Τι φέρνει η νέα ΚΑΠ για αγρότες, κτηνοτρόφους, καταναλωτές

Τι φέρνει η νέα ΚΑΠ για αγρότες, κτηνοτρόφους, καταναλωτές

Η μετάβαση στη νέα ΚΑΠ, σε πρώτο επίπεδο για το 2023, λόγω της κυβερνητικής ολιγωρίας στον έγκαιρο διορισμό ανάδοχου τεχνικού συμβούλου, θα προκαλέσει ασυνήθιστα μεγάλες καθυστερήσεις στις πληρωμές των παραγωγών. Καθώς όμως οι αγρότες πρέπει να πληρώσουν το ρεύμα, τον γεωπόνο και το πετρέλαιο, το 2023 προμηνύεται πολύ δύσκολη χρονιά για τους παραγωγούς, που θα οδηγήσει σε αύξηση της εξάρτησής τους από τις τράπεζες και την κάρτα του αγρότη με 6,5% επιτόκιο.

Μείζων κίνδυνος από το νέο πλαίσιο προκύπτει, συν τοις άλλοις, για την ορεινή ποιμενική κτηνοτροφία, ιδίως αν δεν αλλάξει η πρόβλεψη ώστε να επιστρέψουν η αρμοδιότητα και το κόστος για τη σύνταξη των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης από τους μεμονωμένους κτηνοτρόφους παραγωγούς στις περιφέρειες ή στους δήμους. Τα διαχειριστικά σχέδια βόσκησης είναι ένα μέτρο περιβαλλοντικού χαρακτήρα που αποβλέπει στη δημιουργία ισορροπίας ανάμεσα στα ζώα που βόσκουν και την ικανότητα μιας έκτασης να τα θρέψει, ώστε να μην ερημώνουν οι βοσκότοποι. Από τη στιγμή όμως που τα περισσότερα βοσκοτόπια είναι δημοτικά και οι κτηνοτρόφοι τα νοικιάζουν, ενώ όπως έχει καταγγείλει ο τομεάρχης Αγροτικής Ανάπτυξης του ΣΥΡΙΖΑ Στ. Αραχωβίτης η κυβέρνηση έχει χρηματοδοτήσει πλουσιοπάροχα τις «γαλάζιες» περιφέρειες για να συντάξουν τα σχέδια και αυτές δεν ολοκλήρωσαν τη δουλειά, το εύλογο είναι να παραμείνουν η υποχρέωση και το κόστος στις περιφέρειες ή στους δήμους και να μην επιβαρύνουν ξαφνικά τους κτηνοτρόφους, που έτσι κι αλλιώς πιέζονται από τις αυξήσεις στο κόστος παραγωγής, και προκειμένου να αναστείλουν τη βόσκηση σε ένα αδύναμο βοσκοτόπι πρέπει να αγοράσουν ζωοτροφές στις τρέχουσες υψηλές τιμές της αγοράς που δεν καλύπτονται από τις αποζημιώσεις του ΠΑΑ 2023-27 οι οποίες, όπως αναφέρουν σύλλογοι παραγωγών, έχουν υπολογιστεί με τις τιμές του 2020.

Απώλειες από τη νέα ΚΑΠ θα έχουν επίσης οι πολύ μικροί παραγωγοί, που θα χάσουν την αναδιανεμητική ενίσχυση. Οπως όμως διευκρίνισε ο Δημ. Μπιλάλης, οι πολύ μικρές εκμεταλλεύσεις έτσι κι αλλιώς δεν είναι βιώσιμες καθώς η μεγάλη κατάτμηση του αγροτικού κλήρου αποτελεί ειδικό πρόβλημα της Ελλάδας, αφού παρά τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, οι πολιτικοί φοβήθηκαν να τρέξουν προγράμματα αναδασμού.

Τα σοβαρά θέματα

Σοβαρό πρόβλημα, καθώς αναμένεται να οδηγήσει σε συρρίκνωση σημαντικές παραδοσιακές ελληνικές καλλιέργειες όπως η σταφίδα και το σταφύλι, ο καπνός και το βαμβάκι, είναι η μεγάλη μείωση των επιδοτήσεων στις συγκεκριμένες καλλιέργειες, που ωστόσο έρχεται ως αποτέλεσμα εθνικής κυβερνητικής επιλογής και όχι της αλλαγής της ΚΑΠ. Ιστορικά λανθασμένη

επιλογή είναι η μείωση των επιδοτήσεων στον καπνό και στο βαμβάκι που είναι βιομηχανικά φυτά, στηρίζουν εργοστάσια και εξαγωγές και αυξάνουν την εγχώρια προστιθέμενη αξία. Αλλά και η μείωση των επιδοτήσεων στα βοοειδή, που θα δώσει το τελειωτικό πλήγμα σε έναν πολύ ταλαιπωρημένο κατά την τελευταία τριετία παραγωγικό κλάδο, καθώς έρχεται έπειτα από ένα κακό 2022, κατά το οποίο οι αγελαδοτρόφοι έσφαξαν κοπάδια που αδυνατούσαν να θρέψουν λόγω της αύξησης του κόστους ενέργειας και ζωοτροφών, και σε μια συγκυρία κατά την οποία η γαλακτοπαραγωγός αγελαδοτροφία πιέζεται από τη βιομηχανία που μειώνει τις τιμές παραγωγού στο γάλα.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα της νέας ΚΑΠ, ωστόσο, μας είπε ο καθηγητής του Γεωπονικού, είναι η ίδια η μετάβαση των αγροτών σε μια πιο πράσινη γεωργία. «Πράσινη γεωργία σημαίνει πως ό,τι κάνουμε πρέπει να είναι φιλικό στο περιβάλλον και για να γίνει αυτό απαιτείται αλλαγή κουλτούρας, το πέρασμα από το χύμα στο κύμα και “ρίχνω ό,τι λίπασμα μου πει ο γεωπόνος” σε κάτι πιο συνεργατικό και συνειδητό. Αυτή η μετάβαση είναι δύσκολο να γίνει και επειδή οι αγρότες μας είναι μεγάλης ηλικίας αλλά και επειδή δεν βοηθά το ελληνικό κράτος. Αυτήν τη στιγμή η υποστήριξη του αγρότη γίνεται μόνο από γεωπόνους, που όσο συνειδητοί κι αν είναι, βάζουν υποχρεωτικά μπροστά και το εμπορικό συμφέρον» τονίζει ο Δημ. Μπιλάλης.

«Ουσιαστικά χρειαζόμαστε νέα εργαλεία. Πρέπει το υπουργείο να απεγκλωβιστεί από την αποκλειστική υπηρέτηση της ΚΑΠ και να έρθει πιο κοντά στον αγρότη, να τον εκπαιδεύσει στην κλιματική αλλαγή, να φτιάξει ένα εθνικό σύστημα προστασίας κι έναν εθνικό χάρτη ρίσκου καλλιεργειών, να δημιουργήσει κέντρα αγροτικής υποστήριξης, αγροτικά hubs». Ολα αυτά, όσο δύσκολα κι αν είναι, πρέπει να γίνουν, επιμένει, γιατί η νέα ΚΑΠ ορίζει ότι ως το 2027 το 25% της παραγωγής κάθε χώρας πρέπει να είναι βιολογικής γεωργίας. Αν δεν το καταφέρουμε, μπορεί απλώς από το 2027 να αρχίσουν να μας κόβουν χρήματα.

Ακριβότερα στο ράφι

Σε ό,τι αφορά τον καταναλωτή, τέλος, μας λέει ο καθηγητής, είναι σίγουρο ότι καταρχήν θα πληρώσει αυξημένες τιμές στα αγροτικά προϊόντα, γιατί η μετάβαση των συμβατικών προϊόντων σε μια πιο «πράσινη» γεωργία είναι κάτι νέο κι όταν δεν ξέρεις κάτι αυξάνεις το κόστος παραγωγής, αλλά και επειδή η τάση αυξάνει τις ανάγκες πιστοποίησης και στα συμβατικά προϊόντα, άρα οδηγεί σε αύξηση κόστους. Οπότε το θέμα είναι πια πώς συγκρατούμε τα κόστη διασφαλίζοντας και την ποιότητα των προϊόντων για να έχει ανθεκτικότητα η ελληνική αγροτική παραγωγή, προσθέτει. Εδώ η λύση βρίσκεται στις μικρές αλυσίδες εμπορίας, στα πρότυπα της δεκαετίας του ’60, όταν κάθε μεσαία πόλη είχε τη δική της λαχαναγορά. Ή εναλλακτικά στη σημερινή εποχή αντί να έχεις μόνο τη Βαρβάκειο, δημιουργείς μόνιμες χτιστές αγορές γεωργικών προϊόντων. Αυτό γίνεται εύκολα αν θέλεις. Επιλέγεις μεγάλα εγκαταλειμμένα κτίρια σε κεντρικά σημεία της Αττικής, τα ανακατασκευάζεις με λίγα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης και αντί να έχεις κυλιόμενες λαϊκές, έχεις μόνιμες αγορές αγροτικών προϊόντων, όπως κάνουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες, π.χ. η Γερμανία και η Πολωνία. Ή νομοθετείς το λεγόμενο farm market που έχει η Γαλλία, όπου όσοι έχουν π.χ. βιολογικό αγρόκτημα μπορούν δύο φορές την εβδομάδα να δέχονται τους καταναλωτές και να τους πουλάνε απευθείας. Το ουσιαστικό για τους παραγωγούς είναι να μην πουλάνε στον χονδρέμπορο αλλά στον καταναλωτή, ώστε οι τιμές μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή να γίνονται πιο γραμμικές. Αλλά αυτό δεν το θέλουν οι μεγάλες αλυσίδες, τα σουπερμάρκετ που μαζεύουν όλο τον τζίρο και όλα τα κέρδη, καταλήγει ο καθηγητής του Γεωπονικού.

Documento Newsletter