Παρά τη θεατρική δομή του all time classic φιλμ, μέσα από το οποίο γνωρίσαμε τη νουβέλα του Χένρι Φάρελ «Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν», κάθε απόπειρα μεταφοράς του φαίνεται πως θα παραμένει στη σκιά του.
Το αθηναϊκό, ως το πρώτο θεατρικό ανέβασμα του έργου (αφού τα θεατρικά δικαιώματά του απελευθερώθηκαν μόλις πριν από πέντε μήνες) παρέμεινε υποταγμένο στο παρελθόν της κινηματογραφικής μυθολογίας, χωρίς να δημιουργεί μια κάποια σκηνική ταυτότητα, επενδύοντας μόνο στις ερμηνείες ενός σπουδαίου ερμηνευτικού διδύμου.
Η Μπέιμπι Τζέιν Χάντσον της Ρούλας Πατεράκη και η Μπλανς Χάντσον της Ρένης Πιττακή είναι δύο σημαντικοί λόγοι για να παρακολουθήσει κανείς τη μεταφορά του ασπρόμαυρου φιλμ του 1962 όπως ανεβαίνει στη σκηνή της Σφενδόνης. Το μίσος που ενώνει δυο αδερφές, πεπερασμένες σταρ του παλιού Χόλυγουντ ‒η μία πάλαι ποτέ παιδί-θαύμα με δικό της σόου και η άλλη ντίβα του αμερικανικού μελοδράματος μα παροπλισμένη εξαιτίας ενός αυτοκινητικού ατυχήματος‒, θεριεύει όταν πια δεν έχουν τίποτε παραπάνω να μοιραστούν από την καλλιτεχνική απραξία και την ανωνυμία μιας έπαυλης, καθώς και τον τυφλό ανταγωνισμό της νιότης τους. Η σχέση τους εστιάζει στα καθημερινά σαδιστικά βασανιστήρια της μικρότερης Μπέιμπι Τζέιν προς την ανυπεράσπιστη Μπλανς, μέχρι τη στιγμή που η συμπεριφορά της πρώτης εκτροχιάζεται επικίνδυνα, αφού αποφασίζει να αναβιώσει τα νούμερα που λάνσαρε όταν ήταν χαριτωμένο κοριτσάκι.
Αυτό το δαιμονικό δραματουργικό μοτίβο που θεμελίωσε σε θρύλο το κινηματογραφικό ντουέτο της Μπέτι Ντέιβις και της Τζόαν Κρόφορντ (λέγεται πως η μία έτρεφε εξίσου πληθωρικά αισθήματα μίσους για την άλλη) είναι και η κινητήριος δύναμη ανάμεσα σε δύο θηρία της ελληνικής σκηνής, τη Ρούλα Πατεράκη και τη Ρένη Πιττακή. Η μεν πρώτη εξαφανισμένη κάτω από στρώσεις μέικ-απ να περιφέρεται σαν μια μεσόκοπη κουκλίτσα με χρυσές μπούκλες και εξάρσεις αξιαγάπητης αθωότητας («Μπέιμπι Τζέιν, το παιδί-θαύμα, με θυμάστε ε;») και την ίδια στιγμή να μεταμορφώνεται σε αιμοβόρα ύαινα. Η δε δεύτερη, καθηλωμένη στο αναπηρικό καροτσάκι, να διοχετεύει όλη την ενέργειά της σε μια απαράμιλλη εκφραστικότητα τρόμου που παραπέμπει πράγματι σε χολιγουντιανά αριστουργήματα. Στην ισορροπία που οι δυο ηθοποιοί δημιουργούν μεταξύ τους οφείλεται και το υφολογικό πέρασμα του έργου από μαύρη κωμωδία σε ψυχολογικό θρίλερ και τελικά στην κορύφωσή του ως υπαρξιακό δράμα που στηλιτεύει το ψυχολογικό φορτίο μιας λαμπερής καριέρας, το τίμημα της δόξας και ακολούθως τη ματαίωση της αφάνειας. Αξιοπρεπείς, παρά την αποσπασματικότητά τους, είναι και οι συμπληρωματικές ερμηνείες των Στέλλα Γκίκα, Πηνελόπης Μαρκοπούλου και Αλέξιου Διαμαντή.
Η σχέση των δυο αδελφών εστιάζεται στα σαδιστικά βασανιστήρια της μικρότερης Μπέιμπι Τζέιν προς την ανυπεράσπιστη Μπλανς
Σε αυτό το πληθωρικό υλικό η σκηνοθετική συνεισφορά εμφανίζεται φτωχή. Με σοβαρότερο μειονέκτημα της παράστασης την προβληματική ρυθμολογία και την κινησιολογική φλυαρία, η σκηνοθετική καθοδήγηση του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη μοιάζει να περιορίζεται στις έντιμες προθέσεις. Παρότι εξασφαλίζει κάποιες ενδιαφέρουσες ατμόσφαιρες (φωτισμοί Μελίνα Μάσχα, μουσική Γιάννης Χριστοδουλόπουλος) και εισάγει στοιχεία κινηματογράφησης εντός της θεατρικής αφήγησης, αφήνει την παράσταση να πλατειάσει και να αναλωθεί σε περιττές επαναλήψεις. Μερίδιο ευθύνης σε αυτή την άστοχη λειτουργία φέρει και η δημιουργία δύο σκηνικών επιπέδων (σκηνογραφία Απόλλωνα Παπαθεοχάρη και Μαίρης Τσαγκάρη) που εξορίζει την μία από την άλλη ηρωίδα, δηλαδή τη μία από την άλλη ερμηνεία, προκαλώντας ένα τεχνητό χάσμα επικοινωνίας.
Οι σκηνικοί κώδικες «εκδικήθηκαν» την πιστή αποτύπωση της ταινίας του Ρόμπερτ Ολντριτζ, μιας ιστορίας που εκτός από την εγγενή της ακρότητα και τη φήμη που τη συνόδευε φαίνεται πως χρειαζόταν έναν δικό της κόσμο για να αναβιώσει.