Απόκοσμο είναι το τοπίο που άφησε στο πέρασμά της η πυρκαγιά σε Αττική, Κορινθία και Βοιωτία και έχει αποτέλεσμα δεκάδες καμένα σπίτια ανθρώπων που έχασαν το βιος τους που είχε αποκτηθεί με τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής. Εκατοντάδες είναι τα ζώα που έχασαν τη ζωή τους, ενώ τεράστιες εκτάσεις δάσους και βλάστησης μετατράπηκαν σε στάχτη, γεγονός που καθιστά ανυπολόγιστη την οικολογική καταστροφή.
Η εικόνα και οι καταγγελίες από τις πληγείσες περιοχές προς το Documento αποτυπώνουν το μέγεθος της καταστροφής, αποτέλεσμα της απουσίας πρόληψης, συντονισμού, σχεδίου δασοπυρόσβεσης, ανθρώπινου δυναμικού και υλικοτεχνικών υποδομών. Στην περιοχή του Λουτρακίου μετρούν τουλάχιστον 40 καμένα σπίτια και 15.000 καμένα στρέμματα καλλιεργήσιμων και δασικών εκτάσεων. Στην περιοχή της Μάνδρας βρίσκονται τα 18 από τα 33 καμένα σπίτια στην Αττική όπου η ΕΛΑΣ διά της βίας δεν επέτρεψε στους κατοίκους να έχουν πρόσβαση στις περιουσίες τους. Στα Δερβενοχώρια η οικολογική καταστροφή είναι τεράστια αφού τυλίχθηκαν στις φλόγες 95.000 στρέμματα γης. Στη Σαρωνίδα μετρούν 30.000 καμένα στρέμματα και καμένα σπίτια. Ηδη μέχρι την Παρασκευή είχαν γίνει 151 αυτοψίες κτιρίων στις πυρόπληκτες περιοχές χαρακτηρίζοντας επικίνδυνα («κόκκινα») τα 60, και προσωρινά ακατάλληλα («κίτρινα») 48.
Εκατοντάδες άνθρωποι είδαν το βιος τους να γίνεται παρανάλωμα του πυρός και έχουν μείνει χωρίς σπίτι περιμένοντας αποζημιώσεις από το κράτος για τις πρώτες και δεύτερες κατοικίες τους, τις επιχειρήσεις και τις καλλιέργειές τους, ώστε να μπορέσουν να σταθούν στα πόδια τους και να συνεχίσουν τη ζωή τους.
«Κάθε φορά διαπιστώνουμε τα ίδια προβλήματα»
Ο Κωστής Ζερβός, κάτοικος Λουτρακίου και δημοτικός σύμβουλος, τόνισε στο Documento ότι «τα εναέρια μέσα άργησαν να έρθουν. Εκαναν πάνω από δύο ώρες. Μου ήρθαν κάτι μηνύματα από το 112 αλλά για άλλες περιοχές. Εγκαιρα νομίζω ότι ήρθαν, αλλά δεν έχει και πολύ νόημα όλο αυτό. Το ανθρώπινο δυναμικό ξεπερνάει τα όριά του σε αυτές τις συνθήκες. Αυτό που λείπει είναι συντονισμός και υλικοτεχνική υποδομή. Κάθε φορά, σε κάθε πυρκαγιά, ζούμε το ίδιο πράγμα. Διαπιστώνουμε τα ίδια προβλήματα. Δεν υπάρχουν πυροσβέστες, μέχρι και από το πολεμικό ναυτικό έφεραν κόσμο για να μπει μέσα στη φωτιά. Οι άνθρωποι φτάνουν στα όριά τους, τα ξεπερνούν».
Παράλληλα έδωσε και την εικόνα της κατάστασης όπως διαμορφωνόταν την περασμένη Πέμπτη: «Δεν έχουμε κάποια θεσμική ενημέρωση από τον δήμο μέχρι αυτήν τη στιγμή. Εχουν καεί γύρω στα 40 σπίτια, κάποια πρώτες κατοικίες, κάποια παραθεριστικά. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες είχαν φύγει, κάποιοι ήταν και μεγάλοι άνθρωποι. Οσοι μπόρεσαν να μείνουν πίσω έμειναν και πάλεψαν».
Ο ίδιος τόνισε ότι «δεν είχαμε ανθρώπινα θύματα, γιατί από ζώα είχαμε θύματα πολλά» και υπογράμμισε: «Υπάρχουν περιοχές που, επειδή κάηκε το δίκτυο της ΔΕΗ, δεν δουλεύουν κάποιες γεωτρήσεις και δεν έχουν νερό. Δεν έχουν ακόμη και κάποιοι οικισμοί που κάηκαν».
Μίλησε και γι’ αυτούς που έχασαν τα σπίτια τους, οι οποίοι «φιλοξενούνται σε κάποια ξενοδοχεία ή σε φίλους. Κάθε φορά έπειτα από μια πυρκαγιά διαπιστώνουμε τα ίδια και τα ίδια που δυστυχώς δεν αλλάζουν ποτέ. Ούτε στο κομμάτι της πρόληψης έχει γίνει τίποτε το ιδιαίτερο, παρ’ όλα τα θύματα που έχουν υπάρξει. Και κατά τη διάρκεια της φωτιάς ο συντονισμός θα έπρεπε να είναι πολύ καλύτερος. Βασιζόμαστε στην αυτοθυσία των ανθρώπων» πρόσθεσε και κλείνοντας τόνισε αναφερόμενος στους εθελοντές: «Δεν είναι η πρώτη φορά που μπαίνουμε σε αυτήν τη διαδικασία. Δεν υπάρχει ευρύτερος συντονισμός και για τον απλό κόσμο που θέλει να βοηθήσει εκείνη τη στιγμή. Καταλαβαίνω βέβαια ότι υπάρχει κίνδυνος και η πολιτική ηγεσία θέλει να διαφυλάξει τα νώτα της με κάποιο τρόπο, αλλά υπάρχει κόσμος που μπορεί να βοηθήσει, ειδικά την επόμενη ημέρα της εκδήλωσης της φωτιάς, στις αναζωπυρώσεις».
Την αργοπορία στην επέμβαση των εναέριων μέσων και την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού στην Πυροσβεστική Υπηρεσία υπογράμμισε ακόμη ένας κάτοικος οικισμού του Λουτρακίου, ο Νίκος Γλέζος, ο οποίος είπε στο Documento: «Είδαμε τη φωτιά και φύγαμε. Το μήνυμα του 112 ήρθε αργότερα. Κάηκαν σπίτια. Το δικό μου σπίτι το έσωσε ο κουνιάδος μου. Τον ρώτησα αν είχε πυροσβέστες και μου είπε πού να πρωτοπάνε κι αυτοί. Επίσης διαπίστωσα ότι άργησαν πολύ να έρθουν τα εναέρια μέσα».
«Πήγαινα με την κλάρα και έσβηνα»
«Την ώρα που έφτασα καιγόταν περιμετρικά το σπίτι της αδερφής μου. Εκοψα μια κλάρα και άρχισα να κατασβήνω. Δεν είχαμε νερό, είχε κοπεί. Λίγο πιο πάνω είχε πυροσβέστες που έσβηναν τη φωτιά. Κάηκαν σχεδόν τα μισά σπίτια του οικισμού» αναφέρει στο Documento ο Θεόδωρος Κατσούλας, επίσης κάτοικος οικισμού στο Λουτράκι και εθελοντής δασοπυροσβέστης.
Βρισκόταν στη δουλειά του την ώρα που αντιλήφθηκε την εκδήλωση της πυρκαγιάς και έσπευσε προς τον οικισμό όπου βρίσκεται το σπίτι του: «Από μόνος μου γλίτωσα γύρω στα έξι με επτά σπίτια. Ημουν μέσα στο αμάξι και όπου έβλεπα η φωτιά να είναι περιμετρικά σε σπίτια πήγαινα με την κλάρα και έσβηνα. Οταν γύρισε ο αέρας εκκένωσαν την περιοχή, εγώ δεν μπορούσα να φύγω και έμεινα εκεί. Υστερα από δύο ώρες περίπου ξαναγύρισαν. Μέσα σ’ αυτό το δίωρο εγώ πρόλαβα και έσωσα το σπίτι μου, της αδερφής μου και άλλα δυο τρία γει
τονικά σπίτια» είπε και συμπλήρωσε περιγράφοντας τις στιγμές που έζησε: «Καιγόταν η βεράντα στο σπίτι της αδερφής μου και έσπαγα τα ξύλα για να πέσουν κάτω προκειμένου να περιοριστεί η φωτιά, άνοιγα τα ψυγεία, έβρισκα νερά, γάλατα, σάλτσες και έριχνα στη φωτιά. Ετσι το ψιλοπρόλαβα. Επαιρνα νερό από την τουαλέτα, έβαζα μέσα πετσέτες, το απορροφούσαν και τις έριχνα πάνω στη φωτιά».
«Σώσαμε τα σπίτια μας στο παρά πέντε»
Αλλος ένας κάτοικος της περιοχής που κατάφερε και έσωσε μόνος του το σπίτι του επιρρίπτει ευθύνες στον κρατικό μηχανισμό ο οποίος, όπως λέει, θα έπρεπε «να είχε στείλει από την αρχή εναέρια μέσα, τα οποία δεν έστειλε έγκαιρα, με αποτέλεσμα αυτή η φωτιά να φτάσει στους Αγ. Θεοδώρους. Αργησαν να φέρουν αεροπλάνα. Απλά πράγματα. Γι’ αυτό εξελίχθηκε η φωτιά και έφτασε μέχρι εκεί. Σώσαμε τα σπίτια μας στο παρά πέντε. Εξω από την αυλή έφτασε η φωτιά. Αργησαν τα αεροπλάνα. Οταν πιάνει το πεύκο δεν σώζεται η κατάσταση. Και οι πυροσβέστες τι να κάνουν τα παιδιά; Μια κλάρα είχαν. Τι να κάνουν κι οι πυροσβέστες να σβήσουν με το κλαρί και το φτυάρι τη φωτιά που έφτανε στα έξι μέτρα; Μόνο το αεροπλάνο σταματάει τη δασική φωτιά. Πριν από μια βδομάδα που ξέσπασε φωτιά εδώ πιο κάτω έπεσαν τα αεροπλάνα αμέσως, μέσα σε 20 λεπτά είχε τελειώσει η υπόθεση. Εμείς σωθήκαμε, ήμασταν τυχεροί γιατί βοήθησε και το ότι άλλαξε ο αέρας. Οι ζημιές είναι μεγάλες. Η έκταση είναι μεγάλη. Εγινε πολύ γρήγορα η εξάπλωση γιατί είχε και αέρα. Σε όλα τα σπίτια που σώθηκαν εδώ η φωτιά έφτασε μέχρι την περίφραξη».
Αναφορικά με την έγκαιρη ειδοποίησή τους τόνισε: «Εμένα που μένω στο Λουτράκι δεν μου ήρθε μήνυμα εκκένωσης, στη μάνα μου που μένει στην Κόρινθο ήρθε. Μήνυμα για να εκκενώσουμε την περιοχή μας εδώ δεν ήρθε» και συμπλήρωσε ότι η αστυνομία «δεν άφηνε τους εθελοντές που ήθελαν να βοηθήσουν να έρθουν».
«Τουλάχιστον γλιτώσαμε και είμαστε ζωντανοί»
Ορθιος, στη διασταύρωση των οδών Ποσειδώνος και Ιθάκης στη Σαρωνίδα και μπροστά στη λευκή καγκελόπορτα της εισόδου, πίσω από την οποία φαίνονταν μόνο μαύροι τοίχοι και πεταμένα μισοκαμένα ρούχα στις σκάλες, ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού από το οποίο πέρασαν οι φλόγες σημείωσε μιλώντας στο Documento: «Ευτυχώς δεν ήμασταν εδώ, φύγαμε στο παρά τσακ. Είχε ντουμανιάσει ο τόπος. Ευτυχώς φύγαμε. Εχει καεί όλος ο επάνω όροφος. Εμείς μόλις προλάβαμε και φύγαμε. Είχα το αυτοκίνητο παρκαρισμένο και κοιτούσε προς Αθήνα. Μας είχε σκεπάσει τόσο γρήγορα ο καπνός που δεν βλέπαμε στα δύο μέτρα. Φύγαμε για την Αθήνα και γυρίσαμε σήμερα το πρωί. Ευτυχώς έριξαν με το ελικόπτερο, αλλιώς δεν θα είχε σωθεί τίποτε από το σπίτι. Ηρθαν και οι γείτονες εδώ και βοήθησαν». Ο ίδιος είπε ότι είχε φτιάξει αυτό το σπίτι προίκα για την κόρη του και συμπλήρωσε κλείνοντας: «Ολα μπορούν να τα κάψουν, όχι όμως το πνεύμα και τη σκέψη μου. Τουλάχιστον γλιτώσαμε και είμαστε ζωντανοί».
«Παραλίγο να έχουμε πολλά ατυχήματα»
Λίγο πιο πέρα ένας γείτονάς του, γιατρός στο επάγγελμα, καλούσε επίμονα την πυροσβεστική καθώς είχε αναζωπυρωθεί η φωτιά στα τρία μέτρα από το σπίτι του. Μαζί με τη μητέρα του μετρούσαν τις πληγές της επόμενης ημέρας από το ξέσπασμα της φωτιάς στη Σαρωνίδα.
«Γινόταν χαμός, η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, δεν υπήρχε καμία ενημέρωση. Εμείς μένουμε εδώ. Η ορατότητα ήταν στα πέντε μέτρα, σωθήκαμε από θαύμα. Τα ελικόπτερα περνούσαν μέσα από τα μπαλκόνια των σπιτιών λες και βλέπαμε κινηματογραφική ταινία. Εμείς φύγαμε την ώρα που είχε αρπάξει ήδη η φωτιά. Τα αυτοκίνητα έκαναν επιτόπου για να γυρίσουν και παραλίγο να έχουμε πολλά ατυχήματα» είπε στο Documento ενώ αναφερόμενος στο σπίτι του γείτονά του που δεν γλίτωσε από την πύρινη λαίλαπα σημείωσε: «Οι άνθρωποι των οποίων κάηκε το σπίτι δεν ήταν εδώ. Ηταν όμως εδώ πιο δίπλα ένα παιδί με γενετικό σύνδρομο και δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Υπήρχαν πολλές γιαγιάδες και παππούδες με τα εγγόνια τους, των οποίων οι γονείς είχαν εγκλωβιστεί στην Αθήνα και δεν μπορούσαν να έρθουν να δουν τι γίνεται. Υπάρχουν πολλά παιδιά με αναπνευστικά προβλήματα. Γινόταν χαμός. Υπάρχει ανάγκη να ενισχυθεί ο εθνικός σχεδιασμός για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών. Υπάρχει ανάγκη αξιοποίησης των γιατρών και των κέντρων υγείας για την παροχή πνευμονολογικών βοηθειών και ανοιχτής γραμμής ψυχολογικής υποστήριξης για να μπορέσουν οι άνθρωποι που στρεσάρονται και οι οποίοι θα υφίστανται και στο μέλλον μετατραυματικές διαταραχές να μπορούν να το διαχειριστούν».