Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες ως τα εστιατόρια κυριαρχεί ο εκθεατρισμός της δημόσιας σφαίρας εις βάρος όλων των γνωρισμάτων του αληθινού θεάτρου.
Η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι, συνυφασμένη με την ποτάμια παρέλαση των αθλητικών αποστολών, έδειξε πιο καθαρά από ποτέ τις διαστάσεις που έχει πάρει ο εκθεατρισμός της δημόσιας σφαίρας. Μια τεράστια ποικιλία εκδηλώσεων που κυμαίνονται από τις πολιτικές αναμετρήσεις ως τις γαστρονομικές παρουσιάσεις και από τις φεστιβαλικές εμφανίσεις ως τις αθλητικές διοργανώσεις καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια αυτής της σφαίρας και προσηλυτίζει το βλέμμα στη ρωμαϊκή εκδοχή ενός πολιτισμού του θεάματος.
Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι η προβολή της όψης και μοναδικό τους μέλημα η υφαρπαγή των άμεσων εντυπώσεων. Ως αποτέλεσμα οι παρενέργειες της επίδειξης κυριαρχούν έναντι της ουσίας και το ενέργημα υποσκελίζεται από την παθητική του πρόσληψη, όπως έχει καταδείξει ήδη από το 1967 ο Γκυ Ντεμπόρ στην «Κοινωνία του θεάματος».
Oλα είναι θέατρο
Εκτοτε, ωστόσο, πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι. Από τις πολιτικές συγκεντρώσεις αποσπώνται επιλεκτικά τα πλάνα που περιέχουν επεισοδιακές ακρότητες και ενδυματικές προκλήσεις, ενώ η τηλεοπτική τους αναμετάδοση εστιάζει στη σκηνογραφική αποτύπωση των δρώμενων. Η φωτισμένη έκταση μιας πλατείας μειώνει ή αυξάνει τον όγκο του πλήθους ανάλογα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε τηλεσκηνοθεσίας. Οι περιοδείες των πολιτικών ηγετών προσκηνοθετούνται από την πρώτη δήλωση ως την τελευταία χειραψία και το φόντο των επισκέψεων επιλέγεται με βάση τον διάκοσμο. Οι προεκλογικές αναμετρήσεις δεν κρίνονται από τον λόγο αλλά από το εκφραστικό τους περίγραμμα, ο διάλογος εκφυλίζεται σε επιθετικές ατάκες και το επιχείρημα ωχριά μπροστά στη θεατρίζουσα χειρονομία. Το επικοινωνιακό πλεονέκτημα εξασφαλίζεται μέσω ενός επιζωγραφισμένου σκηνικού τοπίου που κλέβει τις εντυπώσεις αποπλανώντας το βλέμμα.
Στα εστιατόρια της υψηλής γαστρονομίας ο χώρος υποδοχής αντιστοιχεί στο φουαγέ του θεάτρου ενώ η σάλα είναι επιμελώς σκηνογραφημένη, με τα τραπέζια, τις καρέκλες και τα βοηθητικά έπιπλα σε θεαματική παράταξη. Τα σκηνικά αντικείμενα, πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα, οφείλουν να έχουν ακριβώς προκαθορισμένη θέση και ο κατάλογος των φαγητών επέχει θέση θεατρικού προγράμματος. Πρωταγωνιστές είναι τα ακριβότερα πιάτα, ενώ τα προδόρπια και τα επιδόρπια κρατούν τους δεύτερους ρόλους. Το σερβίρισμα έχει αναχθεί σε λεπτή επιχείρηση και η έμφαση έχει μετατοπιστεί από το έδεσμα στην παρουσίασή του. Τα πιάτα παρελαύνουν με την κομψότητα γλυπτών και ο σεφ σκηνοθετεί την όλη παράσταση από την κουζίνα με βοηθό σκηνοθέτη τον υπεύθυνο της σάλας.
Τις συναυλίες τις κάνει ο τραγουδιστής αλλά η απαστράπτουσα σκηνογραφία τους, αποτέλεσμα συν-σκηνοθεσίας των μάνατζερ και των εμπορικών χορηγών, τον υπερβαίνει κατά πολύ. Σφιγμένος σε κοστούμια όσο γίνεται πιο φανταχτερά, αρχαιοπρεπώς τερατόμορφα, βλακωδώς καρναβαλικά ή ψευδομυθικώς διαστημικά, πασχίζει ο καημένος κάπως να φανεί. Αυτός που καθήλωνε βασιλείς, ήρωες και θεούς με μια λύρα μονάχα, έναν αυλό ή μια άρπα, είναι πια ασήμαντος. Εξαφανισμένος σ’ ένα φαραωνικό σκηνικό ηλεκτρονικής χλιδής, καταποντισμένος από τον αλαλαγμό του πλήθους και καταβροχθισμένος από μια αφρίζουσα θάλασσα φωτός, μοιάζει με τον Ιωνά στην απέραντη σπηλαιώδη κοιλιά μιας αχόρταγης φάλαινας.
Σκηνοθεσία του θριάμβου
Το θέαμα δεν είναι φυσικά ρωμαϊκή επινόηση. Αποτελεί λειτουργική παράμετρο των τελετών και των εορταστικών εκδηλώσεων κάθε πολιτισμού, αλλά μονάχα στη Ρώμη καταλαμβάνει τόσο περίοπτη θέση. Στην περίοδο της παρακμής, μάλιστα, ανακηρύσσεται σε αυτοσκοπό και καλύπτει το αντικείμενό της με τα πέπλα μιας επίδειξης που καταλήγει σε απόκρυψη. Στην πομπή του θριάμβου (pompa triumphalis) ελάχιστα ενδιαφέρει το πρόσωπο του θριαμβευτή αλλά αυτή καθαυτή η σκηνοθεσία του θριάμβου: οι έφιπποι αξιωματούχοι και τα άρματα με τα λάφυρα, οι αυλητρίδες και οι σαλπιγκτές, τα εξωτικά ζώα στα κλουβιά τους και η χορογραφία των επιφανών αιχμαλώτων με τις αλυσίδες τους. Στις γιορτές των πολυώνυμων θεών, που αν και αφθονούσες πολλαπλασιάζονται καρκινοειδώς, τα χωρατά των πλανόδιων διασκεδαστών υποσκελίζουν τους αστεϊσμούς της κωμωδίας και οι πάσης φύσεως θεατρινισμοί επισκιάζουν τα υποκείμενα του θεάτρου.
Η διαφορά της θεατρικότητας από το θέατρο είναι ωστόσο πολύ λεπτή για τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς της εποχής. Ετσι, ο Τερτυλλιανός όχι μονάχα την παραμερίζει, αλλά βάζει στο ίδιο σακί «την τρέλα του ιπποδρόμου, την ανηθικότητα του θεάτρου, τη φρικαλεότητα της αρένας και την επιπολαιότητα των σταδίων»! Συμπερίληψη τόσο χονδροειδής που σήμερα προξενεί στην καλύτερη περίπτωση γέλια και στη χειρότερη θυμηδία. Αυτή η στάση βέβαια είναι ευνόητη καθώς για τους χριστιανούς των πρώτων αιώνων ο θεατής είναι εκ φύσεως ειδωλολάτρης ενώ ο πιστός είναι ακροατής του θείου λόγου.
Η ίδια συμπεριληπτική λογική εντούτοις χαρακτηρίζει και τη δική μας εποχή, με τη διαφορά ότι ενώ ο Τερτυλλιανός καταγγέλλει ως ασεβή τα προχείρως αθροιζόμενα θεάματα, ο δυτικός πολιτισμός, ομνύοντας στην ενοποίηση των ανομοίων, τα αποθεώνει σε εκθετικό βαθμό. Στον βωμό ενός πολυκλαδικού θεάματος θυσιάζεται το θέατρο και θριαμβεύει η θεατρικότητα της πρώτης όψεως των πραγμάτων. Μια θεατρικότητα λειψή που, στερημένη από εσωτερικότητα, διαχέεται στα επιμέρους και τελικά επιβάλλεται εφ’ όλης της ύλης με αποκλειστικό της όχημα τη σκηνογραφία.
Οπως ακριβώς στο Παρίσι των φετινών Ολυμπιακών Αγώνων, λοιπόν, η θεατρικότητα διαχέεται σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις και καθιστά ολόκληρη την πόλη κερκίδα και σκηνικό μαζί. Οι κομπάρσοι επιβιώνουν, έστω για λίγο, αλλά το θέατρο ζορίζεται από την άνευ όρων αποχαλίνωσή του.