Θέατρο παίζει με τις τράπεζες η κυβέρνηση

Με το μυαλό στις κάλπες τούς ασκεί δήθεν πιέσεις προκειμένου να «βάλουν πλάτη»

Και ξαφνικά με την είσοδο του Δεκεμβρίου έγινε κάτι εντελώς αναπάντεχο! Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η ίδια κυβέρνηση που έφερε έναν Πτωχευτικό Κώδικα ο οποίος για να υπηρετήσει το υπέρτερο συμφέρον του πιστωτή, της τράπεζας και του servicer κατάργησε την προστασία της πρώτης κατοικίας, η ίδια κυβέρνηση που ετοίμασε τροπολογία για να κατοχυρώσει τη νομιμότητα των πλειστηριασμών των servicers αλλά ενόψει εκλογών έκανε πίσω, η ίδια κυβέρνηση λοιπόν αποφάσισε να βγει μπροστά με ένα εντυπωσιακό θέατρο και να πουλήσει δημόσια «τσαμπουκά» στις τράπεζες λέγοντάς τους ότι, αφού έχουν πια κέρδη, οφείλουν να στηρίξουν τους ευάλωτους δανειολήπτες και τον Ελληνα καταθέτη.

Δεν πείθουν κυβέρνηση και Χρ. Σταϊκούρας ότι άρχισαν τον δημόσιο τσαμπουκά τους στις τέσσερις συστημικές τράπεζες προς όφελος των ευάλωτων δανειοληπτών και των καταθετών στην Ελλάδα

Η δημόσια επίδειξη κυβερνητικού τσαμπουκά ξεκίνησε την 1η Δεκεμβρίου με τη συνάντηση του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα με τις ηγεσίες των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, την οποία ακολούθησε μια ανακοίνωση που ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε ότι η κυβέρνηση θέλει από τις τράπεζες εντός ενός μήνα:

  • Πρώτον, να βρουν πώς θα αυξήσουν το ποσοστό αιτήσεων του εξωδικαστικού μηχανισμού που εγκρίνουν.
  • Δεύτερον, να στηρίξουν τους ενήμερους ευάλωτους δανειολήπτες, οι οποίοι λόγω της αύξησης των ευρωπαϊκών επιτοκίων θα έχουν να αντιμετωπίσουν αύξηση της μηνιαίας δόσης τους ως 30%, με τα δικά τους κέρδη.
  • Τρίτον, να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων που διατηρούν ακόμη κοντά στο μηδέν ενώ έχουν αυξήσει τα επιτόκια των νέων δανείων στο 4,86%.
  • Τέταρτον, να μειώσουν τις προμήθειες που επιβάλλουν στους πελάτες τους, ειδικά για τις απλές συναλλαγές.

Και βέβαια, πρόσθετε η ανακοίνωση, η κυβέρνηση δεν θα εγκρίνει μπόνους για τα τραπεζικά στελέχη για το 2022.

Τις αμέσως επόμενες μέρες ακολούθησε ένα κρεσέντο αυστηρής κυβερνητικής ρητορικής προς τις τράπεζες, με τον Χρ. Σταϊκούρα να δηλώνει ότι είναι «απαράδεκτο οι τράπεζες να κρατούν ακόμη τα επιτόκια καταθέσεων στο 0,05% και να έχουν αυξήσει από τον Οκτώβριο τα επιτόκια των δανείων στο 4,86%» και τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να εκπέμπει τα δικά του διδάγματα προς τους τραπεζίτες μπροστά στις κάμερες και ενώπιον της προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ σταδιακά τη σκυτάλη πήραν ορισμένα φιλοκυβερνητικά media, με τους αρθρογράφους τους να ανακαλύπτουν ξαφνικά την πυρίτιδα!

Οτι δηλαδή επί 15 χρόνια οι ελληνικές τράπεζες πήραν από το ελληνικό δημόσιο και τους Ελληνες φορολογούμενους σχεδόν 70 εκατ. ευρώ (αλήθεια είναι, αλλά αυτό έχουμε συνηθίσει να το ακούμε από τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι από τη ΝΔ) και τώρα οι ηγεσίες τους αποδεικνύονται «μονομερείς και αχάριστες» καθώς σε μια συγκυρία ανελέητων πληθωριστικών πιέσεων αρνούνται να βάλουν πλάτη.

Εχουν κέρδη 1 δισ. φέτος η καθεμία, λέει ο Τσίπρας

Οταν όμως μιλάει έτσι η ίδια η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, αναμενόμενο δεν είναι να υπερακοντίσει ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Ετσι, μετά τις δηλώσεις Σταϊκούρα – Μητσοτάκη βγήκε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας και υποστηρίζοντας ότι οι τράπεζες έχουν φέτος κέρδη 1 δισ. ευρώ η καθεμία, ζήτησε να τους επιβληθεί έκτακτη φορολογία μέχρι να υποχρεωθούν σε ρυθμίσεις δανείων.

Εκπληκτοι οι τραπεζίτες, όχι από τις δηλώσεις Τσίπρα αλλά από τη δημόσια κυβερνητική επίθεση, έσπευσαν να περάσουν στην άμυνα με δηλώσεις σε διάφορα media όπου μεταξύ των άλλων τόνιζαν: Πρώτον, ότι αν και αναγνωρίζουν ότι οι τράπεζες στηρίχτηκαν από το δημόσιο με σχεδόν 70 δισ. ευρώ, έχουν διανύσει μεγάλο δρόμο για να μειώσουν τα 106 δισ. ευρώ των «κόκκινων» δανείων που είχαν κατά την κορύφωση της μεγάλης ελληνικής κρίσης σε κάτω από 10 δισ. ευρώ το 2022 και έως πέρσι ακόμη είχαν μεγάλες ζημιές. Δεύτερον, ότι τα περίφημα 2,8 δισ. ευρώ κέρδη που οι ίδιες οι τράπεζες ανακοίνωσαν στο εννιάμηνο 2022 λίγο έως πολύ είναι πέτσινα, με την έννοια ότι μόνο τα μισά είναι πράγματι οργανική κερδοφορία και τα υπόλοιπα αποτελούν έκτακτα έσοδα. Με δυο λόγια, οι τραπεζίτες αναγνώρισαν ότι φέτος επέλεξαν να αυξήσουν τεχνητά τα κέρδη τους για να ενισχύσουν αυτόνομα την πιστοληπτική τους αξιολόγηση και να την αποσυνδέσουν από πιθανές περιπέτειες με την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας ενόψει εκλογών, για να αυξήσουν την αξία της μετοχής τους αλλά και για να πετύχουν μείωση των υψηλών επιτοκίων, της τάξης του 7,5-8,5%, με τα οποία και οι ίδιες πια δανείζονται από τις αγορές. Αυτά τα πράγματα μπορεί να μην είναι γνωστά στον πολύ κόσμο αλλά στους οι κ ον ομολογούν τες και στο υπουργείο Οικονομικών είναι πασίγνωστα, γι’ αυτό και οι τράπεζες ξαφνιάστηκαν από το δημόσιο κατηγορώ της κυβέρνησης, που λίγο έως πολύ τους χάλαγε τα κατά συνθήκη ψεύδη τους.

Για τον λόγο αυτό λοιπόν οι τραπεζίτες αντέδρασαν κατηγορώντας ωμά και ευθέως, έστω και κρατώντας την ανωνυμία τους, την κυβέρνηση της ΝΔ ότι παρενέβη λαϊκίζοντας ασύστολα, προκειμένου να φανεί εκείνη η καλή στα μάτια της κοινωνίας και να βγουν οι τραπεζίτες οι κακοί ενόψει εκλογών. Και συνεχίζοντας διατύπωσαν την απειλή ότι αν το παρακάνει με τις απαιτήσεις της, υποχρεώνοντάς τις σε μεγάλη μείωση της έτσι κι αλλιώς όχι σπουδαίας κερδοφορίας τους, δεν θα μπορούν να δώσουν δάνεια, οπότε θα χαθεί το τρένο της ανάπτυξης.

Τρία… θα γίνουν τα τέσσερα ζητήματα

Από την άλλη μεριά, όμως, όταν μια ακραία νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση όπως της Νέας Δημοκρατίας, η οποία αρνείται επίμονα να παρέμβει στην αγορά ενέργειας, με αποτέλεσμα η κοινωνία και η οικονομία ολόκληρη να πληρώνουν το κόστος του πιο ακριβού ρεύματος πανευρωπαϊκά, φτάνει να παρεμβαίνει στις τράπεζες, είναι αναμενόμενο να κάνουν κι αυτές κάποιες υποχωρήσεις και η όλη υπόθεση, με όλα τα επικοινωνιακά της στοιχεία, να καταλήγει σε συμβιβασμό μεταξύ κυβέρνησης και τραπεζών πάνω στα τρία από τα τέσσερα ζητήματα που έθεσε ο Χρ. Σταϊκούρας, ο οποίος αναμένεται να ανακοινωθεί έως την επόμενη εβδομάδα και θα περιλαμβάνει:

Πρώτον, τη δέσμευση των τραπεζών για αύξηση των επιτοκίων για τις καταθέσεις από το μηδέν όπου βρίσκονται σήμερα (συγκεκριμένα στο 0,05%) στο 0,5% και των επιτοκίων για τις καταθέσεις προθεσμίας στο 1%. Ακόμη κι έτσι, η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια νέων καταθέσεων και τα επιτόκια νέων δανείων παραμένει μεγάλη, στο 4,36%, η κυβέρνηση όμως θα μπορεί να πει ότι κάτι έκανε. Το συγκεκριμένο στοίχημα όμως ήταν εύκολο να κερδηθεί. Με δυο λόγια, οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να αρχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια καταθέσεων και τα αυξάνουν όχι μόνο γιατί τους το ζήτησε η ΝΔ, όχι μόνο γιατί η πολιτική των μεγάλων επιτοκιακών διαφορών που εφαρμόζουν οι δικές μας τράπεζες αποτελεί αμιγώς ελληνικό φαινόμενο που έχει καυτηριαστεί σε παλαιότερες ευρωπαϊκές εκθέσεις, αλλά κυρίως γιατί πριν από λίγες μέρες η μικρή Παγκρήτια Τράπεζα αύξησε το επιτόκιο καταθέσεων σε 1%, σπάζοντας έτσι εμπράκτως τις άτυπες εναρμονισμένες πρακτικές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και κινώντας τον ανταγωνισμό.

Δεύτερον, τη μείωση ή και κατάργηση ορισμένων προμηθειών που κι αυτές αποτελούν μοναδικό ελληνικό φαινόμενο, στον βαθμό που επιβάλλονται σε απλές πράξεις όπως η έκδοση κάρτας ή το αντίτυπο κίνησης λογαριασμού. Τρίτον, τον σχεδιασμό ενός προγράμματος στήριξης των ενήμερων ευάλωτων δανειοληπτών (δηλαδή αυτών που και χαμηλά εισοδήματα έχουν και καθυστερημένες οφειλές δεν έχουν), που εντός του προσεχούς τριμήνου θα κληθούν να πληρώνουν 30% αυξημένη δόση. Το πρόγραμμα αυτό θα δομηθεί στα πρότυπα του προγράμματος «Γέφυρα», με το οποίο η κυβέρνηση πλήρωνε με δημόσιο χρήμα στις τράπεζες μέρος της δόσης του δανείου για ορισμένες ομάδες δανειοληπτών κατά την πανδημία και το οποίο ήταν ευεργετικό τόσο για τους δανειολήπτες όσο και για τις τράπεζες, καθώς χάρη σ’ αυτό απέφυγαν την περαιτέρω αύξηση των «κόκκινων» δανείων τους. Αλλά αντί να καλύπτει 75.632 δάνεια πρώτης κατοικίας και 50.096 δικαιούχους –κατά τα πρότυπα του προγράμματος «Γέφυρα», όπως ζήτησε η κυβέρνηση–, το πρόγραμμα των τραπεζών θα καλύψει 30.000 δικαιούχους και αρκετά περισσότερα δάνεια, με τις τράπεζες να απορροφούν από τα κέρδη τους το μισό της αύξησης της δόσης, δηλαδή ας πούμε ένα 15% επί συνόλου 30%.

Ετικέτες