Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και δημιουργός ντοκιμαντέρ μιλάει για τη νέα του δημιουργία «Let me breathe» που σαρώνει τα βραβεία στο εξωτερικό.
Το βραβευµένο ντοκιµαντέρ «Let me breathe» που σκηνοθέτησε ο δηµοσιογράφος Θωµάς Σίδερης φωτίζει τις ιστορίες των «αόρατων» της Αµερικής, οι οποίοι παραµένουν θύµατα του κοινωνικού και οικονοµικού αποκλεισµού και της αστυνοµικής βίας. Με κεντρικό άξονα την εµπειρία της βραβευµένης Αφροαµερικανίδας δηµοσιογράφου Τζόις Ντέιβις, η οποία γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στη Νέα Ορλεάνη, το ντοκιµαντέρ διατρέχει τις ταραχώδεις δεκαετίες του ’50 και του ’60 στον αµερικανικό νότο. Από τη δράση της Κου Κλουξ Κλαν, τους αποκλεισµούς µαθητών από τα σχολεία και την έκρηξη της ριζοσπαστικοποίησης εκείνης της εποχής, η αφήγηση φτάνει στις εν ψυχρώ δολοφονίες από το 2012 και µετά και στο κίνηµα Black Lives Matter που ταρακούνησε τον κόσµο.
Γιατί επιλέξατε τον τίτλο «Let me breathe» για το τελευταίο σας ντοκιµαντέρ;
Ο τίτλος της ταινίας είναι η κραυγή απόγνωσης όσων βρίσκονται στο κοινωνικό περιθώριο, θύµατα της αστυνοµικής βίας και του κοινωνικού και οικονοµικού αποκλεισµού. Γνώρισα την Τζόις Ντέιβις στα γραφεία της εφηµερίδας «The Patriot» στην Πενσιλβάνια. Οταν άρχισε να µου µιλά για την ιστορία της, ένα κορίτσι που µεγαλώνει στον βαθύ αµερικανικό νότο σε ένα συµπαγές ρατσιστικό πλαίσιο, αµέσως κατέκλυσαν το µυαλό µου εικόνες από τη Νέα Ορλεάνη εκείνης της εποχής. Είχα µπροστά µου µια γυναίκα που είχε όλα τα χαρακτηριστικά της Ρόζα Παρκς. Αυτή ήταν η αρχή. Στη συνέχεια η ταινία δοµήθηκε σε ένα λίγο διαφορετικό πλαίσιο διατρέχοντας τα τελευταία 70 χρόνια στις ΗΠΑ.
Με ποιον τρόπο πιστεύετε ότι αποτυπώνονται σήµερα οι όψεις του ρατσισµού στις ΗΠΑ; Σχετίζονται µε τις οικονοµικές ανισότητες και τον κοινωνικό αποκλεισµό ο οποίος εντείνεται το τελευταίο διάστηµα για µεγάλα κοµµάτια της κοινωνίας;
Είναι καίρια ερώτηση. Τον προηγούµενο αιώνα στις ΗΠΑ είχαµε αυστηρά χωροθετηµένα γκέτο. Σήµερα το γκέτο έχει βγει από το χωρικό του πλαίσιο και είναι διάχυτο στον κοινωνικό χώρο. Ηδη από το τελευταίο τέταρτο του προηγούµενου αιώνα στις µεταφορντικές πόλεις της Αµερικής οι αόρατοι άνθρωποι (µαύροι, λατινογενείς, ιθαγενείς κ.ά.) βίωναν τον κοινωνικό διαχωρισµό και τον αποκλεισµό. Η κατάρρευση της Lehman Brothers, ως συµβολικό ορόσηµο, βάθυνε το κοινωνικό ρήγµα και οδήγησε στην ακραία φτώχεια.
Ποια είναι η θέση των «αόρατων» στην Αµερική; Γιατί παραµένουν οι πλέον ευάλωτοι και έκθετοι στη θεσµική βία ακόµη και σήµερα;
Γιατί θεωρούνται ζωές χωρίς καµία αξία, «σκουπίδια» που δεν µπορούν ούτε να ανακυκλωθούν. Πλέον δεν έχει να κάνει µόνο µε το χρώµα, χωρίς όµως σε καµία περίπτωση να θεωρηθεί ότι έχουν λειανθεί τα ισχυρά ρατσιστικά πρότυπα. Απλώς στο µετακαπιταλιστικό µοντέλο ανάπτυξης όποιος δεν µπορεί να καταβάλει φόρους, χρήµατα για κοινωνική ασφάλιση και δανειακές υποχρεώσεις τοποθετείται αυτόµατα στο περιθώριο και παραµένει εκεί εγκλωβισµένος. Το όριο ανάµεσα στην ορατότητα και την αορατότητα είναι ρευστό και ο κοινωνικός αποκλεισµός δεν είναι αόρατη απειλή αλλά πραγµατικότητα σε κάθε επόµενο βήµα.
Το ντοκιµαντέρ πιάνει το νήµα της αφήγησης από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, µια ταραγµένη περίοδο µεγάλων αναταράξεων αλλά και έντονης ριζοσπαστικοποίησης. Ποιο είναι το αποτύπωµα που άφησε αυτή η εποχή; Ποια είναι η παρακαταθήκη που δηµιούργησαν εµβληµατικά πρόσωπα όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και η Αντζελα Ντέιβις;
Εχετε δίκιο. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 αποτυπώνονται ισχυρές κοινωνικές αναταράξεις. Παρατηρείται έντονη ριζοσπαστικοποίηση και είναι χαρακτηριστικό αυτό που λέει η Αντζελα Ντέιβις στην ταινία: «Μεγάλωσα σε µια γειτονιά όπου έσκαγαν βόµβες δίπλα σου και δεν ήξερες αν ο πατέρας σου ή ο αδερφός σου θα ζει µέχρι το βράδυ». Η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αποτελεί συλλογικό τραύµα που δεν έχει επουλωθεί έως σήµερα. Η Αντζελα Ντέιβις µε τις ιδέες και τη συµπεριφορά της ενόχλησε τη συντηρητική αµερικανική κοινωνία, αλλά επιπλέον βοήθησε τα παιδιά των γκέτο να πιστέψουν στον εαυτό τους. Το όραµα του Κινγκ είναι πιο ζωντανό από ποτέ και νοµίζω ότι ήταν ακριβώς αυτό που πυροδότησε το Black Lives Matter από το 2014 και αργότερα.
Πώς πιστεύετε ότι φτάσαµε στο «Ι can’t breathe» του Τζορτζ Φλόιντ, αλλά και στα δεκάδες ορατά και «αόρατα» περιστατικά αστυνοµικής βίας που είχαν προηγηθεί;
Η ταινία κινείται σε δύο παράλληλους αφηγηµατικούς άξονες. Ο ένας καταγράφει και παρουσιάζει τα γεγονότα την περίοδο 1950-70 κυρίως στον αµερικανικό νότο: συγκεντρώσεις της Κου Κλουξ Κλαν, αποκλεισµός µαύρων παιδιών από σχολεία, τροµοκρατική επίθεση στην εκκλησία των Βαπτιστών, δολοφονία Μάρτιν Λούθερ Κινγκ κ.λπ. Ο δεύτερος αφηγηµατικός άξονας αναφέρεται στις δολοφονίες µαύρων από το 2012 και µετά. Οι δύο αυτοί άξονες βρίσκονται σε συνεχή αλληλοδιάδραση και ο συνδετικός κρίκος είναι η αφήγηση της Τζόις Ντέιβις που βλέπει κριτικά και συγκρίνει τις δύο περιόδους. Η Τζόις λέει συχνά στην ταινία ότι τότε αλλά και τώρα το πρόβληµα έχει βαθιά αιτία και ανάγεται στα χρόνια της σκλαβιάς. Ο µαύρος ως σκλάβος είναι βαθιά ριζωµένος στην αµερικανική κοινωνία. Ωστόσο η δολοφονία του Φλόιντ δεν είναι ακόµη µία δολοφονία µαύρου από αστυνοµικούς. Ενας µεγάλος κύκλος αίµατος ανοίγει στις αρχές της προηγούµενης δεκαετίας και παραµένει ακόµη ανοικτός. Στην ταινία εξετάζονται οι κυριότερες δολοφονίες µαύρων από αστυνοµικούς την περίοδο αυτή. Για παράδειγµα οι δολοφονίες των 12χρονου Ταµίρ Ράις στο Κλίβελαντ του Οχάιο και του Μάικ Μπράουν το 2014 στο Φέργκιουσον. Είναι µάλιστα χαρακτηριστική η φράση της µητέρας του Μπράουν που ακούγεται στην ταινία: «Enough is not enough». Το «αρκετά, ως εδώ» δεν είναι τελικά ποτέ αρκετό.
Τα ωµά περιστατικά αστυνοµικής βίας και οι εν ψυχρώ δολοφονίες πολιτών έχουν καταφέρει να δηµιουργήσουν κοινωνικό ρήγµα στις ΗΠΑ; Τι άφησε πίσω του το κίνηµα Black Lives Matter;
Το κίνηµα είναι ενεργό στην αµερικανική κοινωνία, δεν είναι πυροτέχνηµα που έσκασε στον αµερικανικό ουρανό το καλοκαίρι του 2020. Αλλωστε µετρά σχεδόν δέκα χρόνια ζωής. Αυτό που κατάφερε το κίνηµα µε βασικό σύνθηµα το «I can’t breathe» είναι να ενώσει πολλά και διαφορετικά τµήµατα της αµερικανικής κοινωνίας: άνεργους, Λατίνους, οµοφυλόφιλους, κακοποιηµένες γυναίκες. Αυτό που κατέδειξε το κίνηµα είναι ότι οποιοσδήποτε µοιάζει ευάλωτος –όχι απαραίτητα είναι και ευάλωτος– το σύστηµα τον ταπεινώνει, τον περιθωριοποιεί, τον τσακίζει. Πόσο µάλλον όταν δεν είσαι απλώς ευάλωτος αλλά παντελώς ανυπεράσπιστος. Το Black Lives Matter έφερε την αµερικανική κοινωνία αντιµέτωπη τόσο µε τους εφιάλτες της όσο και µε τις ευθύνες της.
Μετά τη βράβευσή του σε διεθνές φεστιβάλ στην πόλη Χάντινγκτον στη Φλόριντα το ντοκιµαντέρ απέσπασε το βραβείο καλύτερου ντοκιµαντέρ στο διεθνές κινηµατογραφικό φεστιβάλ ICAN/HANNA των ΗΠΑ. Πώς θα συνεχιστεί αυτό το ταξίδι;
Η ταινία συνεχίζει το ταξίδι της στη Μόσχα, στο διεθνές κινηµατογραφικό φεστιβάλ ερευνητικού ντοκιµαντέρ, που είναι από τα µεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης. Επίσης, η παραγωγός εταιρεία βρίσκεται σε συζητήσεις µε το Netflix, ενώ ήδη το δίκτυο Cinemoi έχει ενδιαφερθεί να αγοράσει τα δικαιώµατα για τη Βόρεια Αµερική. Για την Ελλάδα δυστυχώς δεν γνωρίζω ακόµη κάτι συγκεκριµένο.