Σε ένα ατέλειωτο επικοινωνιακό παιχνίδι εντυπώσεων και αλλαγής πολιτικής ατζέντας έχει επιδοθεί η κυβέρνηση και συγκεκριμένα το Υπουργείο Πολιτισμού, μπας και ξεχάσουμε τις πομπές του.
Τις τελευταίες ημέρες τα παπαγαλάκια λιβανίζουν ολημερίς το «θραύσμα Fagan» που υποτίθεται η Νέα Δημοκρατία εξασφάλισε την μόνιμη επιστροφή του. Τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει και έρχεται η ανακοίνωση από τον Σύλλογο Αρχαιολόγων να τους διαψεύσει.
Να ξεκαθαρίσουμε πως δεν είναι η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο θραύσμα εκτίθεται στο Μουσείο Ακρόπολης. Είχε φιλοξενηθεί ξανά το 2008-9, με διετή δανεισμό. Ούτε και η κυβέρνηση είναι η πρώτη φορά –και σίγουρα, όχι, η τελευταία- που εκτίθεται. Έχουν βαλθεί να μας κάνουν να ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε, αλλά αυτό δεν πρόκειται να γίνει.
Μπορεί η πρόθεση των υπευθύνων του Μουσείο Salinas του Παλέρμο και των σικελικών αρχών να αποτελούσαν έναν καλό μπούσουλα για μελλοντικές συζητήσεις όσον αφορά την επιστροφή και επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα, αν δεν τις ακύρωνε ο Πρωθυπουργός και η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Το καλοκαίρι του 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης με δηλώσεις του αναγνώρισε την κυριότητα του Βρετανικού Μουσείου, λέγοντας πως «η ελληνική κυβέρνηση για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1980 φαίνεται να εγκαταλείπει οριστικά το αίτημα της επανένωσης των αρχιτεκτονικών γλυπτών που αποσπάστηκαν βίαια από τον Παρθενώνα, και εισάγει πλέον (έστω και μετωνυμικά) το αίτημα για «δανεισμό και ανταλλαγή» των γλυπτών με το Βρετανικό Μουσείο». Αυτό, που μόνο αθώα αστοχία δεν την λες ξέπλυνε στην κολυμπήθρα της Νέας Δημοκρατίας την αρπαγή των γλυπτών του Παρθενώνα, από τον Έλγιν.
Τώρα, ο Πρωθυπουργός και η Λίνα Μενδώνη περιφέρουν το «θραύσμα Fagan» και διαφημίζουν τον δανεισμό 4+4, σαν νύφη στο παζάρι που ψάχνει γαμπρό να πουληθεί όσο όσο. Μόνο, που εντέχνως, τόσο οι κυβερνητικές δηλώσεις όσο και τα Δελτία Τύπου του ΥΠΠΟΑ, κρύβουν την πιθανή και επικρατέστερη εκδοχή πως ο ίδιος ο Έλγιν το «χάρισε» στον προσωπικό του φίλο R. Fagan στο ταξίδι του από την Αθήνα στο Λονδίνο. Είναι έγκλημα αυτό που κάνει η κυβέρνηση, γιατί στην ουσία αποδέχεται την νόμιμη «κυριότητα» της «συλλογής Έλγιν» και υπονομεύει τα συμφέροντα της χώρας μας θέτοντας ζήτημα κυριαρχίας. Δεν μπορεί για τα πολιτικά του παιχνίδια ο Πρωθυπουργός να εργαλειοποιεί όποτε θέλει ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, που σχετίζεται με τη πολιτιστική κληρονομιά. Το ίδιο είχε συμβεί και το 2014 με την εμπλοκή του νομικού γραφείου της Αμάλ Αλαμουντί.
Ακόμα, μία απόδειξη ότι ψεύδεται η κυβέρνηση είναι πως παρά όσα υποστήριξε η Λίνα Μενδώνη στην ελληνική Βουλή, όταν εισηγήθηκε την αλλαγή της ελληνικής νομοθεσίας ώστε να επιτρέπεται η εξαγωγή αρχαιοτήτων κυριότητας του ελληνικού κράτους για 25+25 έτη (Νόμος 4761/2020), η ιταλική νομοθεσία επιτρέπει την εξαγωγή αρχαιοτήτων από το έδαφος της Ιταλίας για 4 έτη, με δυνατότητα παράτασης για άλλα 4 έτη. Είναι ψέμα να κάνουν λόγο για «δανεισμό». Στην ουσία έχουμε «αντί-δάνειο» καθώς το Μουσείο Ακρόπολης αποστέλλει δύο ευρήματα για να εκτεθούν στο Μουσείο του Παλέρμο για ίσο χρόνο (4+4 έτη), σύμφωνα με την σχετική Απόφαση του ΥΠΠΟΑ. Εδώ τίθεται, ακόμα ένα ζήτημα. Με ποιο δικαίωμα η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποφασίζει να «δανείσει» μοναδικά εκθέματα των ελληνικών Μουσείων. Ο νόμος Ν. 3028/2002, (άρθρο 7) αναφέρεται ξεκάθαρα ότι οι αρχαιότητες είναι πράγματα εκτός συναλλαγής.
Η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας οφείλει να σεβαστεί τις διεθνής συμβάσεις προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, μιας και η αναγνώριση τους αποτελεί βασικό υπερασπιστικό χαρτί στις διαπραγματεύσεις για επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα.
Η συμπεριφορά της Λίνας Μενδώνη μας έχει αποδείξει πως μόνο εμπιστοσύνη δεν μπορούμε να της έχουμε. Να θυμίσουμε την στάση της στις βυζαντινές αρχαιότητες του Σταθμού Βενιζέλου/Μετρό Θεσσαλονίκης, αλλά και στο ίδιο το μνημείο της Ακρόπολης, με τις διαστρώσεις από σκυρόδεμα.
Αρκετά με τα ψέματα και τις ανήθικες θριαμβολογίες της Νέας Δημοκρατίας, που μας εκθέτουν στα μάτια της διεθνής κοινότητας και των φορέων προστασίας των μνημείων. Η πολιτιστική κληρονομιά τη Ελλάδας δεν είναι τσιφλίκι τους να το διαχειρίζονται, σύμφωνα, με τις κομματικές τους σκοπιμότητες και τα συμφέροντα των φίλων τους.