Μια ιστορική παράσταση που αφήνει το αποτύπωμά της για το μέλλον είναι η «Ορέστεια» του Αισχύλου που κατέθεσε στην Επίδαυρο ο Θεόδωρος Τερζόπουλος.
Στην παράσταση της «Ορέστειας», που ο Θεόδωρος Τερζόπουλος καταθέτει ως ύψιστη συμβολή στη διδασκαλία της αρχαίας τραγωδίας, γίνεται εξαρχής και σε όλους φανερό ότι ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής εδώ θα είναι ο χορός. Από την πρώτη είσοδο των μελών του στην ορχήστρα της Επιδαύρου, ο αρχέγονος σχηματισμός του πάθους και του αλαλαγμού, του ψιθύρου και της κραυγής, του ρίγους και της γιορτής, του πένθους και της οργής, στρέφει την πυξίδα του δράματος στις διονυσιακές απαρχές του. Το σώμα του εμφορείται από τη μυστηριακή ζωή που ανασαίνει στις πέραν της συνειδήσεως εκτεινόμενες αχανείς περιοχές. Ο βηματισμός του αντλεί την εκστατική δυναμική του από τα θροΐσματα του βαθύσκιου δάσους, το κελάρυσμα των παρθένων πηγών, τα αινιγματικά μηνύματα της προφητικής δρυός. Τα άκρα του δονούνται από εσωτερικό παλμό εναλλασσόμενο μεταξύ ηπιότητας και σφοδρότητας, μεταφέροντας στο βλέμμα ό,τι ανείπωτο σαλεύει στα κατάβαθα της ψυχής.
Όσμωση με πάθος
Εάν ο Νίτσε οραματίστηκε την αναγέννηση της τραγωδίας από το πνεύμα της μουσικής, ο Τερζόπουλος την πραγματοποίησε από το πνεύμα του χορού που συναιρεί στην επικράτειά του τον ήχο και την κίνηση, τον λόγο και τη μουσική. Δεν είναι φυσικά λίγοι όσοι κινήθηκαν με ανάλογες προθέσεις αλλά είναι ο μόνος που επιδίωξε αυτή την όσμωση με τέτοιο πάθος και οι καρποί του αναδείχτηκαν εντελέστερα παρά ποτέ στην «Ορέστεια». Σε πολλές παραδόσεις, όπως η κλασική, τα άκρα εναρμονίζονται προς την ελαστικότητα του κορμού, σε άλλες, όπως η πυρρίχια και η ποντιακή, κύρια όργανα του χορού είναι τα πόδια και σε άλλες, όπως η ινδική του θεάτρου Κατακάλι και η πολυνησιακή, είναι τα χέρια. Σε κάθε περίπτωση πάντως το κεφάλι μειονεκτεί και η μεγάλη προσφορά του Τερζόπουλου έγκειται στο ότι το ενέταξε και πάλι στο σωματικό σύνολο επινοώντας μια γλώσσα που το συνδέει με τα χέρια. Ετσι η εκφραστική του προσώπου, δυσδιάκριτη από μακριά, παίρνει σχήμα από τη συνοδό της χειρονομία και κάθε αισθηματική διακύμανση απεικονίζεται στην εντατική συνάφεια κεφαλής και χειρός.
Εργο της ωριμότητας του Αισχύλου, η «Ορέστεια» αποτελεί τη μόνη σωζόμενη τριλογία της τραγικής παράδοσης. Σηματοδοτεί την περίοδο της ακμής μετά τους Περσικούς Πολέμους αλλά και τις διαμάχες που συνοδεύουν την εγκαθίδρυση της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο Τερζόπουλος στον «Αγαμέμνονα» εξήρε τα απωθημένα πάθη της ιστορικής μνησικακίας, στις «Χοηφόρους» ισορρόπησε το προσωπικό λυρικό αίσθημα με τον συλλογικό του αντίλαλο και στις «Ευμενίδες» ανέβασε τον δραματικό τόνο που εμφιλοχωρεί στη σύγκρουση αναπαλλοτρίωτων ορμέμφυτων δυνάμεων και επίκαιρων πολιτικών στοχεύσεων.
Με σκηνοθετικό συνεργάτη τον Σάββα Στρούμπο, ο Τερζόπουλος έδεσε το νήμα της πολυποίκιλης μουσικής σύνθεσης του Παναγιώτη Βελιανίτη στο άρμα του χορού και διέστειλε αποφασιστικά το έλλογο στοιχείο από το άλογο στοιχειό, δίνοντας προτεραιότητα στη συγκρότηση ενός εικαστικού πλέγματος υψηλότατων απαιτήσεων που θα παραμείνει πρότυπο για κάθε επιγενόμενο σκηνοθέτη.
Οι πρωταγωνιστές
Η Σοφία Χιλλ κρατά τον σημαντικότερο ρόλο της τριλογίας καθώς εμφανιζόμενη σε όλα τα μέρη της, έδωσε μία, ενιαία και αδιαχώριστη υπόσταση στα πολλαπλά προσωπεία της Κλυταιμνήστρας, συνδυάζοντας εξαιρετικά την εκδικητικότητα της πληγωμένης μητέρας, τη μνησικακία της προδομένης γυναίκας και την αρχομανία της στυγερής βασίλισσας. Τα μέσα για την επίτευξη αυτής της ενότητας ήταν επίσης πολλαπλά: ειρωνεία και γαλιφιά, παιγνιώδης διάθεση και άγρια χαρά, κρυφό πείσμα και διπλωματική παραπλάνηση, στόμα με γλώσσα γατούλας και δόντια τίγρεως.
Απέναντι σ’ αυτή την αδίστακτη μητέρα θα σταθεί ο Ορέστης, στην ενσάρκωσή του από τον Κωνσταντίνο Κοντογεωργόπουλο που έμεινε πιστός στα κεντρικά χαρακτηριστικά του ρόλου, δηλαδή ταλαντευόμενος μεταξύ αποφασισμένης πράξης και διστακτικής εκτέλεσης.
Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές του δράματος λαμβάνουν ποικίλες στάσεις, ο παλαίμαχος ηθοποιός του Θεάτρου Αττις Τάσος Δήμας με την αγωνιώδη φωνή του Φύλακα, ο Σάββας Στρούμπος που προσέδωσε ηγεμονική βαρύτητα στον στρατηλάτη των Αχαιών Αγαμέμνονα, ο Δαβίδ Μαλτέζε που χάρισε κοσμική άνεση στον Αίγισθο, η Νιόβη Χαραλάμπους ως υποστηρικτική Ηλέκτρα, η Εβελυν Ασουάντ στη σπαρακτική έκφραση της αδικοχαμένης Κασσάνδρας σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες που έχουμε δει μέχρι σήμερα.
Η διανομή της παράστασης, που θα μείνει αξέχαστη σε όσους την είδαν, ολοκληρώνεται υποδειγματικά με την εξέχουσα παρουσία της Αγλαΐας Παππά που απέδωσε την Αθηνά με υψηλή φωνητική ευκρίνεια και την αρμόζουσα στον ρόλο της περίτεχνη δολιότητα.
Ταξίδι, μισεμός ή φυγή, όπως κι αν ορίσει κανείς την έξοδο από τα πάτρια, κάθε αναχώρηση υπόσχεται τον γυρισμό – και ο Τερζόπουλος έφυγε πολύ μακριά για να φτιάξει, σε κάθε σταθμό και με αρτιότερο οπλισμό, το θεατρικό άρμα που θα εξασφάλιζε την επαναφορά στην εστία του. Εσυρε τα βήματά του στα πέρατα της οικουμένης για να προετοιμάσει την αλματική του επάνοδο στην Ελλάδα. Μαζί του επιστρέφει στεφανωμένος με δάφνη ή μυρτιά κάθε εξόριστος. Ο Ευριπίδης από τη Θράκη και ο Αισχύλος από τον Μαραθώνα, ο Διόνυσος από την Αμαζονία, την Ιαπωνία ή τη Σιβηρία. Οι αιματοβαμμένες, εσαεί ανυπότακτες Βάκχες καταφεύγουν ξανά στον Κιθαιρώνα και οι εξαπατημένες από τη δολερή ειρήνη Ερινύες αναπαύονται για λίγο στην Αθήνα. Το ταξίδι δεν τελειώνει ποτέ, μα πάντοτε μπορεί να ξαναρχίσει αφού οι αποσκευές του ταξιδιώτη χαρίζονται, σαν έρθει ο καιρός, σε όποιον μπορεί να τις σηκώσει για τον επόμενο γύρο.
Οι επόμενοι σταθμοί της «Ορέστειας»
Εντεκα είναι οι επόμενες προγραμματισμένες παραστάσεις της «Ορέστειας» σε Ελλάδα και Κύπρο. Συγκεκριμένα:
26 Ιουλίου: Αρχαίο Θέατρο Δωδώνης
2-3 Αυγούστου: Αρχαίο Θέατρο Κουρίου (Λεμεσός)
24 Αυγούστου: Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων (Καβάλα)
28 Αυγούστου: Αρχαίο Θέατρο Δίου (Πιερία)
4-5 Σεπτεμβρίου: Αθήνα – Ωδείο Ηρώδου Αττικού
8, 11, 13, 14 Σεπτεμβρίου: Σχολείον της Αθήνας – Ειρήνη Παπά