Θεατρικές παραστάσεις Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου: Ελπίδες, αστοχίες, προοπτικές

Θεατρικές παραστάσεις Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου: Ελπίδες, αστοχίες, προοπτικές
(© Θωμάς Δασκαλάκης)

Είδαμε τις θεατρικές παραστάσεις του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και τις αξιολογούμε.

Υστερα από δύο χρόνια ελλειπτικής λειτουργίας του µεγαλύτερου πολιτιστικού θεσµού της χώρας εξαιτίας της πανδηµίας, το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου παρουσίασε φέτος ολοκληρωµένο και πλήρως καταρτισµένο πρόγραµµα, υπηρετώντας το όραµα ενός παν-καλλιτεχνικού φεστιβάλ το οποίο συγκεντρώνει και παρουσιάζει τις σύγχρονες εκφάνσεις του πολιτισµού. Στο θέατρο παρουσιάστηκαν συνολικά 24 παραστάσεις από Ελληνες δηµιουργούς αλλά και από ξένες µετακλήσεις στα τρία θεατρικά κέντρα του: το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, το Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου και την Πειραιώς 260. Σηµαντικός ο απολογισµός αυτής της χρονιάς, µιας και έδωσε την ευκαιρία στην Κατερίνα Ευαγγελάτου για πρώτη φορά στη θητεία της να αναπτύξει το όραµά της για το φεστιβάλ, το οποίο είχε ωραίες στιγµές αλλά και ατυχείς· είδαµε ελπιδοφόρες προοπτικές και απογοητευτικές προσεγγίσεις.

Από αριστερά: «Πέρσες» του Αισχύλου (© Σταύρος Χαμπάκης), «Μήδεια» του Μποστ (© Ελίνα Γιουνανλή), «Αίας» του Σοφοκλή (© Karol Jarek), «Αγαμέμνων» του Αισχύλου (© Πάτροκλος Σκαφίδας)

Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου

Τα sold out και οι μοιραίες συνέπειες

Οκτώ οι παραστάσεις που φιλοξενήθηκαν φέτος στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, για το οποίο μάλιστα διοργανώθηκε ειδική ημερίδα στο φεστιβάλ σχετικά με το ποιες θεατρικές παραστάσεις πρέπει να παίζονται στο εξαιρετικής βαρύτητας θέατρο. Ημερίδα πολύ χρήσιμη θεωρητικά, αλλά άτοπη εντέλει και μάλλον χωρίς πρακτική ακολουθία, όπως φαίνεται και από τις παραστάσεις που είδαμε.

Γιατί το ερώτημα αν πρέπει να παίζεται Μποστ στην Επίδαυρο, όπως προέκυψε ως μέγα ζήτημα της επιλογής του Εθνικού Θεάτρου να αναθέσει στον Γιάννη Καλαβριανό την αποδομητική «Μήδεια» του συγγραφέα (παράσταση που σοφά ισορρόπησε στην αριστοφανική απόδοσή του), ωχριά μπροστά στο σικέ κατασκευασμένο σίκουελ τηλεοπτικής σειράς έτσι όπως παρουσιάστηκε η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή με την υπογραφή του Τσέζαρις Γκραουζίνις. Το πρόβλημα δεν είναι ότι έπαιξαν ηθοποιοί από τηλεοπτική σειρά (αλίμονο, η τηλεόραση, τα σίριαλ, ακόμη και οι διαφημίσεις είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς του ηθοποιού, όπως το θέατρο και ο κινηματογράφος), αλλά η καταχρηστική λογική της εκμετάλλευσης της επιτυχίας μιας σειράς και της εργαλειοποίησης του αρχαίου θεάτρου που ανοίγει παρόμοιους δρόμους και για το μέλλον. Το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου θυσιάστηκε σκανδαλωδώς σε υποβιβασμό για τα δύο sold out της παράστασης. Επιλογή που βαραίνει τόσο την παραγωγή όσο και την Κατερίνα Ευαγγελάτου, η οποία επέτρεψε να συμβεί αυτό καταδικάζοντας σε αχρηστία και κενολογία τόσο την ημερίδα για το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου όσο και τις ημερίδες για την «Αντιγόνη» στον κύκλο «Αντιγονισμός» που εκείνη εισήγαγε και στον οποίο εντάχτηκαν οι δύο παραστάσεις σε Επίδαυρο και Πειραιώς.

Αντίθετα, η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» του Θέμη Μουμουλίδη, παρά την παρόμοια τηλεοπτική επιλογή της πρωταγωνίστριας Μαρίας Πετεβή (η οποία στάθηκε στην ορχήστρα με αξιοθαύμαστη υποκριτική δεινότητα, δικαιώνοντας την επιλογή της στο απόλυτο), δεν επένδυσε σε τηλεοπτική κατάσταση και παρά τα επιμέρους θέματα (όπως π.χ. η απλοϊκή μετάφραση) απέδωσε μια ισορροπημένη σε μορφή και ήθος παράσταση.

Στην έτερη παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, στον δύσκολο «Αίαντα» που ανατέθηκε στον Αργύρη Ξάφη, τα πράγματα επίσης δεν πήγαν καλά. Ο πολύ καλός ηθοποιός στάθηκε μάλλον πρόωρα στην ορχήστρα της Επιδαύρου λυγίζοντας υπό το άγχος του νεωτερισμού. Η επέμβασή του στη δομή του σοφόκλειου έργου συνέβαλε στην κατάλυση της τραγικότητας και της ειρωνείας του «Αίαντα».

Ο Δημήτρης Καραντζάς με εντιμότητα δήλωσε από την αρχή την πρόθεση της διασκευής των «Περσών» του Αισχύλου. Πάντα προσεκτικός στην επιλογή των ηθοποιών του, απέδωσε την τραγωδία με διάθεση ουσιαστικής ανανεωτικής ματιάς σε όλα τα στοιχεία της. Είτε άρεσε είτε όχι η παράσταση (προσωπικά έχω κάποιες επιφυλάξεις, ιδιαίτερα ως προς το φινάλε), οφείλουμε να ομολογήσουμε πως ο Δημήτρης Καραντζάς τολμά και καταθέτει μια πλήρως δομημένη πρόταση, την υπερασπίζεται σθεναρά με σκηνικά επιχειρήματα. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου παρουσίασε επιτέλους (οι περσινές πυρκαγιές δεν το επέτρεψαν) την «Ελένη» του Ευριπίδη –παραγωγή του ΚΒΘΕ–, επιβεβαιώνοντας με τον πλέον περίτρανο τρόπο την ιδιότητα του δασκάλου της σκηνής και κλείνοντας πονηρά το μάτι.

Η «Αλκηστη » του Ολλανδού Γιόχαν Σίμονς που δραστηριοποιείται στη Γερμανία δημιούργησε με την εκσυγχρονισμένη, λαμπερή όψη της παράστασης και τις σλάγκερ μουσικές επιλογές της μια ακόμη σχετική διχογνωμία, ενώ αντίθετα ο «Αγαμέμνονας» του Γερμανού Ούλριχ Ράσε μας ενθουσίασε (και δίκαια) με τη ρυθμική, γεμάτη μουσικότητα κίνηση και ερμηνεία του τραγικού και μια Κλυταιμνήστρα (Πία Χέντλερ) καταλυτική. Αναμφισβήτητα υπήρξε η σπουδαιότερη φετινή παράσταση.

Από αριστερά: «Επιτρέποντες» σε σκηνοθεσία Βασίλη Μαυρογεωργίου (© Κική Παπαδοπούλου), «Τουρνέ» σε σκηνοθεσία Ευριπίδη Λασκαρίδη (© Ελίνα Γιουνανλή)

Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου

Βαλτωμένες προσωποπαγείς επιταγές

Από πέρυσι η μικρή Επίδαυρος φιλοξενεί παραστάσεις του κύκλου «Contemporary ancients», παραστάσεις καινούργιων ελληνικών έργων βασισμένων σε αρχαίες τραγωδίες. Δεν θα αναφερθώ ιδιαίτερα σε καμιά από τις δύο που παραστάθηκαν («Ρίζες από βαμβάκι» της Κάλιας Παπαδάκη από την Εφη Θεοδώρου και «Φάκελος Βάνκαου» του Ηλία Μαγκλίνη από τον Σύλλα Τζουμέρκα), μιας και αμφότερες υπήρξαν αρκούντως απογοητευτικές, με βασικότερο πρόβλημα τη συγγραφική απόδοση και τη δραματουργία τους. Υπήρξε και τρίτο έργο γραμμένο από τον Χρήστο Χωμενίδη («Γίνεται δέντρο το πουλί;»), το οποίο τελικά δεν παραστάθηκε, καθώς, όπως αναφέρουν ανεπιβεβαίωτες δημοσιογραφικές πληροφορίες, ο συγγραφέας δεν συμφώνησε με τον σκηνοθέτη Βασίλη Μαυρογεωργίου στη διανομή. Αντ’ αυτού ο Βασίλης Μαυρογεωργίου ανέλαβε με βαριά καρδιά, όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος, τους «Επιτρέποντες» του Μενάνδρου.

Στο ίδιο θέατρο φιλοξενήθηκε και η παράσταση «Τουρνέ» του Ευριπίδη Λασκαρίδη, στην οποία δυστυχώς ο δημιουργός επέλεξε να αφήσει πίσω τη σιωπηλή μαγεία που συνόδευε τις προηγούμενες δουλειές του και να αφεθεί σε μια σκηνική φλυαρία που αιωρούνταν ανάμεσα στη σεφερλική αισθητική και τον κιτσοπουλικό ισοπεδωτισμό.

Ο κύκλος «Contemporary ancients», αν και με δυνατότητες να συνεισφέρει στον διάλογο για τις επιρροές και τη διαχρονικότητα του αρχαίου δράματος, χωλαίνει μιας και ούτε πέρυσι (με εξαίρεση ίσως την παράσταση της Ελένης Σκότη) δεν κατέθεσε έργα με στιβαρή θέση. Τα περισσότερα είτε καταλήγουν σε μια επιδερμική πρωτόλεια επικάλυψη είτε σε μια αυστηρά προσωποπαγή αυτοαναφορική συγγραφική επιταγή. Θεωρώ πως μια λύση για να αναδειχτεί και να πάει ουσιαστικά μπροστά αυτός ο θεματικός κύκλος (για την εισαγωγή του οποίου αποδίδουμε τα εύσημα στην Κατερίνα Ευαγγελάτου) είναι η λειτουργία ενός ετήσιου εργαστηρίου θεατρικής γραφής το οποίο θα καταλήγει στην επιλογή του επόμενου ρεπερτορίου. Ο διαγωνιστικός χαρακτήρας και όχι η απευθείας ανάθεση θα έχει τη δυνατότητα να αναδείξει νέους συγγραφείς, να προωθήσει τη δουλειά τους, να προσδώσει κίνητρο και –το σημαντικότερο– να αποδώσει έργα-διαμάντια που αφουγκράζονται επί της ουσίας το σήμερα.

Από αριστερά: «Η άλλη πλευρά της καταιγίδας» σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά (© Alex Kat), «Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή (© Χρήστος Συμεωνίδης), «Ταρτούφος ή ο υποκριτής» σε σκηνοθεσία Ιβο βαν Χόβε (© Jan Versweyve)

Πειραιώς 260

Ελληνικοί πειραματισμοί, διεθνείς βεβαιότητες

Η Πειραιώς 260 παραδοσιακά φιλοξενεί παραστάσεις που έχουν να προτείνουν και να παρουσιάσουν σύγχρονες θεατρικές τάσεις και σχολές. Δώδεκα παραστάσεις –έξι ελληνικές και έξι διεθνείς μετακλήσεις– ισάριθμων δημιουργών είχαν την ευκαιρία να βρεθούν στις βιομηχανικής αισθητικής αίθουσές της. Αναφορικά με τις ελληνικές παραγωγές, ως φαίνεται, επικράτησε η άποψη ότι η νεανικότητα φέρνει και την πρωτοπορία, κάτι που ισχύει μόνο θεωρητικά.

Με εξαίρεση τον «παλαιό» Γιάννη Χουβαρδά, η παράσταση του οποίου άνοιξε το φεστιβάλ, οι υπόλοιπες πέντε ελληνικές παραγωγές ήταν δημιουργίες νεαρών σκηνοθετών οι οποίοι δεν κατάφεραν να πείσουν για την ανανεωτική ματιά τους. Τόσο η Γιούλα Μπούνταλη με την «Ανοιξη» όσο και η Ελεάνα Τσίχλη με τους «7 τρελούς» εγκλωβίστηκαν σε χιλιοειπωμένες αφηγηματικές γραμμές και σε παρωχημένη θεματογραφία (η μεν πρώτη με ένα θέμα που είχε ήδη εξαντληθεί από το πρώτο μισάωρο κατέφυγε σε μια άσκοπη επαναληπτικότητα, η δε δεύτερη προσπάθησε να ισορροπήσει στο σήμερα ένα κείμενο μάλλον ισοπεδωτικό και εκτός ιστορικής λογικής που μπλέκει και εξισώνει τον Μουσολίνι με τον Λένιν).

Η παράσταση «Youthquaqe» της Γιώτας Αργυροπούλου και των Blindspot Theatre Group υπήρξε επιεικώς απαράδεκτη, παρουσιάζοντας τη σύγχρονη νεολαία βυθισμένη και βαλτωμένη σε καταχρήσεις ουσιών, καταναλωτισμό, κραιπάλη – μια νεολαία αυτιστική, λες και δεν βιώνει η ίδια τις συνέπειες της κρίσης ενός βαθιά ταξικού οικονομικού συστήματος στο οποίο ζει και αναπτύσσεται. Παράσταση αρρωστημένη, κακοποιητική ακόμη και για τους εφήβους που συμμετείχαν και για την οποία γεννιούνται ερωτήματα σχετικά με τη χρηματοδότησή της, μιας και, όχι, η νεολαία στο σύνολό της δεν είναι αυτή που παρουσιάστηκε, ίσως είναι η χρήσιμη «καμένη» νεολαία που επιθυμεί το σύστημα.

Ο Αλέξανδρος Ραπτοτάσιος παρουσίασε μια εκδοχή της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή μες στον κόσμο των μίντια, αποτυγχάνοντας να υψώσει σύγχρονο πολιτικό λόγο, αυτοεγκλωβισμένος σε επιδερμικά τσιτάτα και συνθήματα μέσων μαζικής δικτύωσης, και δημιουργώντας σύγχυση στην αντίθεση όψης και λόγου, ενώ αντίθετα ο Γιώργος Κουτλής επιβεβαίωσε τη δυναμική παρουσία του στο θεατρικό γίγνεσθαι σε μια σκηνοθεσία κατά πολύ ανώτερη του έργου («Ο σκύλος, η νύχτα και το μαχαίρι» του Μάγενμπουργκ) που παρουσίασε – στα συν της παράστασης οι ερμηνείες υψηλού επιπέδου. Αλλά και ο Γιάννης Χουβαρδάς στην πολλά υποσχόμενη και πλούσια παράστασή του «Η άλλη πλευρά της καταιγίδας» –μια θεατρική συνάντηση Σαίξπηρ και Ουέλς– δυστυχώς επιβεβαίωσε τη σκηνοθετική δυστοκία που επιδεικνύει τα τελευταία χρόνια. Παράσταση χωρίς συναίσθημα (το οποίο εκβιάστηκε με τον άτοπο μονόλογο του γηραιού αλλά ενεργού και θαυμάσιου Γιάννη Βογιατζή), που σε όλα της θύμιζε κάτι άλλο (από Μαυρίκιο μέχρι και Βαρλικόφσκι).

Οι ξένες μετακλήσεις δεν τάραξαν ιδιαίτερα τα νερά της Πειραιώς 260. Με εξαίρεση τον Μολιερικό «Ταρτούφο ή ο υποκριτής» –o μάγος Ιβο βαν Χόβε κατάφερε για μια ακόμη φορά να μας ενθουσιάσει με το ρεαλιστικό βλέμμα του, δίνοντας και πάλι μαθήματα σύγχρονης απόδοσης και ανάδειξης ενός κλασικού έργου–, όλες οι παραστάσεις κινήθηκαν άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο σε ένα σταθερά αξιοπρεπές επίπεδο. Οι Nature Theater of Oklahoma με το «Μπερτ Τουρίντο: Μια όπερα» χλεύασαν τον τρόπο ζωής της πατρίδας τους και το αμερικανικό όνειρο· ο Χιλιανός Μάρκο Λαγέρα ασχολήθηκε φέτος με την κρατική βία και καταστολή στην «Οαση ατιμωρησίας»· μια ατυχή θεατρική μεταφορά του «Dogville» του Τρίερ επιχείρησε η Γαλλοβραζιλιάνα Κριστιάν Ζαταΐ με το «Λυκόφως»· το «Αδελφοσύνη, μια φανταστική ιστορία» ήταν ένα τρυφερό παραμύθι επιστημονικής φαντασίας γειωμένο σκηνικά με ρεαλισμό από τη Γαλλοβιετναμέζα Καρολίν Γκιγελά Ενγκιγέν· θαυμάσαμε το «Farm fatale» –μια σκηνική συνάντηση απαισιόδοξου Μπέκετ και αισιόδοξου Ιονέσκο– του Φιλίπ Κεν μέσα σε μια δυστοπική οργουελική ατμόσφαιρα του παραλόγου που όμως καταλήγει σε ελπιδοφόρα προοπτική της ανθρωπότητας.

Από την πρεμιέρα της «Αντιγόνης» σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκρουζίνις

Οικονομίστικη λογική και τηλεφίλ κοινό

Ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στο κοινό που κατέκλυσε φέτος το Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Απαίδευτο θεατρικά, καταδικασμένο ακούσια και αναγκαστικά στον αυτισμό της τηλεόρασης· δυστυχώς δεν φαίνεται να κέρδισε κάτι αισθητικά από τη βαρύτητα του χώρου, αντίθετα προσάρμοσε τον χώρο στη λογική του σταδίου και της διασκέδασης. Ο τρόπος για να διατηρηθεί το υψηλό επίπεδο του θεάτρου πρέπει να απασχολήσει όχι μόνο την Κατερίνα Ευαγγελάτου αλλά και τον εκάστοτε καλλιτεχνικό διευθυντή του φεστιβάλ. Επίπεδο που αφορά πρωτίστως την επιλογή των παραστάσεων και βεβαίως το κοινό που τις ακολουθεί. Γιατί φέτος διαπιστώσαμε μια «έκπτωση», ίσως αντισταθμιστική σε μια οικονομίστικη λογική, η οποία είναι η εύκολη λύση της σπαζοκεφαλιάς του συνδυασμού εμπορικότητας και αξιόλογου καλλιτεχνικού αποτελέσματος. Και το φεστιβάλ δεν πρέπει να λειτουργεί σε καμία περίπτωση με τη λογική ιδιωτικής εταιρείας παραγωγής αλλά να θέτει τους δικούς του καλλιτεχνικούς όρους στην όποια συνεργασία με αυτές.

Η καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Κατερίνα Ευαγγελάτου (© Ιωάννα Χατζηανδρέου)

Μια άλλη άποψη, μια διαφορετική αντιμετώπιση… Είναι καιρός πια

Είναι κοινό ανομολόγητο μυστικό ότι παρά την προκήρυξη υποβολής προτάσεων για το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, σχεδόν καμία πρόταση δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε βρίσκει τον δρόμο της στις σκηνές του φεστιβάλ· απορρίπτονται σχεδόν όλες συλλήβδην και ουσιαστικά οι παραστάσεις αποτελούν επιλογές και αναθέσεις του εκάστοτε καλλιτεχνικού διευθυντή. Νομίζω ότι ήρθε ο καιρός να αρχίσει να σπάει αυτή η «εθιμοτυπική» διαδικασία κατάρτισης προγράμματος. Ακόμη και αν ο καλλιτεχνικός διευθυντής είναι αυτός που επωμίζεται την ευθύνη του ρεπερτορίου και επικαρπώνεται τις ευστοχίες και τις αστοχίες, το φεστιβάλ οφείλει να είναι ανοιχτό ουσιαστικά και όχι τυπικά σε όλους τους δημιουργούς.

Documento Newsletter