Στην πολιτική, και πολύ περισσότερο στην πολιτική των επιτελείων, τίποτε δεν είναι τυχαίο. ∆εν υπάρχει ούτε αυθορµητισµός ούτε «τώρα µου ήρθε» ούτε «θα σας πω κάτι που σκέφτηκα αυτήν τη στιγµή», εξόν βέβαια από τις πολύ καλά προετοιµασµένες ατάκες µε τις οποίες ο οµιλητής παριστάνει ότι έχει οξύνοια και ρητορική δεινότητα. Οπότε όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε να πιάσει στο στόµα του το ΕΑΜ ήξερε πολύ καλά τι έκανε.
Μπορεί να µη γνωρίζει ούτε τα βασικά από την ελληνική ιστορία. Μπορεί επίσης να αγνοεί τι ήταν η Εθνική Αντίσταση, αν και δεν µου φαίνεται πιθανό καθώς ο πατέρας του αναφερόταν στη συµµετοχή του στην Εθνική Οργάνωση Κρήτης (ΕΟΚ) και τη στάση του κατά την Κατοχή. Και ίσως να αγνοεί πολλά για το τι ήταν και τι ήθελε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, αν και ο πατέρας του το γνώριζε πολύ καλά και περηφανευόταν ότι έβαλε το χέρι του στη συµφωνία συνεργασίας ΕΟΚ και ΕΑΜ. Αλλά σε κάθε περίπτωση, όσο τεράστια κι αν ήταν η άγνοιά του, δεν θα αναφερόταν µειωτικά για το ΕΑΜ ούτε θα έλεγε ότι του θυµίζει «τις χειρότερες στιγµές της ελληνικής ιστορίας και τους εµφύλιους διχασµούς» εάν δεν ήταν αποφασισµένος να ακολουθήσει διχαστική πολιτική ο ίδιος.
Γιατί αυτό είναι το κλειδί της υπόθεσης: η βασική εκτίµηση που έχουν όσοι ξηµεροβραδιάζονται στα υπόγεια του Μαξίµου είναι ότι οι δυνατότητες διεύρυνσης της Ν∆ προς το κέντρο έχουν φτάσει στο τέλος τους, άντε να τσιµπήσουν κάτι Καρανικόλες και κάτι Λοβέρδους ακόµη, που κι αυτοί τσιµπηµένοι εδώ και καιρό είναι, απλώς τους έχουν βάλει στην κατάψυξη. Οπότε –και ουσιαστικά δεν το κρύβουν– είναι αποφασισµένοι να παίξουν όποιο χαρτί τους βοηθάει στον διεµβολισµό των ακροδεξιών σχηµάτων και στην προσέλκυση ακροδεξιών και ναζιστικών ψήφων. Και η επίθεση στο ΕΑΜ εντάσσεται σε αυτή την αποφασισµένη από τον Μητσοτάκη µετακίνηση της όλης Ν∆ ακροδεξιότερα.
Προσχηµατική λοιπόν ήταν η αναφορά του σε «εµφύλιους διχασµούς» τους οποίους τάχα αποστρέφεται. Γιατί ακριβώς ένα νέο διχασµό επαγγέλλεται, θεωρώντας ότι αυτό του επιτρέπει να παραµείνει στην εξουσία και να συνεχίσει τις µπίζνες χωρίς κανόνες µε τους «ηµέτερους». Αλλά προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η κοινωνία να παραµείνει… ακίνητη και βουβή και αυτό για τον Μητσοτάκη σηµαίνει να περιοριστεί δραστικά ο ρόλος της Αριστεράς. Εξού και οι συνεχείς επιθέσεις σε αυτήν και στη σύνδεσή της µε το αντιστασιακό φρόνηµα και την κοινωνία. Γι’ αυτό άλλωστε όλοι τους, από τον Μητσοτάκη που εκφωνεί τις µισαλλόδοξες διατυπώσεις µέχρι τον Βορίδη που τις «γράφει», δεν ξεχνούν (και σε κάθε ευκαιρία καταγγέλλουν) τις «πλατείες» που σηµατοδότησαν την παρέµβαση του λαϊκού αντιστασιακού παράγοντα της εποχής µας.