Σειρά προτάσεων για αλλαγή της πολιτικής φαρμάκου περιλαμβάνονται σε έκθεση του ΣΕΒ για την συγκεκριμένη αγορά, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με αυτή, οι πολιτικές εξυγίανσης και μεταρρύθμισης της πολιτικής υγείας που υλοποιήθηκαν στα χρόνια της κρίσης, δεν έχουν θεραπεύσει δομικές αναποτελεσματικότητες του συστήματος υγείας.
Όπως αναφέρει:
«Η πρακτική της τελευταίας 7ετίας να υιοθετούνται μαζικά οριζόντια δημοσιονομικά μέτρα δυστυχώς υποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό τις πραγματικές μεταρρυθμίσεις για τη θεραπεία δομικών προβλημάτων στο σύνολο της οικονομίας και δημόσιας διοίκησης. Ειδικά στο πεδίο της υγείας, η επιλογή οριζόντιων μέτρων αντί μιας συνεκτικής και ολοκληρωμένης πολιτικής συντηρεί ακόμη και σήμερα σημαντικές δομικές στρεβλώσεις που διατηρούνται στο ακέραιο, με αποτέλεσμα οι αρνητικές επιπτώσεις τόσο για τους πλέον αδύνατους όσο και για την εγχώρια αγορά να είναι αμείλικτες. Το κράτος, μέσω της πολιτικής δημόσιας υγείας αλλά και μέσω του τρόπου με τον οποίο ασκεί τον εποπτικό ρόλο στην ιδιωτική αγορά που συμπληρώνει τη δημόσια υγεία, έχει συνεισφέρει στην ανάπτυξη και εδραίωση αυτών των δομικών στρεβλώσεων.»
Ο ΣΕΒ συνεχίζει, ασκώντας κριτική στην ακολουθούμενη πολιτική, συμπληρώνοντας τους τρόπους με τους οποίους θα μειωθεί η υπερυνταγογράφηση, σημειώνοντας πως ετησίως χορηγούνται σχεδόν 70 εκατομμύρια συνταγές.
«Η σημερινή κατάσταση πλήττει την υγιή επιχειρηματικότητα, όπως την εγχώρια παραγωγή φαρμάκων, χωρίς όμως να εξασφαλίζει, ούτε στέρεα δημοσιονομικά οφέλη, ούτε, κυρίως, καλύτερες υπηρεσίες υγείας στους ασθενείς. Η αντιμετώπιση της υπερσυνταγογράφησης αντιβιοτικών, η συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης μέσω στροφής σε γενόσημα τα οποία θα τιμολογούνται εύλογα, η αλλαγή της δομής κινήτρων σε ιατρούς, φαρμακεία και φαρμακαποθήκες, για να ενθαρρυνθεί η προώθηση πιο οικονομικών θεραπειών όπου είναι κατάλληλες, η τήρηση της αυστηρής χορήγησης φαρμάκων με συνταγή, όπως αντιβιοτικών, η εφαρμογή αυστηρών θεραπευτικών πρωτοκόλλων, μητρώων ασθενών, ανάλυσης των ηλεκτρονικών δεδομένων και η ενίσχυση της ικανότητας του κράτους να λειτουργεί με επιτροπές διαπραγμάτευσης και να αξιολογεί τον ίδιο το βαθμό καινοτομίας των θεραπειών αποτελούν ενδεικτικές μόνο παραμέτρους του συστήματος που θα βελτιωθούν εφόσον συνολικά αναβαθμιστεί η ποιότητα της λειτουργίας του κράτους, ως φορέα παροχής υπηρεσιών και ως επόπτη. Μόνο έτσι θα μπορέσει να συγκρατηθεί η υπερσυνταγογράφηση (σήμερα στην Ελλάδα των 10,5 εκατ. κατοίκων χορηγούνται σχεδόν 70 εκατ. συνταγές ετησίως) και να εξασφαλιστεί μια ισορροπία ανάμεσα στην κάλυψη των αναγκών θεραπείας, την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και την αναγκαία ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς φαρμάκου.»
Επιπλέον, εθνικές και διεθνείς μελέτες καταγράφουν τα τελευταία χρόνια τάσεις χειροτέρευσης σημαντικών παραμέτρων που άπτονται της υγειονομικής περίθαλψης του πληθυσμού της χώρας, ενώ πρόσφατη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει ένα ποσοστό 12-14% του πληθυσμού που δεν έχει τη δυνατότητα πρόσβασης σε αναγκαία ιατρική φροντίδα ή φάρμακα που χρειάζεται, καθώς και μείωση των επισκέψεων σε οδοντίατρους την περίοδο 2009-14.
Κατά τον ΣΕΒ, η μείωση των τιμών με τις οποίες αποζημιώνεται ο παραγωγός ή εισαγωγέας ωθεί την κατανάλωση σε ακριβότερα φάρμακα, ακόμα και όταν αυτό ιατρικά δεν είναι απαραίτητο, επειδή η πώληση ενός ακριβότερου φαρμάκου (πχ. 5 ευρώ η συσκευασία) αντί ενός οικονομικότερου (πχ. 2,5 ευρώ η συσκευασία) αποφέρει, σε ευρώ, υψηλότερα έσοδα στο φαρμακείο και τη φαρμακαποθήκη.
Στην έκθεση επισημαίνεται ακόμη, ότι «σε όλες τις άλλες χώρες η ηλεκτρονική συνταγογράφηση και μάλιστα με βάση τη δραστική ουσία, έχει οδηγήσει σε μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και αύξηση του μεριδίου των γενοσήμων, τα οποία είναι κατάλληλα για τις πιο απλές θεραπείες, αφήνοντας τα καινοτόμα και πιο εξειδικευμένα φάρμακα ως δεύτερη γραμμή θεραπείας όπου απαιτείται. Όμως, στην Ελλάδα, η άτακτη, χωρίς εσωτερική συνοχή και προσαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα, εφαρμογή διεθνών βέλτιστων πρακτικών, έχει οδηγήσει σε εντελώς αντίθετα αποτελέσματα».