Θέμης Πάνου: Μην αποστρέφουμε το βλέμμα μας από τη βία της απλήρωτης εργασίας

Θέμης Πάνου: Μην αποστρέφουμε το βλέμμα μας από τη βία της απλήρωτης εργασίας

Μια συζήτηση με τον ηθοποιό για την «Ελένη» του Ευριπίδη, τον πόλεμο, τη σύγκρουση ανάμεσα σε «είναι» και «φαίνεσθαι».

Η «Ελένη» του Ευριπίδη σε µετάφραση Παντελή Μπουκάλα και σκηνοθετική επίβλεψη Βασίλη Παπαβασιλείου είναι η φετινή πρόταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος που θα παρουσιαστεί στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Με την ευκαιρία αυτή το Documento αναζήτησε τον Θέµη Πάνου, ο οποίος υποδύεται τον Μενέλαο, για να συζητήσει µαζί του σχετικά µε τα ζητήµατα που θέτει ο τραγικός ποιητής και πώς συγχρονίζονται µε τη δύστηνη ζώσα πραγµατικότητα.

Πού κινείται η «Ελένη» του Ευριπίδη; Είναι ένα έργο που αποστρέφεται την τραγική πραγµατικότητα, φωτίζοντας την επικράτεια της συµβατικής θεατρικής πραγµατικότητας;

Από τους ειδικούς χαρακτηρίζεται ως τραγικωµωδία ή κωµικοτραγικό έργο. Αυτό σηµαίνει ότι η «Ελένη» έχει απολέσει κατά κάποιον τρόπο ένα µέρος των χαρακτηριστικών της τραγωδίας. Tο ίδιο το έργο διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά µιας σύγχρονης περιπετειώδους κωµωδίας όπου οι ήρωες προσπαθούν να δραπετεύσουν από κάποια απειλή. Καταρχάς υπάρχει η αναγνώριση των δύο βασικών ηρώων η οποία γίνεται µε δυσκολία, κατά δεύτερον υπάρχει η χαρά της αναγνώρισης, ενώ στη συνέχεια αναφαίνονται τα εµπόδια που καλούνται να υπερπηδήσουν οι ήρωες για να φτάσουν στο ποθητό αποτέλεσµα. Η «Ελένη» προοιωνίζεται τα επόµενα θεατρικά είδη, στα οποία η αναγνώριση, η σύγχυση και η περιπέτεια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά. Η πρόθεση του Ευριπίδη δεν ήταν να γράψει µια κωµωδία, αλλά να µιλήσει για τη Σικελική Εκστρατεία και την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου που είχε συµβεί ένα χρόνο πριν.

Ποια είναι η θέση της Ελένης και του Μενέλαου στο έργο και πώς ο ποιητής αποτυπώνει τις σκέψεις του για τη θέση της γυναίκας σε συνθήκες πατριαρχικής κοινωνίας;

Μπορώ ευκολότερα να µιλήσω για τον Μενέλαο. Η Ελένη είναι η µυθική Ελένη· ο Ευριπίδης προσπαθεί να την απελευθερώσει από τα βάρη της οµορφιάς της, του µύθου που κουβαλάει. Είναι µια γυναίκα η οποία δυστυχεί εξαιτίας της οµορφιάς της. Λέει «έχω πληρώσει πολλά κακά για την οµορφιά µου». Από την άλλη, είναι ο άνθρωπος που δίνει τις λύσεις στο έργο – δεν τις δίνει ο Μενέλαος. Είναι αυτή που καθοδηγεί τη λύση του δράµατος. Αυτό είναι πολύ ρηξικέλευθο για εκείνη την εποχή. Η Ελένη σκέφτεται µε τον τρόπο του οµηρικού Οδυσσέα.

Και ο Μενέλαος;

Είναι ένας ηγεµόνας, ένας άρχοντας, ένα σύµβολο εξουσίας, ο οποίος όµως τη στιγµή που τον βλέπουµε είναι ναυαγός. Είναι ένας άνθρωπος που δεν έχει τίποτε, όπως λέει ο ίδιος. ∆εν έχει να φάει ούτε να ντυθεί. Είναι πένης αλλά παραµένει φορέας της αλαζονείας της εξουσίας, δεν έχει αποτινάξει την αίσθηση της θέσης που είχε και έχει. Αν και είναι πένης και γυµνός, πεινάει, πηγαίνει να ζητιανέψει, αυτά δεν τον κάνουν σοφότερο. Μάλιστα γίνεται ακόµη πιο αλαζόνας. Λέει: «Εγώ που κατέστρεψα την Τροία είµαι ένα πολύ γνωστό όνοµα, οπότε κανείς δεν θα αρνηθεί να µου δώσει φαγητό». ∆εν απευθύνεται στο αίσθηµα αλληλεγγύης των ανθρώπων αλλά επικαλείται το όνοµά του, την εξουσία που είχε κάποτε. «Είµαι ο Τόνι Μπλερ. ∆εν θα µου δώσετε φαγητό;».

Η αίσθηση της εξουσίας είναι ανίκητη υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Αυτό τουλάχιστον λέει ο Ευριπίδης. Ο Μενέλαος, παρά το γεγονός ότι είναι γυµνός, δεν απεκδύεται των προνοµίων που πηγάζουν από το αξίωµά του, του ενδύµατος της εξουσίας του. Ταυτόχρονα βέβαια, όπως εµφανίζεται στην παράστασή µας, είναι ένας δειλός ο οποίος προσπαθεί να ξεφύγει µε χίλιους τρόπους.

Ποια είναι η υφολογική προσέγγιση του Βασίλη Παπαβασιλείου;

Είναι η υλοποίηση της επιθυµίας να επικοινωνηθεί ένα πολύ κεντρικό σηµείο της φιλοσοφίας του ίδιου: το θέατρο είναι αφορµή για συνάντηση, είναι πρόκληση για ένα ραντεβού µε τον θεατή. Οπότε το ύφος είναι της άµεσης επικοινωνίας. Μιλάµε απευθείας στο κοινό, παίζουµε κατά µέτωπο, η απεύθυνσή µας είναι προς τον κόσµο, θέλουµε να έρθει ο κόσµος προς εµάς κι εµείς τον πλησιάζουµε. Είναι ένας ευφρόσυνος τρόπος, εξωστρεφής.

Μια από τις βασικές θεµατικές της «Ελένης» είναι η σύγκρουση του «είναι» και του «φαίνεσθαι». Οτιδήποτε µοιάζει αληθινό είναι ψεύτικο και τούµπαλιν. Πόσο βρίσκει εφαρµογή στον καιρό µας αυτό το σχήµα µε την κυριαρχία του ψηφιακού κόσµου πάνω στον πραγµατικό;

Νοµίζω ότι αυτό πάντα υπήρχε στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ας αναλογιστούµε ότι κάποτε οι άνθρωποι απέδιδαν τα φυσικά φαινόµενα σε θεότητες. Με την τεχνολογία βέβαια αυτό έχει ενταθεί, διότι αφενός η ισχύς της πληροφορίας είναι τροµακτική, αφετέρου έχει συρρικνωθεί η κριτική µας ικανότητα. ∆εν µπορεί κάποιος να διακρίνει το αληθινό από το ψεύτικο. Το ζήσαµε όλοι και στην περίπτωση της πανδηµίας. Το αποτέλεσµα είναι η δηµιουργία απέραντης σύγχυσης και ο κόσµος να γίνεται ακόµη πιο ακατανόητος για µας ή να χάνει το νόηµά του. Οπότε για να µη µας διαφεύγει η πραγµατικότητα χρειάζεται πολύς µόχθος και άλλα τόσα εργαλεία – απαιτείται κριτική σκέψη… πολιτική σκέψη.

Αν όµως συνοµολογήσουµε ότι πρέπει να αλλάξουµε την πραγµατικότητα προς όφελος των πολλών, πώς θα συνταχθούµε στον ίδιο σκοπό όταν καθένας από εµάς εκλαµβάνει διαφορετικές καταστάσεις για πραγµατικότητα;

Αυτό φαίνεται ότι έχει λογική βάση, ωστόσο οι λαοί ξέρουν την πραγµατικότητά τους. Ενας άνθρωπος που δεν έχει νερό στην Αφρική αντιµετωπίζει την πραγµατικότητα της λειψυδρίας. Ενας εργαζόµενος του οποίου τα χρήµατα δεν επαρκούν για να βάλει βενζίνη στο αυτοκίνητό του επειδή είναι πανάκριβη αναγνωρίζει ποια είναι η πραγµατικότητα. ∆εν µπορούµε να αγνοήσουµε αυτό που συµβαίνει γύρω µας.

Αυτό ωστόσο δεν συµβαίνει όταν αναζητούµε την αιτία της κακοδαιµονίας.

Θα συµβεί αυτό όταν καταλήξουµε προς όφελος ποιου θα αλλάξει. Θα αλλάξει για το δικό µας όφελος που υφιστάµεθα τις συνέπειες της συγκεκριµένης πραγµατικότητας ή για τον άλλο που κερδίζει από αυτή την πραγµατικότητα; Γιατί κάποιος κερδίζει. Τώρα που µιλάµε κάποιος κερδίζει από τον πόλεµο στην Ουκρανία.

Ο Ευριπίδης αντιµετωπίζει τον πόλεµο ως πρόξενο συµφορών, δυστυχιών για τον άνθρωπο. Οµως εµείς δεν ακούµε τους ποιητές και παγιδευόµαστε µε ευκολία σε εθνικιστικά και πολεµοκάπηλα σχήµατα.

Εάν µαθαίναµε από τα σφάλµατά µας ή αν διδασκόµασταν από την Ιστορία, ο κόσµος θα ήταν αλλιώς. Από την άλλη, αν η Ιστορία και η τέχνη µπορούσαν να αλλάξουν τον κόσµο, θα ήταν απαγορευµένες. ∆εν µαθαίνει ο άνθρωπος. Το εσωτερικό του δαιµόνιο τον ωθεί να πιστεύει σε πράγµατα πέρα από αυτά που αντιλαµβάνονται οι αισθήσεις του και επεξεργάζεται η συνείδησή του. Πιστεύει στους µάντεις, στην αστρολογία, την τηλεόραση…

Στον πόλεµο όµως γιατί να πιστεύει;

Επειδή κάποιοι έχουν κατασκευάσει µια πιστευτή απειλή. Σκεφτείτε ότι τόσο εµείς όσο και οι απέναντί µας οι Τούρκοι υποστηρίζουµε πως ο ένας αποτελεί απειλή για τον άλλο. Σε αυτήν τη συνθήκη δεν είναι δύσκολο να φανατίσεις κάποιους ανθρώπους µικρόνοες και δίχως πολιτικά κριτήρια. Αν µάλιστα τους έχεις εκπαιδεύσει συστηµατικά για δεκαετίες ότι ο απέναντι µπορεί να τους πάρει το σπίτι – και τελικά το σπίτι έρχεται και το παίρνει η τράπεζα. Αυτή είναι η πραγµατικότητα. ∆εν είναι δύσκολο να πείσεις τον κόσµο ότι ο εχθρός είναι εκείνος που είναι µαύρος, µελαψός, ψηλός, κοντός, ξανθός. Το βλέπουµε να συµβαίνει στην Ευρώπη, όπου οι πρόσφυγες εκλαµβάνονται ως απειλή. Ταυτόχρονα βέβαια αυτό που αποκρύπτεται είναι ότι αποτελούν µια χρυσή ευκαιρία για φτηνά εργατικά χέρια.

Πώς τοποθετείστε απέναντι στην εξέλιξη της υπόθεσης Λιγνάδη και της λαϊκής αντίδρασης µε τα πανό «Βιαστής είναι»;

Η δική µου γνώµη δεν θα αλλάξει τίποτε. Θεωρώ ότι απλώς ανακυκλώνουµε ένα κλίµα. Αυτή η ∆ικαιοσύνη είναι φτιαγµένη για να εξυπηρετεί τα συµφέροντα του αστικού κράτους. Αν αλλάζαµε δικαστή, θα είχαµε άλλες αποφάσεις;

Όχι.

Αρα; Το περιεχόµενο της ∆ικαιοσύνης εξυπηρετεί µια συγκεκριµένη πλευρά. Αν φύγει κάποιος υπουργός, οι αντεργατικοί νόµοι θα µετατραπούν σε φιλεργατικούς; Από την άλλη, θα ήθελα να δω πώς θα αντιδρούσε η κοινωνία αν σε κάποια παράσταση σηκωνόταν ένα πανό που ανέφερε «Ανασφάλιστοι είναι» ή «Απλήρωτοι είναι». ∆εν ξέρω πώς θα µεταφραζόταν η οργή αυτού του κινήµατος, αν γινόταν πιο διεκδικητικό σε ζητήµατα που έχουν να κάνουν µε την αξιοπρέπεια της εργασίας και της επιβίωσης. Φοβούµαι ότι δεν είναι εύκολο. Θα ευχόµουν να συµβεί, αλλά δεν ξέρω πώς. Ανεβαίνουν παραστάσεις όπου οι συνάδελφοι είναι απλήρωτοι ή δεν πληρώνονται τις πρόβες. Χρόνια γίνεται αυτό, δεν είναι καινούργιο. Αλλά το κοινό το στηρίζει. Πηγαίνει και βλέπει τις παραστάσεις. Αυτό πρέπει να µας προβληµατίσει. ∆εν πρέπει να αποστρέφουµε το βλέµµα µας από τη βία της απλήρωτης εργασίας.

Info: «Ελένη» του Ευριπίδη σε μετάφραση Παντελή Μπουκάλα. Σκηνοθεσία: Βασίλης Παπαβασιλείου. Παίζουν: Εμιλυ Κολιανδρή, Θέμης Πάνου, Αγορίτσα Οικονόμου, Γιώργος Καύκας. 12-13/8 στις 21.00, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

Ετικέτες

Documento Newsletter