Η μεγάλη ύφεση της πανδημίας, σε συνδυασμό με την πρόσφατη καθοδική αναθεώρηση των μεγεθών της ελληνικής οικονομίας από την ΕΛΣΤΑΤ, έχουν ως συνέπεια την αύξηση του ελληνικού δημόσιου χρέους σε επίπεδα αδιανόητα έως πρότινος: στο 207% του ΑΕΠ.
Για να αντιληφθούμε πόσο ραγδαία υπήρξε η επιδείνωση, αρκεί να αναφέρουμε ότι με βάση την πέμπτη αξιολόγηση η οποία έγινε τον περασμένο Φεβρουάριο, το 2020 το δημόσιο χρέος αναμενόταν να κλείσει στο 165.5% του ΑΕΠ.
Μέσα σε 10 μόλις μήνες, όμως, η εικόνα άλλαξε δραματικά, και σύμφωνα με τη νέα ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που περιλαμβάνεται στην όγδοη μεταμνημονιακή έκθεση αξιολόγησης της Κομισιόν, το δημόσιο χρέος αναμένεται να παραμείνει σε επίπεδα υψηλότερα του 100% ως το 2045, ενώ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης θα φτάνουν το 15% του ΑΕΠ για τα επόμενα 20 χρόνια.
Κομισιόν και ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους
Στην τελευταία έκθεση της Κομισιόν, η αύξηση του ελληνικού δημόσιου χρέους στα δυσθεώρητα αυτά επίπεδα καταγράφηκε ως στοιχείο ανησυχίας, συνοδεύτηκε όμως από δύο καθησυχαστικές παρατηρήσεις. Πρώτον, ότι η επιδείνωση είναι βραχυπρόθεσμη και από το 2021 θα αρχίσει η μείωση του χρέους και δεύτερη, ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι ρυθμισμένο με ευνοϊκούς όρους και με μακροπρόθεσμες λήξεις, άρα η εξυπηρέτησή του δεν αναμένεται να δημιουργήσει προβλήματα άμεσα.
Ανάλογη εκτίμηση περί μεσοπρόθεσμης βιωσιμότητας του χρέους έκανε και το ΔΝΤ στη δεύτερη έκθεσή του για τη μεταμνημονιακή παρακολούθηση, που δόθηκε χτες στη δημοσιότητα, προσθέτοντας ωστόσο, ότι θα γίνει νέα αποτίμηση μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι πράγματι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με ότι το δημόσιο χρέος μας φτάνει πλέον το 207% του ΑΕΠ; Σημαίνουν ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με τις παρούσες συνθήκες, όσο δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει το τρέχον έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης για την αντιμετώπιση της πανδημίας, αγοράζοντας, μεταξύ των άλλων και ελληνικά ομόλογα, χωρίς αυτά να έχουν επενδυτική διαβάθμιση. Το πρόγραμμα PEPP έχει ορίζοντα λήξης – με βάση τις μέχρι στιγμής ανακοινώσεις – τον Ιούνιο του 2022. Μέχρι τότε λοιπόν δεν υπάρχει πρόβλημα.
Πότε θα προκύψει το πρόβλημα
Αλλά στη συνέχεια μπορεί να προκύψει, αν π.χ. μέσα στον επόμενο 1.5 χρόνο δεν έχουμε νέες αναβαθμίσεις των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου ώστε να γίνουν επενδυτικά χαρτιά όπως τα άλλα κρατικά ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης. Ή αν εκδηλωθεί μια νέα, έστω και μίνι, κρίση χρέους στα κρατικά ομόλογα των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου, επειδή οι αγορές θα αποφασίσουν ότι μετά την πανδημία, η υπερχρέωση π.χ. της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας, ξεπέρασε κάθε όριο, οπότε καταλήξουμε σε δραματικές αυξήσεις επιτοκίων δανεισμού για τις χώρες αυτές – σενάριο που εκτιμά ως πιθανό το ΔΝΤ.
Ακόμη όμως κι αν δεν υλοποιηθεί αυτό το χειρότερο από όλα τα δυνατά σενάρια, το πρόβλημα που σχεδόν σίγουρα μας περιμένει στη γωνία θα είναι η άρνηση του ESM, ως θεσμού που κατέχει το ελληνικό χρέος σε κάθε αίτημα για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων που η Ελλάδα θα κληθεί να βγάζει κάθε χρόνο, από το 2022 ή το 2023, όταν τέλος πάντων επανέλθουν οι ρήτρες του Συμφώνου Σταθερότητας. Μια προοπτική που δυστυχώς συνεπάγεται την καθήλωση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας στα σημερινά αναιμικά επίπεδα για καμιά 20αριά χρόνια τουλάχιστον.