Ο Μάρεϊ Εντελμαν έλεγε ότι «οι άνθρωποι σχετίζονται με τον τρόπο που λεκτικοποιούνται τα πολιτικά γεγονότα, παρά με τα ίδια τα γεγονότα». Και είναι φυσικό γιατί η πολιτική γίνεται ένα φανταχτερό αφήγημα για να πείσει και να επιβάλει κυρίαρχα μοντέλα πολιτικής διαχείρισης.
Ο Μαξιμίλιαν Aλβαρες, καθηγητής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, έγραφε πως «κάθε πολιτικός υποψήφιος έχει τη δική του ιστορία». Και εξηγούσε στους φοιτητές του ότι «αυτές οι ιστορίες είναι δημιουργημένες με μεγάλη προσοχή για να παραγάγουν ένα πολιτικό είδωλο. Μια ομάδα συνεργατών φροντίζει την ιστορία της ζωής του υποψήφιου πολιτικού και τον μεταμορφώνει σε πρωταγωνιστή μιας ευκολονόητης πλοκής. Αυτό σήμερα αποτελεί συνηθισμένη πρακτική. Ετσι όλοι οι πολιτικοί υποψήφιοι δημιουργούν μια δική τους ιστορία».
Και συνεχίζει ο Μαξιμίλιαν Αλβαρες: «Οι λέξεις στον πολιτικό λόγο συνδυάζουν νέες αισθήσεις με παλιές αναμνήσεις, αμφισβητούν τις βεβαιότητές μας, μας προσφέρουν οράματα για το τι θα μπορούσε να συμβεί και πώς θα κατορθώναμε να δούμε τον κόσμο με διαφορετική οπτική από τη δική μας. Οι σκηνοθετημένες αφηγήσεις με τις πλουμιστές λέξεις των πολιτικών μάς επιτρέπουν να φανταστούμε κόσμους που δεν υπάρχουν ακόμη ή να ξαναφανταστούμε αυτούς που υπάρχουν. Αυτή είναι η δύναμη της γλώσσας, βασικό στοιχείο της πολιτιστικής μας ζωής. Εξάλλου ακόμη και μια λέξη τυπωμένη σε μια ανόητη διαφημιστική πινακίδα μπορεί να προκαλέσει ένα συναίσθημα. Αυτό δεν κάνει και η λογοτεχνία; Η λογοτεχνία καταφέρνει απλώς να εκμεταλλευτεί καλύτερα αυτήν τη δύναμη, κάνοντάς την ακόμη πιο αποτελεσματική. Το ίδιο όμως σήμερα κάνει και η πολιτική».
Μια μεγάλη πολιτική αφήγηση δημιουργήθηκε με την πρωθυπουργία του Κυριάκου Μητσοτάκη από το 2019. Μηχανισμοί επικοινωνίας έσπευσαν να θεμελιώσουν την προσωπικότητα του κ. Μητσοτάκη ως μοναδική επιλογή των Ελλήνων πολιτών. Βρήκαν βέβαια έδαφος γιατί ο Ελληνας πολίτης βρισκόταν σε εκείνο το «περίπου» του Αλμπέρ Καμύ. Και εκείνο το «περίπου», έτσι όπως το περιγράφει ο Καμύ στο έργο του η «Πτώση», είναι το στάδιο που μέσα από τη χαλαρότητά του οι πολίτες οδηγούνται στη μιζέρια του «τίποτε» και την εξαφάνιση του «μηδενός».
Και εκεί όπου όλα ήταν ένα απέραντο άλλοθι και μια αναγνωρισμένη δικαιολόγηση και όλα μεταλλάσσονταν σε μια συρταρωτή λογική, δηλαδή εκεί όπου το βίωμα γινόταν εικόνα, η πράξη ρόλος, ο διάλογος θνητή φλυαρία, η επικοινωνία στρατηγική, η εργασία διαπλοκή και η φιλία υπόθεση ενδιαφερόντων με κοινό στόχο, ε τότε υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις για να εμφανιστεί ο μεσσίας της πολιτικής, ο κ. Μητσοτάκης.
Η εμπροσθοφυλακή της πολιτικής διαχείρισης, η αριστοκρατική επιλογή της υπεροχής, έδενε με το όνομα του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και ο πολίτης δεχόταν τις δικαιολογίες των πολιτικών πρακτικών και αποτυχιών της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Δημιουργήθηκαν έτσι ενοποιημένες πρακτικές που προσκυνούσαν οι πολίτες και έδωσαν με την ψυχή τους ένα 41% στη ΝΔ στις βουλευτικές εκλογές του 2023.
Κάτι όμως δεν πήγε καλά με τις αυτοδιοικητικές εκλογές, όχι ότι ξαφνικά ο Ελληνας ψηφοφόρος βρήκε τα κριτήριά του ούτε ότι χειραφετήθηκε από το πουλημένο όνειρο της πολιτικής επιτυχίας του κ. Μητσοτάκη. Σταμάτησε ίσως για λίγο να ελαφρολογεί επάνω στο κατασκευασμένο πολιτικό θέαμα που τροφοδοτούσε μια αισιοδοξία η οποία κάθε φορά που του εμφανιζόταν γινόταν σε χρόνο-ρεκόρ απαισιοδοξία.
Και έτσι ο Ελληνας πολίτης, σαν σπασμένο καράβι σε λάθος πορεία στους ζόφους του ωκεανού, άλλαξε για λίγο την πορεία πλεύσης του. Το πρώτο ήταν να δώσει ένα ηχηρό χαστούκι στην οικογενειοκρατία και επίσης να δείξει την ενόχλησή του στο σύμπλεγμα αναξιοπιστίας – αλαζονείας – εντυπωσιασμού. Βέβαια το στοίχημα για τον Ελληνα πολίτη είναι να βρει την τόλμη του, γιατί η τόλμη ειδικά στην εποχή μας είναι σαν την καμπύλη του χρόνου που προσπαθείς να την ιππεύσεις.
Ο Απόστολος Αποστόλου είναι καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας