Θεοδοσία Τσάτσου: Οτι χειρότερο μπορεί να πάθει κάποιος είναι να γίνει σταρ

Θεοδοσία Τσάτσου: Οτι χειρότερο μπορεί να πάθει κάποιος είναι να γίνει σταρ

Μια απρόβλεπτη συζήτηση με την τραγουδίστρια που συνήθως αποφεύγει τις συνεντεύξεις

Η Θεοδοσία Τσάτσου δεν δίνει ποτέ τετ α τετ συνεντεύξεις και προτιμά τις εξ αποστάσεως συνομιλίες. Φοβάται μήπως παρασυρθεί σε συζητήσεις για θέματα που δεν την αφορούν, τη στιγμή που τη σιωπή της τη σπάει μόνο όποτε εκείνη το θελήσει. Όπως τώρα που έκανε δύο παραστάσεις στο αθηναϊκό κλαμπ «Faust» με τη δεύτερη και τελευταία απ’ αυτές προγραμματισμένη για την Πέμπτη 24 Νοεμβρίου. Νιώθω συνήθως αμηχανία στις τηλεφωνικές συνεντεύξεις, με την Τσάτσου όμως δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Φρόντισε η ίδια με την αμεσότητα της και με την ειλικρίνεια της και, παραδόξως, δεν μπορώ να ξέρω αν θα ήταν το ίδιο εξομολογητική σε μία συνάντηση μας. Δηλώνει καλλιτεχνικά ανένταχτη και δεν διστάζει να φανερώνει τις ευρύτερες φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις της, αυτές για τις οποίες δεν ακούς συχνά συναδέλφους της να μιλάνε δημόσια. Η Θεοδοσία Τσάτσου είναι μία εξαιρέσιμη καλλιτέχνιδα, μοναδική θα έλεγα μες την ελληνική μουσική, όσο κι αν η ίδια γέλασε σαν της είπα ότι έχει ήδη χτίσει τον μύθο της. Νομίζω πως τη γνώρισα λίγο καλύτερα και το ίδιο επιθυμώ και για όλους όσοι διαβάσουν τη συνέντευξη της που ακολουθεί ευθύς αμέσως.

Ακούγεται η φωνή της από το τηλέφωνο να λέει «hello»…
Χαίρετε, κυρία Τσάτσου.
Μπορείς να μη με λες «κυρία Τσάτσου»;
Εντάξει, Θεοδοσία, λοιπόν! Γιατί δεν δίνεις συνεντεύξεις από κοντά και προτιμάς τις τηλεφωνικές;
Κοίταξε, Αντώνη, αν γνωρίζεις έστω και λίγα πράγματα για μένα, θα ξέρεις πως δεν απομακρύνομαι από σνομπισμό από τα φώτα της δημοσιότητας. Ενοχλούμαι πάρα πολύ με το ν’ απαντάω σε πράγματα για τον εαυτό μου. Το έχω κάνει πάρα πολλές φορές, όχι τόσες, όσες οι περισσότεροι συνάδελφοί, αλλά δεν τό’χω πολύ καλά. Αισθάνομαι ότι η έκθεση μου φτάνει σ’ ένα κοινωνικοπολιτικό βαθμό ενώ εγώ κάνω μουσική και είμαι άυλη και αόρατη σαν την αναπνοή μου. Κάπου εκεί μπερδεύεται η ύπαρξη μου όταν πρέπει ν’ απαντάω σε πράγματα, τα οποία δεν με νοιάζουν και καθόλου. Είμαι απλά αυτή που είμαι και γουστάρω να μη μιλάω πολύ. Ο Μωυσής (σ.σ. ο μάνατζερ της) μού είπε πως εσύ πάντα κάνεις από κοντά τις συνεντεύξεις σου, αλλά του εξήγησα πως δεν θέλω να φανώ αγενής και αν θέλεις να με κράξεις, να το κάνεις. Δεν θα είσαι ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος.
Κι εγώ ξέρω την ιδιαιτερότητα σου και γι’ αυτό δέχτηκα να μιλήσουμε τηλεφωνικά. Δεν θα σου υποβάλλω κοινωνικοπολιτικά ερωτήματα, ας πούμε ότι θέλω να σε γνωρίσω κι εγώ καλύτερα μαζί με τους αναγνώστες μας.
Δεν τα πάω καλά με τα ΜΜΕ, δεν μου αρέσει η τηλεόραση, δεν μου αρέσει να βγαίνω «live», δεν μου αρέσει να με τραβάνε βίντεο και φωτογραφίες, αλλά όχι τώρα, ποτέ δε μου άρεζε. Δεν αισθάνομαι άνετα.
Να ένας λόγος που μετά τη μεγάλη επιτυχία με το άλμπουμ των Μπλε το 1996, έφυγες από το γκρουπ και άρχισες τη σόλο καριέρα. Ή, μάλλον τη σόλο πορεία, αφού η λέξη «καριέρα» δεν σου ταιριάζει.
(γελάει) Όπως μου έχει πει και ο Γιάννης Νάστας από τους Xaxakes: «Φίλη μου, εμείς οι δυο δεν κάναμε καριέρα». Μα τι καριέρα να έχω κάνει; Μόνο κάποια ελάχιστα πράγματα δικά μου, ενώ δεν έχω ερμηνεύσει μεγάλους συνθέτες. Όλα αυτά τα «όχι» μου κόστισαν αρκετά.
Ήσουν εκ των προτέρων αποφασισμένη για τα «όχι» όταν πρωτομπήκες στη δισκογραφία;
Καταρχάς δεν ήξερα ότι θα έμπαινα στη δισκογραφία. Εγώ ένα τραγούδι τραγούδησα μόνο, το «Νιώθω ενοχές», κάνοντας ένα demo για τον Γιώργο Παπαποστόλου. Εκείνο τον καιρό έφτιαχνα με κάτι φιλαράκια στη Θεσσαλονίκη ένα μπαρ που λεγόταν Bardart απ’ το «Βαρδάρη» και το «art», μέσα στο οποίο θα στήναμε διάφορα καλλιτεχνικά. Αν και πληρώθηκα για το demo του «Νιώθω ενοχές», έκανα πολλά πράγματα, τίποτα επαγγελματικά όμως. Ο κύριος Παπαποστόλου γούσταρε πολύ, ζήτησε να κάνει μια μπάντα με μένα, αλλά εγώ δεν ήθελα κάτι τέτοιο, αφού έστηνα το μαγαζί με σκοπό να ανεβάζουμε διάφορα θεατρικά. Τελικά, όμως, το τραγούδι δόθηκε στον τότε 88.5 της Θεσσαλονίκης και έγινε μεγάλη επιτυχία. Τότε μου την πέσανε τα φιλαράκια και μου είπαν: «Θεοδοσία, τι το τελείωσες το ΚΘΒΕ, τι έκανες θεατρικές σπουδές;» και τους απαντούσα «Ναι, αλλά δεν συνεννοήθηκα να κάνω κάτι τέτοιο στη ζωή μου τελικά». Ένιωθα και πολύ Αυστραλέζα μέσα μου, είχα λίγα χρόνια στην Ελλάδα, δεν μιλούσα και πολύ καλά τα ελληνικά. Ήμουν λίγο χαμένη. Τέλος πάντων, μπήκα στους Μπλε που τότε δεν υπήρχαν καν Μπλε, ήταν μόνο ο Παπαποστόλου και ο Παρώδης ο στιχουργός. Έτσι φτιάχτηκε το σχήμα, αλλά δεν είχα καμία πρόθεση, να το ξέρεις.
Όλα τα κομμάτια του πρώτου άλμπουμ σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. Μπαίνοντας σε κάτι πια που απασχολούσε τα ραδιόφωνα και ακουγόσουν παντού, πώς ένιωσες; Χάρηκες, τρόμαξες, αγχώθηκες;
Φρίκαρα! Φρίκαρα, γιατί μπορεί να σπούδαζα χορό, θέατρο, μουσική και ζωγραφική, όλα αυτά τα «artistic expressions» – με συγχωρείς, μου ξεφεύγουν τα αγγλικά, δεν το κάνω επίτηδες – και ήθελα πάντα να ανέβαινα στη σκηνή. Ο πατέρας μου και η μητέρα μου δεν με άφηναν, τα έκανα όλα κρυφά, περιφερειακά δηλαδή. Ήξερα πως δεν θα έβγαινα ποτέ στη σκηνή, οπότε ήθελα να φτιάξω ένα μαγαζί με σκηνή μήπως ανέβαινα κι έπαιζα κι εγώ για την πάρτη μου. Μέσα σ’ όλη αυτή την αίσθηση, ξέχασα ένα πολύ σημαντικό πράγμα: Τη διασημότητα, που δεν τη συμπεριέλαβα καθόλου στο καρνέ μου. Δεν ξέρω αν με πιστεύεις, αλλά άνθρωποι που με ξέρουν, το πιστεύουν φουλ αυτό! Δεν την εμπεριείχα και όταν συνέβη και η ζωή μου γύρισε ανάποδα στη Θεσσαλονίκη, «κλειδώθηκα» γιατί δεν αισθανόμουν άνετα πια να πηγαίνω σε διάφορους χώρους. Εκεί προσπαθούσα απλά να επιβιώσω. Αυτό. Τίποτα άλλο.
Κατανοητό. Εκεί που είσαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων, το να σε σταματάνε όλοι στο δρόμο, δεν είναι και ότι καλύτερο.
Καθόλου. Ένα απ’ τα χειρότερα πράγματα για τον θνητό είναι η διασημότητα. Ότι χειρότερο μπορεί να πάθει ένας άνθρωπος είναι να γίνει σταρ. Όλοι αστέρια είμαστε ούτως ή άλλως, αλλά εγώ εννοώ αυτό το ψεύτικο που σου φοράνε πάνω απ’ το κεφάλι σου. Χάνεις το μπούσουλα, τον προορισμό σου, γιατί φτάνεις να κινείσαι βάσει των προθέσεων αλλωνών! «Είσαι ψηλή; Πρέπει να κάνεις αυτό! Είσαι ξανθιά; Δεν πρέπει να κάνεις αυτό! Είσαι από την Αυστραλία; Δεν πρέπει να φέρεσαι έτσι»! Μπήκα ξαφνικά σ’ ένα καλούπι – πρότυπο, το οποίο δεν είχε καμία σχέση μαζί μου.
Το πιστεύω, αφού αυτό απέδειξε η συνέπεια σου τα επόμενα χρόνια.
Κι εγώ το πιστεύω ότι το πιστεύεις. Έχω κάνει λίγα λάιβ τα τελευταία 10 – 12 χρόνια στην Αθήνα και σ’ αυτό το πλαίσιο κάνω και τα τωρινά. Αποφάσισα να ξαναρχίζω να εμφανίζομαι σιγά – σιγά.
Απ’ την ώρα που έχεις ένα λάιβ κατά νου μέχρι να πραγματοποιηθεί, πόσος χρόνος περνάει;
Δεν πραγματοποιώ άμεσα ότι σκέφτομαι, ειδικά όταν πρέπει ν’ ασχοληθούν κι άλλοι άνθρωποι. Το να κάνω ένα λάιβ δεν εξαρτάται μόνο απ’ τη δική μου πρόθεση. Δεν ξέρω, ρε Αντώνη, αλλά νομίζω πως αν όλοι μπορούσαν να κάνουν συναυλίες ή θέατρο στην Ελλάδα, αυτό θα κάνανε. Επειδή ζω και στα Εξάρχεια, το τι βλέπω καθημερινά (γέλια).
Η μισή Ελλάδα γράφει ποίηση κι η άλλη μισή τραγουδάει, όπως λένε.
Ακριβώς, οπότε δεν είναι και πολύ εύκολο να παίξουμε, όπως ήταν πριν από κάποια χρόνια. Υπάρχουν πάρα πολλοί καλλιτέχνες και όχι πολλά μαγαζιά, ενώ τα ποσά έχουν πέσει πάρα πολύ. Παίζει κι ο φόβος του κορονοϊού και γενικά η ενέργεια δεν είναι και πάρα πολύ ευχάριστη, εγώ έχω όμως την πολυτέλεια να απομονώνομαι και να συνομιλώ με την ύπαρξη μου, όπως δηλαδή μου γουστάρει. Τραγουδάω και γράφω, άρα έχω την καλώς εννοούμενη υποχρέωση απέναντι σ’ αυτούς, για τους οποίους το κάνω τόσα χρόνια. Ας τους μοιράσω την ενέργεια μου, καλό θα τους κάνει.
Να σου πω, χωρίς παρεξήγηση…
(γέλια) Δεν παρεξηγώ ποτέ. Αν δεν μου κάτσει κάτι καλά, θα σ’ το πω ξεκάθαρα.
Ωραία. Έχεις καταλάβει ότι ερήμην σου έχτισες έναν μύθο γύρω απ’ τ’ όνομα σου;
Όχι, από που να το καταλάβω; Έτσι που είμαι εγώ απομονωμένη και τρέχω από μέρα σε μέρα; Εγώ να σκεφτείς δεν έχω τηλεόραση εδώ και είκοσι χρόνια. Περισσότερο ασχολούμαι με το διαδικτυακό μέρος, γιατί θέλω να το γνωρίσω, όπως το γνωρίζει κι ο κόσμος. Θέλω να ξέρω τι παίζει από μία άποψη, αλλά είμαι αλλού. Κι εκεί που είμαι, είμαι πολύ καλά.
Υπάρχουν οι καλλιτέχνες που χτίζουν το μύθο με το να είναι πάντα στην επικαιρότητα ως τρομερά δημοφιλείς. Κι υπάρχουν κι οι καλλιτέχνες οι ασκητές ή οι αναχωρητές, που χτίζουν κι αυτοί μύθο με τη μοναχικότητα τους.
Κοίταξε, είμαι ένας πνευματικός άνθρωπος, γιατί έχω επίγνωση πια του τι είμαστε ως ουσίες.
Τι είμαστε ως ουσίες;
Είμαστε άυλες αιθερικές αιώνιες αέναες ενεργειακές μάζες που λειτουργούμε σε γλώσσα φωτός, σε δονητικές συχνότητες, ανάλογα με τα συναισθήματα μας και την επιλογή ζωής που κάνουμε μέσα από τις δώδεκα αισθήσεις μας.
Κατά συνέπεια δεν πρέπει να μας απασχολεί ο βιολογικός θάνατος.
Ακριβώς. Όταν προσπάθησα να ξεπεράσω τα θρησκευτικά πρότυπα, με τα οποία με μεγάλωσε η μάνα μου και που ποτέ δεν μπόρεσα να τα αντέξω, αλλά τα ανέχτηκα, άρχισα να διαβάζω πριν από μερικά χρόνια την Παλαιά Διαθήκη. Ήθελα να δω τη δύναμη αυτού του βιβλίου, ήθελα να διαβάσω κι αυτό μετά από τόσα που είχα διαβάσει. Συνειδητοποίησα πως όλα αυτά που λέγονται εκεί μέσα είναι αλήθειες, οι οποίες έφτιαξαν αυτόν τον πλανήτη. Μία αλήθεια που υφίσταται εκεί μέσα είναι ότι δεν υπάρχει θάνατος. Ο θάνατος είναι το Ευαγγέλιο ενός φτωχού νοητικά ανθρώπου. Όταν ένας άνθρωπος συνδέεται με το πνεύμα του και την ψυχή του, χωρίς να ταυτίζεται με κανέναν Βούδα, κανέναν Χριστό, κανέναν άγιο, κανέναν παπά, αυτό είμαστε! Βιολογικά θέλεις να σ’ το αποδείξω, φυσικά, μαθηματικά; Με όλους τους δυνατούς τρόπους, αυτό είμαστε. Και δεν το ζει κανείς! Και η χειρότερη ειρωνεία είναι ότι όλο αυτό το υπέροχο γεννήθηκε στον τόπο αυτό. Εάν υπήρχε τρόπος να διδαχτεί σωστά στα σχολεία, σήμερα δεν θα υπήρχε ο Έλληνας, όπως υπάρχει. Με τον κώδικα «Ελληνάρας, βολεψέ, παρτάκιας», με οτιδήποτε άλλο γράφει σήμερα στον Έλληνα. Η Ελλάδα μας είναι «huge», αλλά τη ζουν μόνο ως «πολίτες».
Είναι στιγμές που ασφυκτιάς ανάμεσα στους «πολίτες» αυτούς;
(γέλια) Μα, είσαι καλά; Και βέβαια ασφυκτιώ και είμαι και πολύ ευαίσθητη, μα και πολύ συναισθηματική τσούλα, λόγω του ότι τραγουδάω. Διακρίνει μία συναισθηματική τσουλίαση εμάς τις τραγουδίστριες. Μπορεί να θυμώνω, να θλίβομαι, να λυπάμαι, να κλείνομαι στον εαυτό μου και να κατεβάζω τα παντζούρια για μια βδομάδα ώστε να πω «Πάρε δύναμη τώρα και τελείωσε το». Δεν γίνεται, δεν είμαι άνθρωπος αν δεν το ζήσω. Όταν όμως το υπερβώ, τότε αντιλαμβάνομαι ποιος, τι, ποιο είμαι πραγματικά. Χωρίς ταυτότητα, χωρίς προσωπικότητα, χωρίς τίποτα. Εκεί επανέρχομαι, έχω φτάσει πολλές φορές όμως στο χείλος του τέλους. Το λέω χωρίς δράμα! Είναι πολύ δύσκολη η ζωή μου από μικρό παιδί.
Οι γονείς σου ήταν οικονομικοί μετανάστες στην Αυστραλία;
Ναι, αλλά δεν γεννήθηκα εκεί ακριβώς. Έζησα τα πολύ νεανικά μου χρόνια στη Μελβούρνη κι εκεί πήγα πανεπιστήμιο. Μεγάλωσα με τους δύο γονείς μου, αλλά η μητέρα μου ήταν πάρα πολύ θρησκόληπτη μέχρι αηδίας όμως! Μετρούσε τα πάντα με τον σταυρό, τα πάντα όμως, κι εγώ κι η αδερφή μου περνούσαμε πάρα πολύ δύσκολα. Χρειάστηκε να πω πάρα πολλά ψέματα μεγαλώνοντας, γιατί – ξέρεις τώρα – το Ελληνάκι στην Αυστραλία ήταν πολύ προστατευμένο. Ακόμη και το ότι τραγούδησα με τους Μπλε, ούτε καν το ήξεραν.
Τόσο πολύ;
Το «Τσατσαίικο»; Ας γελάσω! Το δικό μου «Τσατσαίικο» δεν υπάρχει, είναι φτωχοί άνθρωποι, αμόρφωτοι που φοβόντουσαν και τη σκιά τους κι όλο αυτό το παίξανε άγρια πάνω στα δυο κορίτσια τους.
Είναι μικρότερη η αδερφή σου;
Μικρότερη. Εγώ την πρόσεχα.
Ο ερχομός στην Ελλάδα ήταν ο απογαλακτισμός, η αποδέσμευση;
Ο ερχομός στην Ελλάδα ήταν κάτι πολύ καλό διότι, πρώτον, ήρθα σ’ ένα μέρος που είχε ήλιο, φως, δεύτερον, στην Ελλάδα τα αγόρια ήταν ενεργά, ενώ στην Αυστραλία κοιμόντουσαν και, τρίτον, βγήκε πραγματικά ο εαυτός μου. Άρχισα να κάνω περισσότερα πράγματα, που δεν θα τα έκανα ποτέ στην Αυστραλία. Η Ελλάδα ήταν το βάπτισμα για μένα.
Θέατρο εδώ σπούδασες;
Στο ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη. Μου άρεσε πάρα πολύ που ήμουν συνεχώς μαθήτρια σε όλα, στην αγγλική φιλολογία, στο Μουσικό Σχολείο και στο θέατρο, διδάσκοντας ταυτόχρονα. Μόνο να είμαι μαθήτρια ήθελα. Πως να σ’ το πω, δεν ήθελα να μεγαλώσω…
Σήμερα που περνάς από μέρη της Θεσσαλονίκης, τα βλέπεις να έχουν αλλάξει;
Η Θεσσαλονίκη είναι η πλέον συναισθηματική τσούλα. Τη γουστάρουμε τρελά, γιατί συγκινούμαστε πάρα πολύ στην πόλη αυτή. Ίσως γι’ αυτό βγάζει πολλούς καλλιτέχνες και έχει μιαν άλλη εγρήγορση. Είναι ωραίο μέρος η Σαλόνικα ή τουλάχιστον ήταν, γιατί τώρα περνάει μεγάλη πτώση. Έχει ασχημύνει, η αλήθεια είναι, αλλά παραμένει καυλούπολη.
Θα μπορούσες, από ψυχολογικής και όχι βιολογικής άποψης, να γινόσουν μητέρα;
Θα ήθελα να κάνω πάρα πολλά παιδιά. Από μικρή, από πέντε ετών, ήμουν baby sitter. Έκανα μαθήματα και σε παιδάκια μέχρι εφτά ετών, άρα, όσο κι αν δεν μου φαίνεται, έχω καλή επαφή με τον κόσμο των παιδιών.
Γιατί να μη σου φαίνεται;
Τι να λέμε…Εδώ δεν πιστεύουν καν ότι μαγειρεύω. Δεν είναι πολύ ευχάριστο αυτό που σου λέω, αλλά παίρνει καιρό μέχρι να ξεπεράσουν κάποια πράγματα οι άνθρωποι και να με δουν αλλιώς. Καμιά φορά ξέρεις τι τους λέω; «Ναι, δεν μ’ έχεις δει στη σκηνή όμως» και ακούω «Όχι, δεν σ’ έχω δει», οπότε εκεί απαντάω «Θα τα πάμε μια χαρά τότε» (γέλια)
Μου είπες στην αρχή ότι δεν τραγούδησες ποτέ μεγάλους συνθέτες.
Δεν μου άρεζαν τα τραγούδια τους και ο τρόπος που με προσέγγιζαν.
Του «εντέχνου» εννοείς;
Εντέχνου και παραεντέχνου, δεν το πάω με τίποτα σαν όρο, δεν τον πιστεύω και δεν τον χρησιμοποιώ. Μιλάω για τους κυρίους του ελληνικού πενταγράμμου που κρατάνε τα σκήπτρα στη μουσική. Δεν μου άρεζε ο σνομπισμός τους, το τουπέ τους, το «κοιτάμε αυτή την ξανθιά και την έχουμε, γιατί εμείς είμαστε εδώ τριάντα χρόνια». Μόνο απ’ τον πατέρα μου μπορούσα να το ανεχτώ αυτό γιατί ήταν πατέρας μου. Από κανέναν άλλον!
Κι εδώ μπαίνουν τα «όχι».
Το ήθελα, νομίζεις, να λέω συνέχεια όχι; Δεν γινόταν αλλιώς, τι να έκανα, πως να έλεγα ναι; Αφού οι άνθρωποι αυτοί με θέλανε να χωρίσω με τους Μπλε και να πάω να κάνω μαζί τους δουλειά. Άσε, άλλο εκείνο το έργο όταν χώριζα.
Αυτό θα έλεγα, μετά από ένα χρόνο χώρισες από τους Μπλε.
Μετά από ενάμισι χρόνο για την ακρίβεια. Έλεγα ποιος θα με ξέρει εμένα τώρα ως Θεοδοσία Τσάτσου; Αφού και τα παιδιά, Μπλε με φώναζαν. Δεν με ενδιέφερε αυτό, όμως. Αυτό που με πλήγωσε στους Μπλε ήταν ότι με αντιμετώπισαν απλά σαν μια ξανθιά, που μου έλεγαν «Εσύ θα’σαι η φιγούρα, η φωνή», κάτι που δεν γινόταν να το ανεχτώ. Δεν μεγάλωσα έτσι εγώ, αλλά πολύ δύσκολα, δουλεύοντας από μικρό παιδί και κάνοντας τα πάντα μόνη μου. Όταν έρχεται ένας άντρας να μου την παίξει έτσι, σε οποιοδήποτε είδος σχέσης, απλά φεύγω και δεν κάνω τίποτα άλλο. Δεν μάλωσα με κανέναν, δεν έβρισα κανέναν και απ’ όλους αυτούς με κανέναν δεν έκανα τίποτα, ακόμη κι αν μου την πέσανε άσχημα και με απείλησαν.
Αυτό είναι πολύ σοβαρό που λες.
Βεβαίως και με απείλησαν. Τι, πιστεύεις, θα συνέβαινε σε μια γκόμενα που δεν δεχόταν να πει τραγούδια αλλωνών; Έτσι θα την άφηναν στην Ελλάδα; «Είσαι αντράκι με την τεστοστερόνη, άρα είσαι Έλληνας»! Τι πιστεύεις ότι γίνεται με τους Έλληνες όταν τους πειράζεις την τεστοστερόνη τους; «Δεν πειράζει, ίσως μια άλλη φορά»; Έλα τώρα, τα ξέρεις, στην Ελλάδα είσαι τόσα χρόνια.
Μιλάς για τη φάση, αν κατάλαβα, «δεν μου κάθεσαι, θα σε εξαφανίσω».
Α, γεια σου, τώρα το είπες όπως ήταν ακριβώς!
Κι εκεί λες «απ’ το να με εξαφανίσει ο κάθε μαλάκας, ας εξαφανιστώ μόνη μου».
Ακριβώς, έκανα τον τελευταίο μου δίσκο, το «Αγαπήσου» με το μαύρο εξώφυλλο. Εκεί είπα το αντίο μου εγώ. Απλά δεν το είπα κανονικά με τις λέξεις, you know.
Δεν υπάρχει σκέψη για μια επιστροφή στη δισκογραφία;
Όχι, δυστυχώς (γελάει δυνατά)
Προς τι τόσο γέλιο;
Είχα ορκιστεί πως δεν θα ξανακάνω τραγούδι και πριν από κάνα μήνα έγινε κάτι συνταρακτικό εδώ στο σπίτι, που δουλεύω με τα μουσικά. Εγώ είμαι και άνθρωπος που ασχολούμαι με το θεραπευτικό εκπαιδευτικό ολιστικό κομμάτι της τέχνης σε επίπεδο επικοινωνίας και έκφρασης. Το κάνω εδώ και δέκα χρόνια αυτό. Επίσης ηχογραφώ δικούς μου διαλογισμούς και δικές μου μουσικές, κάνω μουσικοθεραπεία μετρώντας τον ήχο με τη φωνή μου. Όλα αυτά δεν τα έχω βγάλει ακόμη και απλά τα φορμάρω σε δικούς μου ανθρώπους. Είναι και πολύ επιτυχημένοι, θα έλεγα. Καθώς λοιπόν έγραφα τον τελευταίο διαλογισμό μου πριν από ένα μήνα άρχισα να λέω ένα τραγούδι, ενώ δεν είχα κανένα τέτοιο σκοπό. Βγήκε ένα ωραίο τραγούδι που το ηχογράφησα κι από εκείνη τη μέρα άρχισε το έργο.
Η ανάγκη έκφρασης μας πηγαίνει από μόνη της.
Είναι αυτό που σου έλεγα πριν, η τσουλίαση. Με το ζόρι τραγουδίστρια; Τραγουδιάρα; Ε, άντε πάρ’ την πάλι κάτω! Δεν το κυκλοφόρησα διαδικτυακά, δεν έκανα τίποτα, απλά έβγαλα καινούργιο ήχο.
Ποιους άλλους νιώθεις συγγενείς σου από το ελληνικό τραγούδι;
Μ’ αρέσουν πολλοί και πολλά νέα παιδιά που έχουν βγει. Απ’ τους παλαιότερους, αγαπώ πολύ τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, τον Μάλαμα, τους Xaxakes. Λατρεύω τη Φλέρυ Νταντωνάκη. Μου άρεζαν ο Λουδοβίκος των Ανωγείων, οι Mode Plagal, οι Τρύπες και ειδικά ο Αγγελάκας. Αγαπώ την ελληνική σκηνή και πολλά παιδιά που είναι εκεί πάνω και την τιμούν.
Με την οποία ελληνική σκηνή εσύ είχες επαφή απ’ τα χρόνια στη Μελβούρνη;
Πάρα πολύ. Η μάνα μου με έτρεχε συνέχεια στις συναυλίες τους για να τους μάθω και να μην τραγουδάω μόνο Ντέιβιντ Μπόουι, Τζιμ Μόρισον και Μάικλ Τζάκσον.
Θεωρείς τον εαυτό σου ανένταχτη καλλιτέχνιδα;
Είμαι ανένταχτη, διότι τραγουδάω πολλά είδη μουσικής και είναι κάτι που συνέβη από μόνο του. Δεν μπορείς να με πεις ροκ, γιατί είμαι πολύ σόουλ και πολύ τζαζ. Επίσης έχω και κλασική παιδεία. Τραγουδάω και όπερα άμα λάχει.
Αλήθεια, θα το έκανες ποτέ;
Και βέβαια θα το έκανα! Αν μου έκαναν κάποια πρόταση…Σιγά, όμως, μην κάνουν σε μένα (γέλια) Λατρεύω τη λυρική σκηνή.
Στα τωρινά λάιβ σου, τι θα ακούσουν οι ακροατές σου;
Την Κάλλας! Τι να σου πω, μωρέ, τι θ’ ακούσουν; (γέλια) Αυτός που θέλει να έρθει και θα έρθει στη Θεοδοσία θα ακούσει ένα ολόκληρο γεγονός που παρουσιάζω και όχι τραγούδια απλά. Κομμάτια από την προσωπική μου δισκογραφία, των Μπλε, δικά μου. Τώρα αν έχει βαρεθεί, ας μην έρθει, ξέρω γω…
Ποιος να έχει βαρεθεί τόσο αραιά που εμφανίζεσαι;
Μπορεί να έχει βαρεθεί τα παλαιότερα τραγούδια, αλλά για μένα τα τραγούδια μου έχουν να πουν ακόμη πολλά πράγματα.
Όταν έφυγες από τους Μπλε, παρακολουθούσες την εξέλιξη τους;
Όχι, δεν την παρακολουθούσα. Έτρωγα ξύλο επειδή όλοι με μπέρδευαν με τη Τζώρτζια και επειδή η Τζώρτζια έκανε ότι μπορούσε για να με μιμηθεί, μα στα πάντα όμως. Μου είπε ότι το έκανε γιατί της το είχαν πει ο κύριος Ζουγρής και ο κύριος Πετρίδης και το λέω δημόσια πρώτη φορά αυτό και δεν με νοιάζει! Της είχαν πει, λοιπόν: «Κοίταξε, Τζώρτζια, φρόντισε ο κόσμος να μην καταλάβει ότι έφυγε η Θεοδοσία». Οπότε όχι, δεν πέρασα καλά, γιατί ο κόσμος με μπέρδευε, με έβριζε, όπως έβριζαν κι εκείνη, απ’ ότι μου είπε. Γενικώς ήταν πάρα πολύ δύσκολα τα πρώτα τέσσερα – πέντε χρόνια. Μου πετούσαν μπουκάλια και τις τσιμπίδες για τα παγάκια, επειδή έφυγα από τους Μπλε! Είχαν θυμώσει μαζί μου τα πιτσιρίκια, κατάλαβες;
Κατάλαβα. Καλή επιτυχία στο λάιβ εύχομαι και ίσως τα πούμε κάποια στιγμή δια ζώσης.
Να τα πούμε για ποιο πράγμα;
Γιατί η συνέντευξη αυτή θα μπορούσε να κρατήσει άλλη μια ώρα.
Επίσης θα μπορούσαμε να μιλάμε με τσιγάρο και καφέ.
Σ’ ευχαριστώ πολύ.

Εγώ σ’ ευχαριστώ πολύ και να’σαι καλά, ε;

Documento Newsletter