Θεατρικές επιχορηγήσεις: Σε συνθήκες ασφυξίας

Σκηνή από πρόβα θεατρικής παράστασης. Η πολιτική του υπουργείου Πολιτισμού περιορίζεται αποκλειστικά στη χρηματική ενίσχυση των επιλεγμένων θιάσων ενώ στην εργαλειοθήκη του βρίσκονται παραπεταμένες εδώ και χρόνια προτάσεις για τη διεύρυνση του θεσμού των επιχορηγήσεων σε ποικίλα επίπεδα

Η παράλογη πολιτική του ΥΠΠΟ για τις θεατρικές επιχορηγήσεις υπενθυμίζει την ανάγκη ενός συνολικού επανασχεδιασμού που θα αντιμετωπίσει τα προβλήματα του χώρου.

Εχοντας συνεργαστεί για ζητήματα θεατρικής πολιτικής με το υπουργείο Πολιτισμού και με κάποιους από τους εποπτευόμενους φορείς του από ποικίλες θέσεις (μέλος της Επιτροπής Βραβείων Συγγραφής Θεατρικού Εργου και αργότερα διευθυντής του Εργαστηρίου Θεατρικής Γραφής του Εθνικού Θεάτρου, πρόεδρος της Επιτροπής Επιχορηγήσεων και σύμβουλος του Οργανισμού Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού), παρατήρησα ότι σκόνταφτα συνεχώς στα ίδια προβλήματα.

Για την αποτελεσματική τους αντιμετώπιση μάλιστα στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδιασμού, εισηγήθηκα τη δημιουργία του Εθνικού Κέντρου Θεάτρου και Χορού του οποίου υπήρξα ο πρώτος και δυστυχώς ο τελευταίος διευθυντής. Πέρα από την κατάρρευση του νεοσυσταθέντος κέντρου όμως, εν μέσω της οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα μας και για πρόσθετους λόγους που δεν είναι η ώρα να αναλυθούν εδώ, η ανάγκη μιας Ακαδημίας Παραστατικών Τεχνών είναι περισσότερο επιτακτική παρά ποτέ, καθώς τα ζητήματα που απασχολούν τη θεατρική κοινότητα όχι μόνο δεν έχουν επιλυθεί αλλά παροξύνονται.

Το Θεατρικό Μουσείο, που βολευόταν για χρόνια σ’ ένα στριμωγμένο και ακατάλληλο χώρο του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου Αθηναίων, σήμερα παραμένει άστεγο και με τα ιμάτιά του διαμοιρασμένα από δω κι από κει, ενώ εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως επαίτης της μουσειακής μας πραγματικότητας. Αυτό το μουσείο όμως συγκεφαλαιώνει τρεις αιώνες θεατρικής ζωής, που αντικατοπτρίζουν το πρόσωπο του νέου ελληνισμού όπως αρχίζει να διαμορφώνεται πριν ακόμη από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Η ανάδειξη των δεκάδων χιλιάδων τεκμηρίων του απαιτεί ενιαία στέγη – και όχι ένα κτίριο για το αρχείο, τη βιβλιοθήκη και το αναγνωστήριο και άλλο για το σκηνογραφικό υλικό, τα κοστούμια και τα καμαρίνια, όπως προβλέπει το σχέδιο του υπουργείου Πολιτισμού. Ετσι οι άνθρωποι του θεάτρου θα πρέπει να πάνε σε ένα χώρο για να μελετήσουν το κείμενο ή τη μετάφραση, το πρόγραμμα και την κριτικογραφία μιας παράστασης και να μεταβούν αλλού για να δουν τα κοστούμια και τη σκηνογραφική της διάρθρωση.

Δεν ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα

Η πολιτική των επιχορηγήσεων ήταν ανέκαθεν προβληματική και παραμένει τρωτή σε κάθε είδους κριτική, γιατί τα λεγόμενα αντικειμενικά κριτήρια, όσο λεπτομερή κι αν είναι, αδυνατούν να διασφαλίσουν το ποιοτικό επίπεδο των επιχορηγούμενων παραστάσεων, ενώ η αξιοπιστία ή το αυθαίρετο των υποκειμενικών εκτιμήσεων εξαρτώνται από τη σύνθεση της εκάστοτε επιτροπής. Εάν όμως αυτό το ζήτημα είναι εκ φύσεως δυσεπίλυτο, τα άλλα δεινά που μαστίζουν τον θεσμό είναι πρακτικά αντιμετωπίσιμα. Είναι απαράδεκτο λοιπόν, ιδιαίτερα όταν το συνολικό ποσό των επιχορηγήσεων είναι απελπιστικά ισχνό, ο επιμερισμός του στους αιτούντες να αναγγέλλεται, κατά σύστημα τα τελευταία χρόνια, με μεγάλη καθυστέρηση. Ενας στοιχειώδης εξορθολογισμός θα απαιτούσε οι επιχορηγήσεις για τη χειμερινή σεζόν που ξεκινά τον Οκτώβριο να αποφασίζονται το αργότερο από τον Μάρτιο του ιδίου έτους, ώστε οι σκηνοθέτες να έχουν τον αναγκαίο χρόνο για την επιλογή του σκηνικού χώρου, των συνεργατών τους και την έγκαιρη έναρξη των προβών.

Ούτως ή άλλως όμως είναι εξαιρετικά ατυχές ότι η πολιτική του υπουργείου Πολιτισμού περιορίζεται αποκλειστικά στη χρηματική ενίσχυση των επιλεγμένων θιάσων ενώ στην εργαλειοθήκη του βρίσκονται εδώ και δεκαπέντε χρόνια, παραπεταμένες όπως φαίνεται, προτάσεις για τη διεύρυνση του θεσμού των επιχορηγήσεων σε ποικίλα επίπεδα. Μερικές απ’ αυτές, όπως η φορολογική πολιτική έναντι των θεατρικών χορηγών, η ανάληψη του εξοδολογίου για τη μετάβαση ελληνικών θιάσων σε διεθνή θεατρικά φεστιβάλ ή η προθεσμιακή στέγαση σχημάτων με πολυετή παρουσία στα θεατρικά μας δρώμενα σε ακίνητα του δημοσίου, χρειάζονται ασφαλώς εκσυγχρονισμό – άλλες όμως παραμένουν επίκαιρες ως έχουν και είναι εφαρμόσιμες εάν υπάρχει η ανάλογη βούληση. Είναι πασίγνωστο, για παράδειγμα, ότι οι –νεανικοί κυρίως– άστεγοι θίασοι υποφέρουν από την έλλειψη χώρων πρόβας και χρυσοπληρώνουν άθλια υπόγεια για την προετοιμασία τους.

Λύσεις σύγχρονες και βιώσιμες

Μια άλλη πλήρως τεκμηριωμένη πρόταση, στην οποία επίσης το υπουργείο Πολιτισμού δεν έδωσε έκτοτε καμία συνέχεια, αφορούσε την αποσυμφόρηση του αποθηκευτικού χώρου των θεάτρων με τη δημιουργία ενός Αποθετηρίου Επίπλων, Σκηνικών Αντικειμένων και Κοστουμιών. Το αποθετήριο αυτό θα μπορούσε να εγκατασταθεί σε ειδικά αναδιαμορφωμένο και με τις κατάλληλες κλιματικές συνθήκες πρώην εργοστασιακό χώρο (το δημόσιο έχει άφθονους τέτοιους που ρημάζουν από την αχρησία) και να λειτουργήσει όχι ως αποθήκη των υλικών παλαιών παραστάσεων αλλά ως αξιοποιήσιμος κόμβος που θα διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό σκηνογράφους και ενδυματολόγους. Με την αυτονόητη προτεραιότητα χρήσεως όσων θεάτρων θα συνέβαλαν στον εμπλουτισμό του παραχωρώντας τα πλεονάζοντα αποθέματά τους, τα υλικά αυτά, επακριβώς αριθμημένα και εργονομικά ταξινομημένα κατά είδος και εποχή, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται για τις παραστασιακές ανάγκες και άλλων θιάσων, μειώνοντας κατά πολύ το σχετικό κόστος για την εκ νέου κατασκευή ή την αγορά τους.

Είναι όμως τόσο πολλά τα αιτούμενα της θεατρικής κοινότητας στα οποία το ΥΠΠΟ κωφεύει, ώστε ένα σημείωμα δεν επαρκεί για την απλή περιγραφή τους – γι’ αυτό και, εν καιρώ, θα επανέλθω.