Πήγαμε στις πρόβες της παράστασης «Έκτο Πάτωμα»

Η Υρώ Μανέ είναι στο πόδι από τις 8 το πρωί. Έχει πάει 8 το βράδυ και ήρθε η ώρα να προβάρει το περίφημο «Τραγούδι της κουτσομπόλας» υπό την καθοδήγηση του Σταμάτη Κραουνάκη. Είναι στα όρια της κατάρρευσης, αλλά πιάνει το μικρόφωνο και με φοβερή άνεση και σιγουριά, μπρίο και θεατρικότητα ξεκινάει: «Ολα, θέλω να τα ξέρω όλα/ όχι επειδή είμαι κουτσομπόλα/ δεν το κάνω από κακό/ θέλω να ’χω υλικό». Κι αν οι στίχοι φέρνουν στο μυαλό αυτομάτως τη φοβερή (πρώτη) ερμηνεία της Αννας Παναγιωτοπούλου, η Μανέ καταφέρνει μια εντελώς δική της και αυθύπαρκτη εκτέλεση.

Βρίσκομαι από νωρίς στο Αμφιθέατρο Σπύρου Ευαγγελάτου όπου γίνονται οι πρόβες για την πολυαναμενόμενη παράσταση «Εκτο πάτωμα» που θα ανέβει στη σκηνή του Ακροπόλ σε λίγες ημέρες. Ηταν το 1991 στο θέατρο Περοκέ όταν μια ομάδα αγαπημένων ηθοποιών (Άννα Παναγιωτοπούλου, Νένα Μεντή, Γιώργος Νινιός, Χρήστος Βαλαβανίδης, Κατιάνα Μπαλανίκα, Ελένη Γερασιμίδου και πολλοί άλλοι) ζωντάνεψαν στη σκηνή το «Εκτο πάτωμα», μια παριζιάνικη μικρογραφία της δεκαετίας του ’30 σε διασκευή της Αννας Παναγιωτοπούλου. Ο Σταμάτης Κραουνάκης και η Λίνα Νικολακοπούλου (μουσική και στίχοι) απογείωσαν τότε την παράσταση, η οποία εξελίχθηκε σε τεράστια επιτυχία. Η μουσική αυτή φυσικά κυριαρχεί και στη νέα εκδοχή.

Πράγματι, δεν υπήρξε ηθοποιός με τον οποίο συνομίλησα στις πρόβες που να μην αναφέρθηκε στη δύναμη των τραγουδιών, τα οποία απέκτησαν δική τους οντότητα εκτός παράστασης, έγιναν σήμα κατατεθέν, τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν. «Τι ώρα είναι, τι μέρα είναι και ποια χρονιά», «Το τραγούδι της κουτσομπόλας», «Το τραγούδι της ζήλιας», «Η κουπαστή»… «Η παλιά παράσταση είναι κυρίως οι μουσικές και τα τραγούδια της. Το θέατρο είναι αέρας, χάνεται στον χρόνο, αλλά η μουσική μένει.

Έτσι το γνώρισαν οι νέες γενιές. Από τότε πάντα υπήρχε μέσα μου η επιθυμία να παίξω αυτό το έργο και τώρα ήρθε η ευτυχής στιγμή από τον σκηνοθέτη μας τον Γιώργο Βάλαρη. Ξεκινάμε με τις καλύτερες προϋποθέσεις, με έναν πολυτάλαντο θίασο, με φρεσκάδα και νέα πνοή» μου λέει η Υρώ Μανέ, η οποία υποδύεται τη Ζερμέν Λεσκαλιέ, τον θρυλικό ρόλο της Αννας Παναγιωτοπούλου. «Το “Εκτο πάτωμα” είναι ένα από τα πλέον σημαντικά έργα στην παγκόσμια δραματουργία» σχολιάζει και μας δίνει το ταμπλό βιβάν του έργου: «Είναι μια μικρογραφία όλων των φτωχοδιάβολων, των αποτυχημένων που θα ήθελαν να ονειρευτούν κάτι καλύτερο και ξέρουν ότι δεν μπορούν να το πετύχουν».

Από την άλλη ο Κώστας Μακεδόνας (Μαξ Λεσκαλιέ) λέει: «Θα ακουστεί «κακό» αυτό που θα πω για τον συγγραφέα, αλλά τα τραγούδια ήταν αυτά που έδωσαν το αβαντάρισμα στο έργο, τα οποία 30 χρόνια μετά είναι σαν να γράφτηκαν μόλις χθες». O τραγουδιστής –ο οποίος είχε την τύχη να ζήσει την παράσταση της Παναγιωτοπούλου στη γέννησή της παρακολουθώντας πολύ συχνά τις τότε πρόβες– μπορεί να μην είναι εντελώς έξω από τα νερά του, αλλά επειδή δεν είναι ηθοποιός «αγχώνομαι λίγο περισσότερο – όσο βέβαια και οι υπόλοιποι που πρέπει να τραγουδήσουν» λέει γελώντας. Πράγματι, πρόκειται για παράσταση άκρως απαιτητική: πρόζα, τραγούδι, χορός.

Ενα επίκαιρο έργο που μας γυρνά στην ανθρωπιά

Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Γιώργος Βάλαρης, ο οποίος βασίστηκε στην καταπληκτική διασκευή της Παναγιωτοπούλου πάνω στο έργο του Αλφρέντ Ζερί, γραμμένο το 1937. «Είναι ένα άκρως επίκαιρο έργο που μας δίνει αφορμή να γυρίσουμε στην ανθρωπιά, τη συντροφικότητα και την ανιδιοτελή αγάπη. Ειδικά μετά την Covid περίοδο και τη μεγάλη τρικυμία που ζήσαμε αισθανόμαστε την ανάγκη να έρθουμε πιο κοντά» λέει ο σκηνοθέτης. «Είναι ιδιαίτερα αγαπητό στο ελληνικό κοινό, μια και θα μπορούσε κάλλιστα να διαδραματίζεται σε μια αθηναϊκή γειτονιά. Οι χαρακτήρες μας είναι τόσο γνώριμοι, είναι οι καθημερινοί άνθρωποι που έχουμε συνηθίσει στο μεγάλωμά μας».

Η ιστορία του έργου παρότι διαδραματίζεται στο Παρίσι της δεκαετίας του ’30 παραμένει διαχρονική και επίκαιρη. Οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας ζούνε χτυπημένοι από την κρίση της εποχής και η καθημερινότητα των ενοίκων του «Εκτου πατώματος» ξεδιπλώνεται μέσα από τους έρωτες, τις συγκρούσεις, τους ατελείωτους καβγάδες αλλά και τα όνειρα που κάνει ο καθένας για τη ζωή του. Η αγαπημένη ηθοποιός Μίρκα Παπακωνσταντίνου, που έχει έναν ιδιαίτερο ρόλο-έκπληξη στην παράσταση, κάνει τον παραλληλισμό με το σήμερα, σχολιάζοντας μάλιστα και την ταξική διαφοροποίηση: «Στους πρώτους ορόφους ζούσαν οι πλούσιοι αστοί. Ενώ στους τελευταίους ορόφους, που δεν είχαν ασανσέρ, οι πλέον οικονομικά εξαθλιωμένοι. Στο Παρίσι του έργου λίγο πριν από τον πόλεμο επικρατεί τεράστια οικονομική κρίση. Αλλά και τώρα ένα είδος πολέμου δεν ζούμε; Φτώχεια, έλλειψη φαρμάκων, πανδημία. Ζοφερή κατάσταση. Kι εμείς οι εργάτες του θεάτρου την ίδια κατάσταση βιώνουμε και σας λέμε “ελάτε να κλάψουμε, να γελάσουμε, να ζήσουμε τη φτώχεια, τις αγάπες τους, τους καβγάδες τους”. Αλλά και να αισιοδοξήσουμε».

Ο Αρμάν Μενετιάν (Ζοζό), η Ευαγγελία Μουμούρη και η Μαριαλένα Ροζάκη (η μικρή Εντβίζ) βρίσκονται στη σκηνή προβάροντας το «Τραγούδι της ζήλιας». Ο Σταμάτης Κραουνάκης είναι απαιτητικός. Δίνει βάση στην παραμικρή λεπτομέρεια. Μια μουσική φράση και stop. Και πάμε ξανά. Η κάθε λέξη, η κάθε νότα πρέπει να βρίσκονται στη σωστή θέση. Οι ηθοποιοί τον ακούν προσεκτικά. Το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από τέλειο. «Μιλάμε για μια dream team, κακά τα ψέματα» μου λέει ο ανερχόμενος ηθοποιός Βασίλης Αθανασόπουλος (Ανρί Ζονβάλ). «Θυμάμαι την πρώτη ανάγνωση του έργου. Γυρίζω και λέω στον σκηνοθέτη: “Δεν το ζω αυτό!”. Από την πρώτη ανάγνωση το ζωντάνεψαν το κείμενο, γελούσαμε. Για εμένα ήταν σοκ, σε βάραγε στο στομάχι – κι ακόμη μου συμβαίνει».

«Οι άνθρωποι του “Έκτου πατώματος” ενώ τσακώνονται συνεχώς, εν τέλει συνασπίζονται για να αντιμετωπίσουν το κοινό κακό. Το βλέπω ως ένα παραλληλισμό, μιας και το έργο είναι γραμμένο λίγο πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε ίσως διαφαινόταν τι θα συμβεί: o λαός συσπειρώνεται απέναντι στον κοινό εχθρό» μου λέει η ηθοποιός Δανάη Λουκάκη (Ζαν). «Έτσι συναναστρεφόμαστε, έτσι συνδεόμαστε. Ο ένας θα βρίσει, ο άλλος θα φωνάξει, η άλλη θα ζητήσει τα ενοίκια, αλλά τελικά όλοι αγαπιούνται. Και τελικά είναι ίδιον ελληνικό αυτό…», συμπληρώνει, εξηγώντας την απήχηση -λόγω αυτής της ταύτισης- που έχει το έργο στο ελληνικό κοινό.

Ο Αρμάν Εδουάρδος Μενετιάν (Ζοζό), από τους νεότερους ηθοποιούς της παράστασης, μου μίλησε για την ευτυχή συγκυρία να συνεργάζεται με όλους αυτούς τους καταξιωμένους ηθοποιούς: «παρά τις απαιτητικές πρόβες υπάρχει ένα ευχάριστο κλίμα, γελάμε, περνάμε όμορφα». Και αυτός επίσης κάνει αναφορά στη μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου. «Είναι τόσο συγκινητικά όσο και κωμικά, πολυποίκιλα και παίζουν μεγάλο ρόλο στην επιτυχία της παράστασης -και βέβαια δεν παραλείπω το καστ. Προσωπικά ξεχωρίζω “Το τραγούδι της κουπαστής”», μου λέει ενώ έχει μόλις ολοκληρώσει την απαιτητική του πρόβα.

Οι ολονυχτίες γέννησαν την υπέροχη μουσική…

«Ολα έγιναν επειδή ήθελε η Αννα» λέει χαρακτηριστικά ο Σταμάτης Κραουνάκης αναφερόμενος στην παράσταση του 1991. «Οταν πρωτοδιάβασα τη διασκευή δεν γέλασα καθόλου. Υστερα από ολονυχτίες με τη Λίνα γεννήθηκαν αυτά τα τραγούδια, όπως ακριβώς τα ζητούσε η διασκευή. Γέλια και γλύκα» Τριάντα χρόνια μετά και μην έχοντας βγάλει ποτέ αυτό το κείμενο από το μυαλό του, βρίσκεται πάλι στη σκηνή για να προβάρει τα τραγούδια. «Στην πρώτη πρόβα βρήκα τη Μίρκα και τον Φραγκιόγλου. Μετά μπήκαμε στο ταξίδι να ξαναζήσουν αυτοί οι ήρωες. Το κείμενο το είχα και περίμενε πάνω πάνω. Πάλι η Λίνα, ο Μανόλης Παντελιδάκης στα σκηνικά κι ο νέος θίασος, δηλαδή τα πρόσωπα που θα αγαπήσουμε. Τόσοι δικοί μου άνθρωποι πάλι εδώ κι άλλοι που τους αγαπούσα και δεν είχε τύχει. Παρέα με τον Γιώργο Βάλαρη για το καστ. Χιούμορ, ανιδιοτέλεια και πίστη. Θερμά ευγνώμων σε κείνον και σε όλους».

Η προ 30ετίας παράσταση έχει χαραχτεί στη μνήμη όχι μόνο του κοινού αλλά και των ίδιων των ηθοποιών. Η Ευαγγελία Μουμούρη (Γκρίζα Κυρία) μου μιλάει για την παράσταση που άφησε εποχή και βουρκώνει. «Ημουν μόλις 18 χρόνων και ήθελα να δώσω εξετάσεις στο Εθνικό Θέατρο. Πήγα μόνη μου να τη δω και είχα πραγματικά εκστασιαστεί! Ηταν μια δουλειά με ανεμελιά, μπρίο και συγκίνηση. Σκεφτόμουν τι ωραία θα ήταν να έπαιζα κι εγώ εκεί και τριάντα χρόνια μετά να ’μαι! Πιστεύω ότι θα μας ακουμπήσει το μαγικό ραβδάκι των παλιών ηθοποιών και θα πάμε καλά. Πολύ θα ήθελα να έρθει η Νένα Μεντή, της οποίας παίζω τον ρόλο, να μας δει. Εγώ τη φέρνω διαρκώς στο μυαλό μου».

Και η Ελένη Καστάνη (Κυρία Μαρέ) στέκεται στην «καλλιτεχνική επιτυχία –πέρα από εμπορική– της παράστασης. Η μουσική του Κραουνάκη ήταν υπέροχη όπως και η διανομή, ήταν το πρότυπό μας αυτοί οι ηθοποιοί». Το «Εκτο πάτωμα» είναι μια γλυκόπικρη ιστορία, ένα κωμικό δράμα, και η Ελένη Καστάνη μου μιλάει με αγάπη για τους κωμικούς ηθοποιούς. «Νιώθω μεγάλη συγκίνηση όταν έρχεται κάποιος στην παράσταση και μου λέει ότι ένιωθε χάλια και του έφτιαξα τη διάθεση. Μόνο και μόνο γι’ αυτό θέλω να κάνω αυτήν τη δουλειά».

Ο Γιώργος Βάλαρης πολύ σοφά κράτησε τα δύο ατού της προηγούμενης παράστασης: το κείμενο και τις μουσικές, αποφεύγοντας τις ακραίες καινοτομίες. Οπως εύστοχα σχολίασε ο Δημήτρης Φραγκιόγλου (Γιατρός): «Μπορεί το θέατρο να έχει προχωρήσει στον μεταμοντερνισμό, αλλά τα έργα που βγάζουν συναίσθημα –πραγματικό, όχι εκβιασμένο– είναι αυτά που στο τέλος κερδίζουν. Τα απλά και ανθρώπινα. Υπό το βάρος του προηγούμενου ανεβάσματος κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε για να απευθυνθούμε και στις νέες γενιές που έχουν ακούσει για το “Έκτο πάτωμα” αλλά δεν το έχουν δει».

Σε μια παράσταση με τόσους… «απόφοιτους λυκείου» δεν έλειψαν οι συζητήσεις για την πρόσφατη υποβάθμιση των πτυχίων των καλλιτεχνών. Ο Δημήτρης Πιατάς (Κος Οσπό) πάντα εύστοχος: «Αυτήν τη στιγμή η τέχνη περνάει τεράστια κρίση απαξίωσης. Ζούμε μια υποκριτική και επικίνδυνη φάση, στη διάρκεια της οποίας το παρακράτος είναι κράτος. Ευτυχώς έχουμε αντιστάσεις και ηθική, υπάρχουν πολλοί μαχόμενοι άνθρωποι ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Εχουμε αντισώματα…».

Info:
Πρεμιέρα 3/2, στο Θέατρο Ακροπόλ. Παίζουν: Υρώ Μανέ, Κώστας Μακεδόνας, Ελένη Καστάνη, Δανάη Λουκάκη, Μαριαλένα Ροζάκη, Αρμάν Εδουάρδος Μενετιάν, Βασίλης Αθανασόπουλος, Δημήτρης Φραγκιόγλου, Ευαγγελία Μουμούρη, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Δημήτρης Πιατάς.

Ετικέτες