σοβαρή ευθύνη. Πρέπει να αποδείξει την ειλικρινή του πρόθεση και να επιδείξει την αγνή του αγωνία. Εν ολίγοις, πρέπει να θέσει τον εαυτό του στην κρίση των μελών του κόμματος για να αναλάβει την Προεδρία.
Είναι από τις καταστάσεις στην πολιτική, που η διαλεκτική ταυτίζεται με την απάντηση σε ένα δίλημμα. Ή ο Τσακαλώτος είχε άποψη για το πώς πρέπει να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αγωνιούσε και γι αυτό αντιστρατεύτηκε τον Τσίπρα φανερά και κρυφά, ή δεν ίσχυε κάτι τέτοιο και απλώς δημιουργούσε πολιτικές και ιδεολογικές διαφωνίες προσχηματικά, ενώ ο πραγματικός σκοπός του ήταν να τον υπονομεύσει.
Σε τελευταία ανάλυση, ήρθε η ώρα να αποδείξει την πολιτική του ανωτερότητα. Εκτός αν έχασε ξαφνικά την «αστική του αυτοπεποίθηση» την οποία περιέγραφε.