Τι πραγματικά συνέβη στις Άνδεις το 1972 και πώς φτάσαμε στον… «κανιβαλισμό» – Όταν ο Κώστας Βαξεβάνης συνάντησε τον Νάντο Παράδο

Τι πραγματικά συνέβη στις Άνδεις το 1972 και πώς φτάσαμε στον… «κανιβαλισμό» – Όταν ο Κώστας Βαξεβάνης συνάντησε τον Νάντο Παράδο

Η εμβληματική αλλά και… μακάβρια ιστορία του αεροπορικού δυστυχήματος το 1972 στα βουνά των Άνδεων, όπου οι επιζώντες χρειάστηκε να καταφύγουν στον κανιβαλισμό για 72 ημέρες ώστε να επιβιώσουν, ήρθε ξανά στο προσκήνιο από την ταινία του Netflix με τίτλο «Society of the Snow» (Η κοινωνία του χιονιού), τα γυρίσματα της οποίας μάλιστα πραγματοποιήθηκαν στον αυθεντικό τόπο του δυστυχήματος.

Τι συνέβη όμως πραγματικά μετά την συντριβή του αεροπλάνου στις Άνδεις και πώς οι «Επιζήσαντες» κατέφυγαν στον κανιβαλισμό για να σωθούν; Αρκετά χρόνια πριν τη μεγάλη επιτυχία του Netflix ο Κώστας Βαξεβάνης είχε συναντήσει τον Νάντο Παράδο ο οποίος του διηγήθηκε τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όσων συνέβησαν στα χιονισμένα βουνά των Άνδεων.

Ο Νάντο Παράδο και ο Ρομπέρτο Κανέσα ήταν οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές στην ιστορία καθώς σκαρφάλωσαν στα 4650 μέτρα απόλυτου χιονιού και παγετού χωρίς εξοπλισμό και έπειτα περπάτησαν 10 ημέρες ως τη Χιλή για να ζητήσουν βοήθεια, ταξιδεύοντας 61 χλμ.

«Η συγκλονιστική ιστορία των 16 που επέζησαν επί 72 ημέρες τρώγοντας τα σώματα των νεκρών φίλων τους, μετά την αεροπορική συντριβή στις Άνδεις. Ή αλλιώς, το κομμάτι της δικής μας ιστορίας, που δεν ξέρουμε. Γι” αυτούς που πιστεύουν πως ο άνθρωπος είναι ένα λογικό ον, που σκέφτεται, δημιουργεί, οδηγεί αυτοκίνητο, ακούει μουσική, φροντίζει για τον ευδαιμονισμό του ή παρεκτρέπεται έστω, λόγω ιστορικών και προσωπικών συγκυριών –και όλα αυτά νομοτελειακά– υπάρχει η ιστορία 16 ανθρώπων. Είναι οι επιζήσαντες», σημείωνε εισαγωγικά ο Κώστας Βαξεβάνης μετά την συνάντηση με την Παράδο και περιγράφοντας αυτήν την εμπειρία έγραψε αναλυτικά:

Το 1972, επέζησαν από την πτώση του αεροπλάνου τους στις Άνδεις και στη συνέχεια επί 72 μέρες στο απέραντο χιόνι. Χωρίς τρόφιμα ή νερό. Αναγκάστηκαν να καταναλώσουν τα πτώματα των νεκρών τους φίλων. Η ιστορία τους λοιπόν αποδεικνύει πως ο άνθρωπος είναι πραγματικά μια πολιτισμένη οντότητα, αν έχει εξασφαλίσει ένα βασικό πράγμα: την επιβίωση. Διαφορετικά, είναι ένα ζώο που κάνει τα πάντα γι” αυτήν. Για όσους ήδη μορφάζουν διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, τους παραθέτω τα λόγια του πρωταγωνιστή αυτής της ιστορίας, του Νάντο Παράδο, που με στοιχειώνουν από τότε που τον γνώρισα:

«Να ξέρεις φίλε μου πως εσύ, όπως και εγώ, όπως και αυτοί που θα διαβάσουν τις γραμμές που θα γράψεις, όσο και αν θέλουν να κάνουν το αντίθετο, θα κάνουν ακριβώς το ίδιο. Δεν έχει σημασία πόσο τραγικό φαίνεται. Είναι απλώς επιβίωση. Ξέρω. Εσύ όχι…»

Στις 22 Δεκεμβρίου του 1972 ήμουν 6 χρόνων. Πολύ μικρός για να θυμάμαι πράγματα και, πολύ περισσότερο, για να τα συνδέω λογικά μεταξύ τους. Είμαι σίγουρος όμως πως θυμάμαι τη μητέρα μου, ένα βράδυ Χριστουγέννων, την ώρα των ειδήσεων, να σταυροκοπιέται και να αναφωνεί «Χριστός και Απόστολος, αμαρτία, μεγάλη αμαρτία χρονιάρες μέρες». Την εποχή εκείνη, την ταραγμένη δεκαετία του ’70, υπήρχαν πολλές «αμαρτίες» για τις οποίες θα μπορούσε να σταυροκοπιέται μια γυναίκα σε ένα ελληνικό χωριό, αλλά είμαι σίγουρος πως η συγκεκριμένη αμαρτία ήταν αυτή για την οποία ταξίδευα δεκαετίες μετά ως την Ουρουγουάη. Για να βρω τους «αμαρτωλούς» που εκείνο το βράδυ του ’72, μετά το θαύμα της επιβίωσης, έπεφταν στην κόλαση της παγκόσμιας κατακραυγής.

Φτάνοντας στο Μοντεβιδέο, πίστευα πως ήξερα όλες τις λεπτομέρειες από την υπόθεση που είχε συγκλονίσει τότε την υφήλιο. Είχα δει επίσης την ταινία «Οι Επιζήσαντες», που είχε μάλιστα γίνει με τη βοήθεια όσων επέζησαν από το αεροπορικό δυστύχημα στις Άνδεις. Ήξερα λοιπόν. Αλλά δεν ήταν τίποτα άλλο από ξερές καταγραφές, γεμάτες από δυσκολίες, ηρωικές πράξεις και την αποτρόπαια πράξη της κατανάλωσης ανθρώπινου κρέατος. Στην πραγματικότητα δεν ήξερα.

Ο Νάντο Παράδο είναι ένας ψηλός, εντυπωσιακός και σίγουρα πλούσιος άντρας. Παραγωγός της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, οδηγεί μια κόκκινη Φεράρι, απαντά συνεχώς στα τηλέφωνα και γελά έντονα. Όταν τον συναντάς είναι εύκολο να στοιχηματίσεις πως πρόκειται για κάποιον καλοαναθρεμένο αστό, που δεν έχει συναντήσει καμιά δυσκολία στη ζωή του. Άνετη ζωή, όμορφη γυναίκα, γρήγορο αυτοκίνητο. Κι όμως ο Νάντο έρχεται από την πιο σκληρή ιστορία της σύγχρονης Ιστορίας. Περπάτησε από το χιόνι των Άνδεων ως τη σωτηρία και στη συνέχεια ως τη σύγχρονη Ουρουγουάη, στην οποία κυριάρχησε με το ίδιο πείσμα της σωτηρίας. Ο Νάντο δεν είναι η μοναδική περίπτωση πετυχημένου, απ” αυτούς που επέζησαν στις Άνδεις.

Η πλειονότητα από τους 16 είναι άνθρωποι με θέση στην κοινωνία του Μοντεβιδέο και με μια ενεργή σχέση με τη ζωή. Σίγουρα η καταγωγή τους από πλούσιες οικογένειες της Ουρουγουάης έπαιξε ρόλο. Άλλωστε ήταν τα παιδιά ενός ιδιωτικού σχολείου που πήγαιναν αεροπορικώς να παίξουν ράγκμπι στη Χιλή. Το εφόδιο όμως ζωής του Νάντο και των φίλων του είναι πως γνωρίζουν καλά ποια είναι η φύση του ανθρώπου. Φωτίζοντάς την, απ” αυτό το σκοτεινό κομμάτι της εμπειρίας τους.

«Ξεκινήσαμε στις 12 Φεβρουαρίου του 1972. Ήμασταν μια ομάδα ράγκμπι του καθολικού σχολείου Ολντ Κρίστιανς. Θα παίζαμε στο Σαντιάγκο της Χιλής. Επιβιβαστήκαμε στο αεροπλάνο μαζί με φίλους και συγγενείς. Συνολικά 45 άτομα. Αφού απογειωθήκαμε, υπήρξε απαγόρευση να πετάξουμε πάνω από τις Άνδεις λόγω κακοκαιρίας. Έτσι προσγειωθήκαμε στη Μεντόζα και περιμέναμε μια μέρα μέχρι να κοπάσει η κακοκαιρία. Απογειωθήκαμε την άλλη μέρα. Αυτό που θυμάμαι από την πρόσκρουση του αεροπλάνου είναι το αεροπλάνο να σέρνεται με την κοιλιά. Έναν άσχημο μεταλλικό θόρυβο και ξαφνικά το αεροπλάνο να ανοίγει πάνω από μένα. Άνοιξε γρήγορα, σαν ένα κομμάτι χαρτί, και μετά όλα έγιναν σκοτάδι για μένα».

Ο Παράδο έπεσε σε κώμα τρεις μέρες. Ευτυχώς ίσως γι” αυτόν, δεν θυμάται πολλά πράγματα. Τα κατάλαβε ή τα έμαθε αργότερα. Η πτώση του αεροπλάνου απ” ό,τι φαίνεται οφείλεται σε λάθος του πιλότου. Χάνοντας τον προσανατολισμό του, πίστεψε πως έχει περάσει τις Άνδεις και ζήτησε άδεια καθόδου δίνοντας λάθος στίγμα. Ο πύργος ελέγχου τού έδωσε. Λίγο μετά το αεροπλάνο βρέθηκε μπροστά στην κορυφή των Άνδεων. Ο πιλότος προσπάθησε να το σηκώσει, αλλά κατάφερε απλώς να κάνει πιο ομαλή την πρόσκρουση. Το λάθος του πιλότου ήταν μοιραίο και για τη συνέχεια. Ο πύργος ελέγχου, έχοντας λάθος στίγμα, προσανατόλισε τις έρευνες για επιζήσαντες σε άλλο σημείο, χωρίς αποτέλεσμα. Ο πιλότος επέζησε μερικές ώρες μετά την πρόσκρουση. Όταν τον ρώτησαν οι επιζήσαντες πού βρίσκονται, αυτός απάντησε πως έχουν περάσει την κορυφή. Έτσι, ενώ ίσως θα μπορούσαν να περπατήσουν προς την μεριά της Αργεντινής για να σωθούν, πίστεψαν πως η σωτηρία είναι από την άλλη πλευρά, από τη Χιλή.

Ένας Θεός, όπως εσύ

Ο Ρομπέρτο Κανέσα είναι η δεύτερη ηρωική μορφή της ιστορίας. Μαζί με τον Παράδο, και αφού είχαν μείνει επί 62 μέρες σε υψόμετρο 4.500 μέτρων με θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν τους -50 βαθμούς Κελσίου, αποφάσισαν να διασχίσουν τις Άνδεις για να φέρουν βοήθεια. Ο Κανέσα ήταν τότε φοιτητής ιατρικής. Σήμερα είναι από τους πιο γνωστούς γιατρούς στην Ουρουγουάη. Διεκδίκησε μάλιστα ανεπιτυχώς να γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Σήμερα γελώντας λέει πως και αυτή του η απόπειρα ήταν το ίδιο διδακτική με την πτώση στις Άνδεις. Ο Κανέσα είναι μια πιο συγκρατημένη εκδοχή του Παράδο. Ο συνδυασμός αυτός των δύο αντρών ίσως ήταν ο λόγος της σωτηρίας. Μιλάει για τις Άνδεις με την ίδια ψυχραιμία που έχει ο Παράδο: «Ήμασταν μικρά παιδιά που κάναμε πλάκα τότε στο αεροπλάνο. Κάποια στιγμή, ενώ πετούσαμε, κάποιος παρατήρησε πως ήμασταν πολύ κοντά στα βράχια και με σκούντηξε με τον αγκώνα. Κοίταξα από το παράθυρο και είδα πως το φτερό ήταν 20 εκατοστά από τα βράχια. Τα άσπρα και μαύρα βουνά πέταγαν πολύ γρήγορα δίπλα μας. Ο πιλότος προφανώς είδε το βουνό και προσπάθησε να πάρει ύψος. Μετά ένας συγκλονιστικός θόρυβος και το χάος».

Το αεροπλάνο σύρθηκε πάνω στα βράχια και έσπασε στα δύο. Από τους 45 επιβάτες, σκοτώθηκαν οι 10. Σε λίγες μέρες, άλλοι έξι τραυματίες είχαν πεθάνει. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και η μητέρα και η αδελφή του Παράδο. Ανάμεσα στο θαύμα της επιβίωσης και την απειλή του θανάτου, διακρινόταν μόνο ένα μικρό περιθώριο. Η ελπίδα πως τα σωστικά συνεργεία θα τους έσωζαν. Ο Ντάνιελ Στράους, ένας από τους επιζήσαντες, ιδιοκτήτης σήμερα μιας μεγάλης εταιρίας κομπιούτερ, ήταν όπως όλοι σίγουρος για αυτό. Παρότι πολλοί ήταν νεκροί γύρω του, θεωρούσε βέβαιο πως αυτός θα ζήσει.

«Μείναμε στο βουνό όπως είμαι τώρα, στη μέση του χιονιού. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα χιόνι στη ζωή μου, και το πρώτο απόγευμα πέρασε γρήγορα γιατί προσπαθούσαμε να βγάλουμε τραυματίες. Το ζήτημα ήταν να περιμένουμε την άφιξη των αεροπλάνων που ερχόταν να μας αναζητήσουν. Πέρασε από πάνω μας ένα αεροπλάνο. Εμείς δεν γνωρίζαμε τι είναι βουνό, πως όταν ένα αεροπλάνο πετάει χαμηλά πάνω από το βουνό δημιουργείται ανατάραξη και το αεροπλάνο κουνιέται. Πολλοί είπαν λοιπόν να, το αεροπλάνο κινήθηκε, μας είδανε. Και άρχισε η ελπίδα πως έρχονται να μας αναζητήσουν».

Η ψεύτικη εντύπωση πως τους είχαν δει, τους έκανε να καταναλώσουν ό,τι προμήθειες είχαν σε τρόφιμα. Μετά από δέκα μέρες, ο Εντουάρντο Στράουτς, φημισμένος αρχιτέκτονας σήμερα, άκουσε σε ένα μικρό ραδιοφωνάκι που είχαν στο αεροπλάνο το μοιραίο. «Έψαχνα κάποιον σταθμό εναγωνίως για να ακούσω ότι μας είχαν εντοπίσει και άκουσα αυτό που δεν ήθελα. Είπαν στις ειδήσεις πως οι έρευνες είχαν σταματήσει. Αισθανθήκαμε μόνοι. Δεν είχαμε καν να φάμε. Μόνο βγάζαμε το αλουμίνιο από τα καθίσματα και βάζαμε πάνω του χιόνι για να λιώσει να πιούμε νερό. Αφόρητο κρύο και πείνα». Ο Αντόνιο Βιζιντίν, όταν μιλά για τις ώρες του «μισού θανάτου» στις Άνδεις, είναι πολύ περιγραφικός: «Μετά από μερικές μέρες, αρχίζεις να μην αισθάνεσαι το κρύο. Και μετά από κάποιες μέρες, η πείνα δεν είναι τόσο επώδυνη. Είναι επώδυνη η δίψα, αλλά όχι η πείνα. Η πείνα είναι περισσότερο νοητική, παρά σωματική. Συνηθίζεις να πεινάς και να μην τρως. Υπάρχει επίσης διαφορά μεταξύ φυσικών και πνευματικών πόνων. Η απουσία, αυτό που αισθάνεσαι όταν σου λείπουν οι δικοί σου. Όταν το αισθανθείς αυτό έντονα, είναι μεγαλύτερο από τη φυσική εξάντληση. Να μην μπορείς να πεις μαμά είμαι ζωντανός. Είμαι με τον Μαρκ. Και εμείς σκεφτόμασταν ποιο είναι το πιο πιθανό που μπορεί να σκεφτεί κανείς για ένα αεροπλάνο που πέφτει στις Άνδεις».

Ο Νάντο Παράδο περιγράφει την αίσθηση εκείνη μετά τη συνειδητοποίηση πως όλοι τούς είχαν εγκαταλείψει ως προσμονή σφαγής. «Γίναμε πιο πολύ ζώα. Κανένας δεν ψάχνει για σένα. Κρυώνεις, πεινάς, διψάς και περιμένεις σαν γελάδα την ώρα της σφαγής. Σαν αγελάδα». Τα παιδιά από το καθολικό σχολείο του Μοντεβιδέο έγιναν ξαφνικά οι μελλοθάνατοι. Μόνοι με έναν περίεργο Θεό, όπως λέει ο Κανέσα: «Όταν αντιμετωπίζεις τα όριά σου, όταν λες θα πεθάνω την επόμενη ώρα, την επόμενη μέρα, τότε αντιλαμβάνεσαι πως τα όριά σου φτάνουν πιο μακριά απ” όσο νομίζεις. Και σε αυτή τη διαφορετική κοινωνία που ξαφνικά ζεις με την πολύ απελπισία, μια τεράστια εικόνα του Θεού εμφανίζεται μπροστά στα μάτια σου. Και δεν είναι ο Θεός που σε κοιτάει και λέει δεν συμπεριφέρεσαι καλά, είσαι κακός άνθρωπος. Δεν είναι ο Θεός με γενειάδα. Είναι ένας Θεός όπως εσύ. Και εσύ λες αδερφέ βοήθα με. Αυτός είναι ο Θεός που φτιάξαμε στις Άνδεις. Ένας Θεός που είναι όπως ο εαυτός σου, ένας Θεός ιδιοκτήτης των πάντων, του χιονιού των βουνών. Αυτός είναι ο Θεός που φτιάξαμε στις Άνδεις».

Δεν υπήρχαν πτώματα, μόνο πρωτεΐνη

Μοναδικό ενθαρρυντικό στοιχείο για τους επιζήσαντες στις Άνδεις ήταν το ομαδικό πνεύμα. Παίκτες του ράγκμπι όλοι τους, παρά το νεαρό της ηλικίας τους, ήταν αρκετά πειθαρχημένοι. Για τον Βιζιντίν ήταν απ” τα στοιχεία που τους έσωσαν. «Ξέραμε από το ράγκμπι πως το παιχνίδι τελειώνει όταν σφυρίξει ο διαιτητής. Και εμείς παίζαμε παιχνίδι μέχρι να σφυρίξει. Να πεθάνουμε. Μπαίναμε μέσα στο κομματιασμένο αεροπλάνο να κοιμηθούμε και είχαμε αγκαλιά ένα μπουκάλι νερό που είχαμε πάρει απ” το λιωμένο χιόνι. Το αγκαλιάζαμε για να μην παγώσει. Είναι απίστευτο πώς συνηθίζεις το κρύο. Η περιφερειακή κυκλοφορία του αίματος κλείνει, τραβιέται προς τα μέσα. Όπως στα ζώα».

Οι σωματικές προσαρμογές δεν ήταν το μοναδικό στοιχείο που τους έκανε να συγκλίνουν προς τη ζωώδη φύση. Ήταν το ίδιο το ένστικτο της επιβίωσης. Δεν έχω καταλάβει ακόμη αν πρόκειται για μια συμφωνία μεταξύ όσων επέζησαν από τις Άνδεις να μην αποκαλύψουν σε ποιον ανήκε η πρόταση, προκειμένου να επιβιώσουν, να φάνε τα σώματα των νεκρών φίλων τους. Όλοι όμως όταν μιλούν για το θέμα παραδέχονται πως, μετά την τέταρτη ημέρα, αυτή η ιδέα γεννήθηκε σε όλους. Ο Κανέσα, ως φοιτητής ιατρικής και γνώστης της φυσιολογίας του ανθρώπου, ίσως ήταν αυτός που παρείχε τις γνώσεις του ως ένα επιστημονικό άλλοθι: «Είπαμε να φάμε το δέρμα από τις βαλίτσες, αλλά οι βαλίτσες ήταν από πλαστικό. Και τότε θυμήθηκα πως είχα διαβάσει μια ιστορία για κάποιον εξερευνητή που χάθηκε στον Αμαζόνιο και όταν τη διάβαζα έλεγα στην κοπελιά μου τη Λάουρα «εγώ αν είχα χαθεί θα έτρωγα τα πτώματα για να επιβιώσω». Ως φοιτητής ιατρικής ήξερα πως το ανθρώπινο κρέας έχει πρωτεΐνες, λίπος, γλυκογόνα και άμυλο. Μελετούσα τον μεταβολισμό. Ήξερα πως με αυτή τη διατροφή μπορούσαμε να επιβιώσουμε. Τεχνικά ήταν σωστό, αλλά έπρεπε να βρω κάτι στο μυαλό μου για να φτάσω σε αυτό το βήμα. Και το βρήκα. Είπα Κανέσα, αν ήσουν εσύ νεκρός, δεν θα ήθελες να σε φάνε οι φίλοι σου για να σωθούν;»

Όσοι από τους επιζήσαντες μιλούν για την απόφασή τους εκείνη, μιλούν σαν να πρόκειται για μια εντελώς φυσιολογική κατάσταση. Και έτσι είναι. Όπως λέει ο Παράδο, «θα το έκανες φίλε μου, να είσαι σίγουρος. Ούτε εγώ είχα σκοπό να το κάνω. Ένα βράδυ ήμουνα ξαπλωμένος στο πάτωμα, εντελώς σκοτάδι, δεν υπήρχε φως, και μπορούσα να αισθανθώ το πρόσωπο του Φίτο. Ήταν 17 χρονών. Με βλέπετε τώρα, τότε ήμουνα 20 χρόνων. Ήταν 17 και ένιωθα την ανάσα του εδώ και τον ρώτησα, είσαι ξύπνος Καρλίτο; Είπε ναι, τι θέλεις; Πεινάω, είπα. Και; Θα πεθάνουμε, πρέπει να φάμε κάτι, και μου είπε σκέφτομαι το ίδιο πράγμα που σκέφτεσαι και εσύ. Ίσως πρέπει να φάμε τον πιλότο, που έφταιγε για το δυστύχημα για να φύγουμε από εδώ». Ο Φίτο επιβεβαιώνει πως έτσι έγιναν τα πράγματα:

«Κοιμόμουν το βράδυ με τον Ντάνιελ. Του λέω Ντάνιελ θα σου πω ένα μυστικό. Νομίζω πως πρέπει να φάμε τα πτώματα, γιατί δεν πρόκειται να βγούμε ζωντανοί. Περίμενα να ακούσω να με λέει κτήνος. Και αντί γι” αυτό ακούω να λέει, κι εγώ σκέφτομαι το ίδιο. Τη νύχτα της τέταρτης μέρας αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι έπρεπε να πάρουμε την απόφαση. Να φάμε τους νεκρούς. Οι μισοί πίστευαν πως αυτό ήταν παράλογο, ότι ήμασταν ιερόσυλοι που σκεφτόμασταν κάτι τέτοιο. Οι άλλο μισοί πίστευαν πως πράγματι ήταν μια σωστή επιλογή. Μετά από μερικές μέρες, ήρθαν μαζί μου ο Κανέσα και ο Ζερμπίνο, πήρα ένα κομμάτι γυαλί και κόψαμε το πρώτο πτώμα. Έτυχε σε μένα να το κάνω. Δεν αισθάνθηκα πως το έκανα εγώ, αλλά πως ήταν δίπλα μου ο Κανέσα και τα ξαδέλφια μου και το μισό αεροπλάνο που μου έλεγε πρέπει να το κάνουμε. Από τη στιγμή που παίρνεις την απόφαση, ξεπερνάς την απόφαση. Τα υπόλοιπα γίνονται χωρίς καμιά τύψη. Ήταν αυτό που έπρεπε να κάνω».

Απέναντι στους σκληρούς κανόνες που επέβαλε η φύση, οι άνθρωποι κατα πατούσαν τους δικούς τους. Τους αντικαθιστούσαν με άλλους, πρωτόγονους. Κανόνες δεν μπορούν να υπάρξουν αν δεν υπάρχουν άνθρωποι. Τα ξαδέλφια Ντάνιελ και Εντουάρντο Στράουτς εί χαν αναλάβει την τήρηση αυτών των κανόνων που λέγονταν τεμαχισμός και διανομή των πτωμάτων. Ο Εντουάρντο Στράουτς θυμάται καθαρά τη στιγμή που κατάπιε το πρώτο κομμάτι ανθρώπινου κρέατος. Την θυμάται χωρίς να καταπίνει τα λόγια του: «Ο Φίτο μου πρόσφερε ένα κομμάτι κρέας. Μικρό, πολύ μικρό στην αρχή. Άρχισα να τρώω αργά».

Για κάποιον που ζει στην ασφάλεια του σπιτιού του, ο Παράδο ίσως ακούγεται κυνικός, όταν λέει πως το να φάνε τα πτώματα των φίλων τους ήταν πιο εύκολο απ” το να πεινάνε και να κρυώνουν. Αλλά όπως πάλι λέει ο ίδιος «εγώ ξέρω, εσείς όχι».

Θαμμένοι, αλλά ζωντανοί

Μόλις ανέκτησαν τις δυνάμεις τους, πίστεψαν πως, αν κατάφερναν να βρουν το δεύτερο μισό του αεροσκάφους που είχε αποκολληθεί, ίσως μπορούσαν να επικοινωνήσουν μέσω του ασυρμάτου με τον πολιτισμό. Οργάνωσαν έτσι μια αποστολή, που ήταν βέβαια επιτυχής ως προς το να βρουν το αεροπλάνο και τις μπαταρίες. Ο ασύρματος όμως λειτουργούσε με εναλλασσόμενο ρεύμα. Στα 4.500 μέτρα, κρύωναν και περίμεναν να πεθάνουν. Για κάποιους συνέβη. Μια χιονοστιβάδα πλάκωσε το αεροπλάνο. Από τους 29 επιζήσαντες έμειναν 16 ζωντανοί. Η μοναδική γυναίκα που είχε επιζήσει, η Λίλιαν, είναι και αυτή νεκρή. Ο θάνατος έμοιαζε με λύτρωση εκείνη τη στιγμή, αλλά η ζωή μπορούσε ακόμη να επικρατεί, όπως λέει ο Φίτο.

«Θάφτηκα στο χιόνι. Τότε ήταν που αισθάνθηκα τον θάνατο κοντά όσο ποτέ. Κάποια στιγμή σκέφθηκα να παραδοθώ. Όταν παραδόθηκα, χαλάρωσε το σώμα μου. Κατουρήθηκα πάνω μου. Και μετά αισθάνθηκα μια γαλήνη για λίγα δευ ερόλεπτα. Και ξαφνικά είπα, δεν είναι η ώρα μου. Δεν ξέρω από πού προήλθε αυτή η δύναμη. Ίσως από τη μητέρα μου που πίστευε πως είμαι ζωντανός. Άκουσα μια φωνή. Ήταν ο Ρόι. Δεν είχε καλυφθεί από το χιόνι. Μπόρεσα να φωνάξω και να βγάλω έξω το ένα μου χέρι. Θα μπορούσα να είχα πεθάνει αν είχα πάρει την απόφαση να πεθάνω. Μπορέσαμε να σώσουμε αρκετούς, αλλά για άλλους ήταν αργά. Δεν ξέρω αν ήταν από φυσικά αίτια ή επειδή είχαν παραδοθεί. Ίσως ορισμένες φορές κάποιος αποφασίζει πότε θα πεθάνει. Κάποια στιγμή, ενώ είμαστε εγκλωβισμένοι, κάποιος ανάβει έναν αναπτήρα για να δούμε. Η φλόγα ανάβει για λίγο, χαμηλώνει και σβήνει. Τότε συνειδητοποιούμε πως πνιγόμαστε εκεί μέσα σαν τα ποντίκια. Τρομαγμένοι, βγάζουμε κάτι σωλήνες αλουμινίου και αρχίσαμε να ανοίγουμε τρύπα στο χιόνι. Ήμασταν καλυμμένοι με χιόνι 2 μέτρα. Τότε άρχισε να κυκλοφορεί καθαρός αέρας. Θα είχαμε πεθάνει χωρίς να το καταλάβουμε από έλλειψη οξυγόνου».

Μετά από 62 μέρες στις Άνδεις, καταδικασμένοι σε θάνατο που ερχόταν με τον ρυθμό που είχε επιλέξει, δύο από τους επιζήσαντες, ο Παράδο και ο Κανέσα, αποφασίζουν να διασχίσουν τα βουνά για να φέρουν βοήθεια, ή απλώς να πεθάνουν πιο γρήγορα. «Έλεγα μέσα μου», λέει ο Παράδο, «είναι 60 χιλιόμετρα. Εκατό χιλιάδες βήματα. Θα τα κάνω». Μαζί με τους δύο δέχεται τελικά να πάει και ο Βιζιντίν. Όταν όμως σκαρφάλωσαν σε αυτό που νόμιζαν κορυφή, πίσω από την οποία απλωνόταν ο πολιτισμένος κόσμος, ανακάλυψαν πως υπήρχαν άλλες κορυφές. Σκέφτηκαν πως ήταν αδύνατο να φτάσουν και οι τρεις στον προορισμό, γιατί δεν θα έφταναν οι προμήθειες σε τροφή. Ο Βιζιντίν γύρισε πίσω, χρησιμοποιώντας το πίσω μέρος ενός καθίσματος αεροπλάνου ως μεγάλο σκι. «Ανέβαινα τρεις μέρες τα βουνά και επέστρεψα κάνοντας τσουλήθρα σε μία ώρα» λέει και γελάει. Το μοναδικό σημείο της ιστορίας όπου γελάει.

Ζωή γλυκιά σαν λουλούδι

Μετά από πεζοπορία ημερών στα βουνά, Κανέσα και Παράδο βρήκαν ίχνη πολιτισμού. Στην αρχή νόμιζαν πως είναι απλώς τα ίχνη της τρέλας τους, λέει ο Κανέσα.

«Είχαμε περπατήσει 7 μέρες και υπήρχε χιόνι, χιόνι, χιόνι. Στις 4, σκιές κάλυψαν την πεδιάδα. Στο τέλος της πεδιάδας υπήρχε φως από τον ήλιο και είπα Νάντο αυτό πρέπει να είναι πέρασμα. Την επόμενη μέρα ακούσαμε βουητό από νερό. Νερό. Φτάσαμε σε μια γραμμή που το χιόνι τελείωνε. Είδα μια σαύρα που με κοίταγε σαν να μου έλεγε δεν είσαι νεκρός. Λέω αυτός είναι διαφορετικός κόσμος. Οι άνθρωποι μπορούν να φάνε χόρτο και να πιούνε νερό. Έσκυψα και πήρα μια πέτρα για να τη δώσω στη μνηστή μου αν σωζόμασταν. Βρήκα και μια μικρή κούπα διαφημιστική από σούπα Μάτζι. Είπα Νάντο κοίτα, κάποιος πέρασε από δω. Ο Νάντο μου λέει, μπα, θα είναι από κάποιο αεροπλάνο. Του λέω τι λες, είναι δυνατόν κάποιος να άνοιξε το παράθυρο και να την πέταξε; Υπάρχουν κάπου άνθρωποι. Πιο κάτω, κάποιος είχε κόψει θάμνους, υπήρχαν ίχνη από τσεκούρι. Έτσι αργά επιστρέφαμε στον πολιτισμό. Ήμουν εξαντλημένος γιατί οι οδοντόκρεμες που τρώγαμε είχαν μαγνήσιο και προκαλούσαν διάρροιες. Το απόγευμα είδαμε γελάδες και φτάσαμε σε ένα μέρος που είχε πόρτα. Υπήρχαν πατημασιές. Κοίταξα στον ορίζοντα και είδα ένα άλογο με έναν άνθρωπο στα 200 μέτρα. Ήταν ο Σέρτζιο Καταλάν». Ο βοσκός ειδοποίησε τις αρχές και σε λίγες ώρες τα ελικόπτερα ήταν στην κορυφή των Άνδεων. Η επιχείρηση διάσωσης ξεκίνησε. Όσοι βρίσκονταν είχαν ακούσει την είδηση της άφιξης του Παράδο και του Κανέσα στον πολιτισμό, στο μικρό ραδιοφωνάκι που πριν από 60 μέρες είχαν ακούσει πως όλα είχαν τελειώσει. Ο Εντουάρτο Στράουτς, που είχε αναλάβει τον ρόλο του διαμελιστή των φίλων, ήταν αυτός που μετέφερε την καλή είδηση.

«Έτσι κάποιοι από μας πήγαμε στην άτρακτο και είπαμε στους άλλους πως ο Ρομπέρτο και ο Νάντο έφτασαν στον πολιτισμό. Πλύναμε τα πρόσωπά μας και περιμέναμε τη διάσωση. Γεμίσαμε τους σάκους με μέρη του αεροπλάνου. Ήταν το σπίτι μας για 72 μέρες. Στη μία ακούσαμε τους ήχους από τα ελικόπτερα. Κοιτάξαμε στον ουρανό. Και ξαφνικά τα ελικόπτερα. Ήταν η πιο όμορφη στιγμή της ζωής μου. Ήταν η δεύτερη γέννησή μου. Ούρλιαζα, φώναζα. Ένιωσα ένα υγρό να βγαίνει από τους πόρους μου. Τέσσερις από μας τρέξαμε στο πρώτο ελικόπτερο, όπου ήταν και ο Νάντο. Το ελικόπτερο μας άφησε σε μια πεδιάδα. Βγήκα και ήταν σαν να έβγαινα από μήτρα. Αγκάλιασα τον Καρλίτο που ήταν εκεί. Του έδωσα ένα κίτρινο λουλούδι να μυρίσει. Αλλά εκείνος το έφαγε. Κατάλαβα πως ήταν το πιο νόστιμο πράγμα που έτρωγε μετά από 72 μέρες. Έκοψα και εγώ ένα μπουκέτο και το έφαγα».

Η ζωή αποκτούσε τη γλύκα ενός απλού λουλουδιού. Αλλά η χαρά της διάσωσης δεν κράτησε πολύ. Τα σωστικά συνεργεία γρήγορα ανακάλυψαν τα διαμελισμένα πτώματα. Η τρομερή είδηση διαδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Οι ήρωες των Άνδεων ήταν ανθρωποφάγοι. Η καθολική Εκκλησία βιάστηκε να τους αφορίσει. Η κρύα συμπεριφορά των ανθρώπων αντικατέστησε το κρύο των Άνδεων. Όπως λένε σήμερα, αποκαλύφθηκε μια αλήθεια από την οποία δεν μπορούσαν να αποδράσουν όπως από τις Άνδεις. «Για 20-25 χρόνια. Η οικογένεια ενός από τους καλύτερους φίλους δεν ήθελε να με αντικρίσει», λέει ο Εντουάρντο. «Μελετούσαμε μαζί, παίζαμε, βγαίναμε με κορίτσια. Δεν μπορούσαν να με βλέπουν και το παιδί τους να λείπει. Τώρα οι οικογένειες των νεκρών είναι κοντά μας. Γίναμε μια μεγάλη οικογένεια. Από τα βουνά βγήκαν 16 άνθρωποι και τώρα είμαστε 110, με γιούς και εγγόνια».

Και ο ξάδερφός του συνεχίζει γι” αυτή την περίεργη σιωπή, που παραμένει ένας κώδικας μελλοθανάτων. «Υπάρχει μεταξύ μας ένας κώδικας. Κανένας δεν είπε στον άλλο μην πεις αυτό ή το άλλο. Μια συντροφικότητα που αναπτύσσουν οι μελλοθάνατοι. Ποτέ δεν είπα στη γυναίκα μου ποιον φάγαμε και ποιον όχι. Και αυτό θα πεθάνει μαζί μου».

Ο χρόνος ευτυχώς κατάφερε να κάνει στη συνείδηση των ανθρώπων την ιστορία των Άνδεων αυτό που πραγματικά ήταν. Στις Άνδεις το απέραντο χιόνι έγινε η λευκή σελίδα πάνω στην οποία αποτυπώθηκε η άγνωστη πλευρά του ανθρώπου. Και η πιο ισχυρή. Της πάλης για την επιβίωση. Τις δέκα μέρες που έζησα στην Ουρουγουάη με τους επιζήσαντες των Άνδεων, η δική μου πάλη ήταν άλλη. Είχα πάντα μέσα μου την πρόκληση να ρωτήσω αυτό που απεχθάνεται αλλά θέλει ο καθένας: «Τι γεύση έχει το ανθρώπινο κρέας;» Δεν ρώτησα ποτέ. Θεώρησα πως είναι προσβολή, όχι μόνο απέναντι στους νεκρούς, αλλά σε αυτούς που επιβίωσαν.Σε αυτούς που είναι από τους ελάχιστους που ξέρουν τι γεύση έχει η ζωή.

Documento Newsletter