Σκέψεις για τις «Θεσμοφοριάζουσες» με αφορμή την παράσταση του Γιάννη Μπέζου.
Οι «Θεσµοφοριάζουσες» (411 π.Χ.) αποτελούν την πιο «γυναικεία» κωµωδία του Αριστοφάνη, µια και σχεδόν όλοι οι ήρωες (πλην του Τοξότη) ή είναι γυναίκες ή µιµούνται τις γυναίκες ή τους προσδίδονται χαρακτηριστικά ή ιδιότητες των γυναικών ή µεταµφιέζονται σε γυναίκες. Θεωρητικά το έργο αποτελεί µοµφή για τον Ευριπίδη και διακωµώδηση του τρόπου που αποτυπώνει το γυναικείο φύλο στο έργο του. Αυτές οι δύο παραδοχές είναι που κινούν τα νήµατα. Είναι όµως πράγµατι έτσι τα πράγµατα ή στο έργο υπάρχει µια αδιόρατη αντιστροφή τους που οδηγεί και αναδεικνύει το κωµικό αποτύπωµά του;
Για την πρώτη παραδοχή αρκεί να αναλογιστούµε ότι οι υποκριτές στην αρχαία Αθήνα ήταν µόνο άντρες. Πέρα από τον παρενδυτικό/µεταµφιεσµένο σε γυναίκα Μνησίλοχο και τους µιµητικούς Αγάθωνα και Κλεισθένη στην κωµωδία, οι Θεσµοφοριάζουσες είναι άντρες που «υποκρίνονται» τις γυναίκες σε εικόνα και που αντιµετωπίζονται από το κοινό ως πραγµατικές γυναίκες των οποίων η συµπεριφορά έχει αντρικά χαρακτηριστικά. Σε µια καινοτόµα εισαγωγή διαφορετικών επιπέδων ρόλων το κωµικό στοιχείο αναδεικνύεται από αυτή την αντιστροφή: o άντρας µεταµφιέζεται και συµπεριφέρεται σαν γυναίκα και οι γυναίκες (οι οποίες ερµηνεύονται από άντρες) εξασκούν όλες τις πολιτικές και κοινωνικές ιδιότητες των αντρών (µη εξαιρουµένου του τρόπου σκέψης τους). Τι εξαίσιο πιραντελικό πάτηµα.
Σε ό,τι αφορά τον Ευριπίδη αρκεί να αναλογιστούµε ότι ένα µόλις χρόνο πριν, το 412 π.Χ., είχε παρουσιάσει τις τραγωδίες του «Ελένη» και «Ανδροµέδα», στις οποίες διαφαίνεται µια ξεκάθαρη αλλαγή και µετατόπιση των ηθογραφικών στοιχείων του απέναντι στο γυναικείο φύλο. Είναι ξεκάθαρο δηλαδή ότι ο Αριστοφάνης βασίζει την κωµωδία του σε αυτήν ακριβώς τη µεταστροφή και τη «συµµόρφωση» του τραγικού ποιητή που έχει ήδη συντελεστεί.
Ο Γιάννης Μπέζος αφιερώνεται στην αριστοφανική κωµωδία προσδίδοντας εµβόλιµα χαρακτηριστικά φάρσας ή και επιθεώρησης, εκσυγχρονίζοντας την ποιητική του Αριστοφάνη (δεν είναι απαραίτητα κακό αυτό αν γίνεται µε προσοχή και µελέτη, αν και πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να εξελιχθεί η αριστοφανική κωµωδία σε κάτι άλλο), ενώ η µουσική του Φοίβου ∆εληβοριά τροχοδρόµησε την παράσταση σε λαϊκούς δρόµους. Το µικρής έκτασης σκηνικό περιβάλλον του Γιώργου Γαβαλά, µέσα στις αντιθέσεις των υλικών του και παρά την υποστήριξη από τα κοστούµια της Βασιλικής Σύρµα και τα φώτα του Χρήστου Τζιόγκα, δεν βοήθησε την παράσταση να αναπνεύσει και τους ηθοποιούς να απελευθερωθούν σκηνικά. Ωστόσο το κοινό ευτύχησε σε ερµηνείες από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, τον Βλαδίµηρο Κυριακίδη, τον διπλό ρόλο-έκπληξη του αποκαλυπτικού Λαέρτη Μαλκότση και τους απολαυστικούς Παναγιώτη Κατσώλη, Αλέξη Βιδαλάκη και Σταύρο Μαρκάλα, τη σκερτσόζα Φωτεινή Μπαξεβάνη, τη ραφινάτη Νίκη Σερέτη. Μεγαλύτερη πειθαρχία στην κινησιολογία της Σεσίλ Μικρούτσικου θα έδινε καλύτερα αποτελέσµατα στον χορό των Γιάννας Παπαγεωργίου, Αρετής Πασχάλη, Λήδας Καπνά, Ντένιας Στασινοπούλου, Κωνσταντίνας Ντανάµη, Αγγελικής Γρηγοροπούλου, Ελένης Ζαχοπούλου και Μανταλένας Καραβάτου.