Τι συμβαίνει στη Γαλλία;

Τι συμβαίνει στη Γαλλία;

«Οταν το Παρίσι φτερνίζεται, η Ευρώπη κρυολογεί». Αυτή η φράση του καγκελάριου Μέτερνιχ, σχολιάζοντας την παρισινή εξέγερση του Ιουλίου του 1830, συνοψίζει αρκετά καλά τις σκέψεις των Ευρωπαίων ηγετών βλέποντας τις εικόνες των μαζικών διαδηλώσεων, των οδοφραγμάτων και των πυρκαγιών στην καρδιά της γαλλικής πρωτεύουσας.

Στον ρόλο του Καρόλου του Ι΄, του εκθρονισμένου βασιλιά της επανάστασης του Ιουλίου, ο Εμανουέλ Μακρόν είναι ένας πρόεδρος πιο μόνος από ποτέ. Μέσω της συνταξιοδοτικής απορρύθμισης που επέβαλε με αυταρχισμό και βία κατάφερε να μετατρέψει μια κοινωνική δυσαρέσκεια σε μεγάλη πολιτική κρίση, η οποία φτάνει στα όρια κρίσης καθεστώτος.

Υπάρχουν διάφοροι λόγοι που εξηγούν την τρέχουσα κατάσταση. Ο πρώτος από αυτούς είναι η έλλειψη πολιτικής νομιμοποίησης του προέδρου και της κυβέρνησής του. Εκλεγμένος από το ένα πέμπτο των ψηφοφόρων στον πρώτο γύρο, ο Εμανουέλ Μακρόν κέρδισε τις προεδρικές εκλογές μόνο επειδή βρέθηκε αντιμέτωπος με τη Μαρίν Λεπέν. Στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν οι σύμμαχοί του δεν κατάφεραν να κερδίσουν την πλειοψηφία. Η στενή εκλογική του βάση και η αναρρίχησή του στην προεδρία υπό τη λογική «το μη χείρον βέλτιστον» θα έπρεπε να τον είχαν ωθήσει να υιοθετήσει μια συναινετική πολιτική.

Αυτό βέβαια δεν συνέβη, εξαιτίας της υπεροψίας που τον χαρακτηρίζει αλλά και της αποξένωσης του μηχανισμού εξουσίας που τον στηρίζει από τις κοινωνικές ανάγκες. Οι αυταρχικές τάσεις του Μακρόν διευκολύνθηκαν επίσης από το σύνταγμα της Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας, το οποίο σχεδιάστηκε για να δώσει πλήρεις και ανεξέλεγκτες εξουσίες στον πρόεδρο.

Ετσι η κυβέρνηση αποφάσισε να φορτώσει όλο το βάρος του συνταξιοδοτικού στους ώμους των εργαζομένων, χωρίς να ζητήσει καμιά εισφορά από τους εργοδότες. Ολα αυτά υπό την πίεση της ΕΕ για «δημοσιονομική σταθερότητα». Αλλά η κυβέρνηση γρήγορα μπλέχτηκε στα ψέματα και στις αντιφάσεις της. Τα υποτιθέμενα κοινωνικά μέτρα που περιλήφθηκαν στον νόμο με αντάλλαγμα την αύξηση του ορίου ηλικίας αποδείχτηκαν δόλωμα.

Ο διάλογος για τις συντάξεις μετατράπηκε γρήγορα σε μια ευρεία συζήτηση σχετικά με την καταρράκωση των συνθηκών εργασίας και την απώλεια νοήματος στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Αυτή η καταλυτική συζήτηση είχε αποτέλεσμα τη μαζική απόρριψη της μεταρρύθμισης από την κοινή γνώμη και τη σταθερή υποστήριξη του κοινωνικού κινήματος.

Η περιφρόνηση της κυβέρνησης προς τα συνδικάτα, συμπεριλαμβανομένων των πιο ρεφορμιστικών, επιδείνωσε την κρίση εμπιστοσύνης προς την εξουσία. Το αποτέλεσμα ήταν ένα ενιαίο συνδικαλιστικό μέτωπο και μια βάση που πιέζουν για γενίκευση και εντατικοποίηση του κινήματος, στο πλαίσιο της αυξανόμενης φτώχειας και της συσσώρευσης αμύθητου πλούτου από τις ελίτ.

Σε αυτήν τη συγκυρία πρέπει να προσθέσουμε βαθύτερους δομικούς παράγοντες. Ο πρώτος συνδέεται με την ανάδυση μιας γενιάς η οποία, ούσα αντιμέτωπη με τα κοινωνικά, πολιτικά και οικολογικά αδιέξοδα του καπιταλισμού, ριζοσπαστικοποιείται όλο και περισσότερο. Οπως δείχνουν όλες οι έρευνες, η πλειονότητα των νέων δεν πιστεύει πλέον στις αξίες του ατομικισμού, του καταναλωτισμού και του πλουτισμού που αποτέλεσαν τη βάση της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Απορρίπτουν τον «Μακρόν και τον κόσμο του», όπως λέει ένα διαδεδομένο σύνθημα.

Ταυτόχρονα, μπροστά στη μαζική απόρριψη του κυρίαρχου αφηγήματος από την κοινή γνώμη, ο ιδεολογικός μηχανισμός της εξουσίας ραγίζει. Οι γέρικοι αντιδραστικοί σχολιαστές που κυριαρχούν στους τηλεοπτικούς δέκτες φαίνεται να είναι εντελώς εκτός κλίματος. Η δυσπιστία του πληθυσμού απέναντι στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης αυξάνεται την ίδια στιγμή που η ελεύθερη δημόσια έκφραση στα κοινωνικά δίκτυα πολιτικοποιεί μεγάλα τμήματα της γαλλικής κοινωνίας και επιτρέπει τον αυθόρμητο συντονισμό των δράσεων, όπως συνέβη με το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» τέσσερα χρόνια πριν.

Ετσι, μετά τη χρήση του άρθρου 49.3 του συντάγματος και της επιβολής του νόμου για το συνταξιοδοτικό χωρίς καμία ψηφοφορία από το κοινοβούλιο το ποτήρι της οργής ξεχείλισε. Το κοινωνικό κίνημα παίρνει μια πολιτική και ριζοσπαστική στροφή. Εκτός από τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη υπάρχει τώρα και το αίτημα για πραγματική δημοκρατία. Η γαλλική κοινωνία δεν ανέχεται πλέον να κυβερνάται με αυθαίρετο τρόπο από μια ελίτ αποκομμένη από τον κοινωνικό ιστό που αναπαράγεται αιμομικτικά στα σαλόνια της εξουσίας και του μεγάλου κεφαλαίου.

Από αυτή την άποψη, το σημερινό κίνημα αποτελεί ευκαιρία για την Αριστερά, διότι προβάλλει μια προοδευτική πολιτική ατζέντα που την ευνοεί. Ταυτόχρονα αποκαλύπτει τις αμφισημίες και την υποκρισία της Μαρίν Λεπέν. Χρειάζoνται όμως σκληρή δουλειά και ενωτικό πνεύμα μεταξύ των συνιστωσών της προοδευτικής συμμαχίας NUPES (Ανυπότακτη Γαλλία, Σοσιαλιστικό Κόμμα, Κομμουνιστές και Οικολόγοι) για να αποφευχθεί η άνοδος μιας ξενοφοβικής και αυταρχικής ακροδεξιάς στην εξουσία.

Documento Newsletter