Ο καθηγητής Φιλοσοφίας Θεοφάνης Τάσης μιλάει για την ανάγκη να επιστρέφουμε στο παρελθόν και για τον υβριδικό τρόπο ύπαρξης που επιβάλλει η εποχή.
Συναντώ τον Θεοφάνη Τάση στο κέντρο της Αθήνας με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του πιο προσωπικού βιβλίου του μέχρι σήμερα, του «Εν μέση οδώ». Πρόκειται για μια συλλογή αυτοβιογραφικών σύντομων κειμένων στα οποία η φιλοσοφία συνομιλεί με την ποίηση. Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν σε καφέ, πάρκα και αεροδρόμια κατά τη διάρκεια των ταξιδιών που έκανε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια (αυτή την εποχή διδάσκει Σύγχρονη Πρακτική Φιλοσοφία στο Alpen-Adria Universität στην Αυστρία και είναι επισκέπτης καθηγητής στο Universität St. Gallen στην Ελβετία) σε διάφορες πόλεις για να δώσει διαλέξεις σε πανεπιστήμια. Στη συνέχεια τα μοιραζόταν στα social media. Οταν συγκεντρώθηκαν πάνω από εκατό αποφάσισε να τα εκδώσει σε ένα βιβλίο, το οποίο διαφέρει πολύ από εκείνα που περιλαμβάνουν την έρευνά του πάνω στη σχέση πολιτικής, ηθικής και ανθρώπινης αναβάθμισης μέσα από τα οποία τον γνωρίσαμε.
Στα κείμενά σας επιστρέφετε σε ανθρώπους, τόπους και εμπειρίες. Γιατί έχουμε την ανάγκη να κοιτάζουμε το παρελθόν;
Για μένα η πραγματική ουτοπία δεν αφορά την πραγμάτωση μιας ιδέας στο μέλλον. Ακόμη πιο ριζοσπαστική ουτοπία είναι η επιθυμία να ξαναγράψουμε το παρελθόν. Επιστρέφουμε λοιπόν σε αυτό αρκετά συχνά με την επιθυμία να το αλλάξουμε. Στην εποχή μας άλλωστε ευδοκιμεί μια νοσταλγία για παλαιότερες εποχές τις οποίες τείνουμε να εξιδανικεύουμε. Αλλες φορές επιστρέφουμε γιατί θέλουμε να εκλογικεύσουμε την ενδεχόμενη αποτυχία μας. Σε κάθε περίπτωση είναι δύσκολο να αποδράσει κάποιος από τη σκιά του παρελθόντος. Επιστρέφουμε στο πατρικό, σε παλιούς εραστές και φίλους, σε βιβλία και μουσικές. Επιστρέφουμε αναζητώντας τον παλιό εαυτό μας που αν και υπάρχει ακόμη μέσα μας, ίσως να μην είναι όπως θα τον θέλαμε. Αλλες φορές επιστρέφουμε για να κατηγορήσουμε ή να πανηγυρίσουμε τον νέο εαυτό μας. Υπάρχουν πολλοί λόγοι να κοιτάζουμε το παρελθόν. Συνηθίζουμε να το κάνουμε κυρίως όταν είμαστε στη μέση ηλικία.
Πώς επιστρέφουμε σε μια θετική και πώς σε μια αρνητική εμπειρία;
Επιστρέφοντας στη δυσάρεστη εμπειρία έχουμε την ευκαιρία να την αφηγηθούμε εκ των υστέρων στον εαυτό μας με έναν τρόπο διαφορετικό – πράγμα που μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά. Ξαναγυρίζοντας στη χαρούμενη διακινδυνεύουμε με το νέο βλέμμα μας να την απομυθοποιήσουμε. Αν κάπου περάσαμε όμορφα, η εμπειρία αυτή στη φαντασία μας έχει γιγαντωθεί. Το δίλημμά μου είναι αν θα έπρεπε να επισκέπτομαι εκ νέου τόπους όπου ήμουν ευτυχισμένος. Επί 25 χρόνια απέφευγα να ξαναπάω στη Μαδρίτη όπου είχα περάσει εξαιρετικά. Οταν τελικά ξαναπήγα με κατέκλυσε ένα αίσθημα μελαγχολίας. Αυτό συνέβη γιατί αναζητούσα μια περασμένη ευτυχία σε έναν τόπο που όμως είχε αλλάξει τόσο ριζικά ώστε δεν με αναγνώριζα σε αυτόν.
Αναφέρεται στο βιβλίο η ρήση του Σέρεν Κίρκεγκορ «Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι η απώλεια του εαυτού». Πότε συμβαίνει αυτό;
Οταν όσα κάνουμε αποτελούν ως επί το πλείστον μέσο για κάποιο σκοπό, σε σημείο που δεν μπορούμε πλέον να διαχωρίσουμε τον εαυτό μας από τον σκοπό αυτό. Χανόμαστε όμως και στην αντίθετη περίπτωση. Εάν δηλαδή είμαστε ανίκανοι να δούμε πέρα από τον εαυτό μας. Κάπως έτσι ο εαυτός καταρρέει βαρυτικά. Στον εικοστό αιώνα οι άνθρωποι έτειναν να χάνουν τον εαυτό τους αφοσιωμένοι σε ένα ιδανικό έξω από αυτούς: είτε το επαναστατικό ιδεώδες είτε τη θρησκεία. Σήμερα το εκκρεμές της ζωής μάς έχει πάει στο άλλο άκρο.
Τι ρόλο έχουν σε αυτό η τεχνολογία και τα social media;
Βρισκόμαστε σε μια συνθήκη που την ονομάζω εικονιστική, στην οποία οδηγούμαστε σε εξεικόνιση του κοινωνικού χρόνου, των κοινωνικών σχέσεων αλλά και της οικονομίας λόγω της ψηφιοποίησης. Αυτό συνεπάγεται έναν υβριδικό τρόπο ύπαρξης. Υπάρχουμε δηλαδή ως φυσικές ενσώματες υποστάσεις αλλά συγχρόνως και ως ψηφιακές εικόνες, οι οποίες διεκδικούν όχι μόνο κοινωνική αναγνώριση αλλά πρωτίστως αναγνώριση της ίδιας τους της ύπαρξης. Βρισκόμαστε σε μια οικονομία της προσοχής. Η προσοχή γίνεται το σημαντικότερο αγαθό και τη διεκδικούμε πάση θυσία από τους υπολοίπους. Σε αυτό το σημείο το πολιτικό συναντά το υπαρξιακό. Διεκδικούμε την προσοχή των άλλων ακολουθώντας την κοινωνική προσταγή «να είσαι αυθεντικός», διότι έτσι είσαι μοναδικός. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν μπορείς πραγματικά να είσαι αυθεντικός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης διότι όταν αναρτάς κάτι προσδοκάς ανταπόκριση. Αρα καταλήγεις να προσαρμόζεσαι στην εικόνα που έχουν οι άλλοι για σένα. Αυτό οδηγεί σε μια τρομακτική απόσταση μεταξύ του ενσώματου εαυτού και της ψηφιακής εικόνας.
Είναι το «like» των social media αρκετά δυνατό μέσο για να αντιπαλέψει κάποιος το υπαρξιακό του κενό;
Το ζήτημα είναι ότι δεν υπάρχει επιστροφή. Προσπαθούμε να ακτινογραφήσουμε αυτήν τη συνθήκη χρησιμοποιώντας κάποια θεωρητικά εργαλεία. Δεν μπορούμε όμως να βγούμε από αυτήν. Δεν είμαστε απλώς χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, διότι αυτά δεν είναι εργαλεία. Είναι η κοινωνική πραγματικότητα που βιώνουμε. Δεν μπορεί να βγεις από αυτή. Θεωρητικά είναι εφικτό να απέχει κάποιος, αλλά το να επιλέξει κανείς την αφάνεια ή την αορατότητα συνεπάγεται ένα πολύ σημαντικό τίμημα σε οικονομικό επίπεδο και στις διαπροσωπικές σχέσεις και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να το καταβάλουν.
Οι γενιές που μεγαλώνουν με την ψηφιακή τεχνολογία κινδυνεύουν τις επόμενες δεκαετίες να έχουν κυρίως ψηφιακή μνήμη;
Δεν μπορώ να γνωρίζω τι θα γίνει έπειτα από δεκαετίες γιατί είναι ραγδαίος και επιταχυνόμενος ο ρυθμός των αλλαγών. Μπορώ όμως να πω τι συμβαίνει τώρα προεκτείνοντάς το με βάση τη δική μου εμπειρία, που θεωρώ ότι δεν αποκλίνει από τον κοινωνιολογικό μέσο όρο. Διαπιστώνω ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της πρώτης νιότης και της παιδικής ηλικίας προ διαδικτύου και της ύστερης νιότης και της παρούσης ηλικίας. Ανακαλώντας τα φοιτητικά μου χρόνια συνειδητοποιώ ότι έχω ελάχιστες φωτογραφίες. Κι αυτό γιατί όταν βγαίναμε έξω ως φοιτητές δεν είχαμε φωτογραφικές μηχανές μαζί μας. Το ίδιο συμβαίνει με τους περισσότερους φίλους μου. Όσοι γνωρίζω έχουν ελάχιστο υλικό από τη νιότη τους. Σκεφτείτε τώρα τα παιδιά που γεννήθηκαν το 2000 ή το 2010, τα οποία έχουν ψηφιακά καταγεγραμμένη την ύπαρξή τους από το υπερηχογράφημά τους μέχρι σήμερα. Και όχι απλώς ψηφιακά καταγεγραμμένη αλλά ακόμη και δημοσιευμένη με τη μορφή της ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η αυτοκατανόησή τους είναι άλλη συγκριτικά με τη δική μας. Διότι σε εμάς η μνήμη είναι εκείνη που συγκροτεί με τη βοήθεια της φαντασίας το παρελθόν και λόγω της ατέλειάς της προσφέρει ένα ερμηνευτικό εύρος το οποίο είναι επωφελές για τη συγκρότηση ενός εαυτού. Μπορούμε να επαναφηγηθούμε τον εαυτό μας. Αυτό το εύρος είναι περιορισμένο στη γενιά αυτή. Δεν λέω ότι είναι ανύπαρκτο αλλά τα περιθώρια τη μνήμης και της φαντασίας συρρικνώνονται λόγω των βίντεο και των φωτογραφιών από γονείς, φίλους και συγγενείς. Γι αυτό και το εικονιστικό υποκείμενο είναι ένας άλλος ανθρωπότυπος.
INFO
Το βιβλίο «Εν μέση οδώ» του Θεοφάνη Τάση κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός